Το «ΙΝΤΕΑΛ», όμως, στο οποίο είδα την ταινία, την πρώτη προβολή της μέρας στις 5 το απόγευμα , την παίζει σε 3D (κι επιπλέον, ΝΑ ΤΟ ΠΩ ΚΙ ΑΥΤΟ , δεν έχει αυξήσει την τιμή του εισιτηρίου, το έχει αφήσει στα 7,5 ευρώ) κι έτσι το «κάρμα» θέλησε να με βάλει πιο πολύ μέσα στη λογική των «fan» από όσο ο ίδιος επεδίωκα.
Όπως είδατε, λοιπόν, δεν έγραψα αμέσως , όπως το κάνω και για άλλες ταινίες από όταν άνοιξα τα site και βάζω εγώ τους κανόνες. Διότι ΠΙΣΤΕΥΩ ότι καλό είναι για το κοινό, σιγά σιγά , να ωριμάζει, να παίρνει τις ευθύνες του, να κάνει την επιλογή του, να μην κατευθύνεται ως κοπάδι με τα αστεράκια, και την κριτική ας τη διαβάσει μετά.
Πόσο μάλλον για το «STAR WARS», για το οποίο θεωρώ ότι οι fan είναι πιο μυημένοι από εμάς τους κριτικούς.
Για αυτό κι εγώ θα κάνω από εδώ μια αποτίμηση , καθαρώς ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ κι οπωσδήποτε κάπου , σε κάποια σημεία, θα συμπεριληφθούν κι οι ορκισμένοι οπαδοί, οι οποίοι διαφέρουν από τους οπαδούς μιάς οποιασδήποτε άλλης εμπορικά πετυχημένης σειράς ή ταινίας.
Θα ξεκινήσω με κάτι ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΑΡΝΗΤΙΚΟ. Με το ότι «Ο πόλεμος των άστρων», που ξεκίνησε το 1977 από τον ΤΖΩΡΤΖ ΛΟΥΚΑΣ που τότε ακόμα αντιμετωπιζόταν ως ΕΥΦΥΗΣ και ΦΕΡΕΛΠΙΣ σκηνοθέτης νέου αίματος στο Χόλυγουντ, έμεινε ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ εκεί από όπου ξεκίνησε. Κι ότι στη συνέχεια, κινηματογραφικά πάντα μιλώντας, χάλαγε από ταινία σε ταινία. Για να αποκαλύψει ότι το κινηματογραφικό είχε εξαντληθεί στο πρώτο φιλμ αλλά εκεί είχαν μπει κι οι βάσεις για τη δημιουργία ενός καταναλωτικού προιόντος, που όμως αφορούσε στην pop κουλτούρα, κι αυτό το είδαμε να θεριεύει όταν η σειρά αποφάσισε να επανέλθει μετά από κάποια χρόνια σιωπής, με τα τρία prequels. Τη σκηνοθεσία των οποίων αναλάμβανε και πάλι ο Τζώρτζ Λούκας, που τη σκηνοθεσία την είχε παρατήσει όταν ξεμπέρδεψε με το πρώτο και μετά ασχολείτο ως παραγωγός ή μάλλον ως έμπορος με το προιόν του.
Στα τρία prequels, που τα είδαμε ως sequels, oΛούκας ως σκηνοθέτης που επανέκαμπτε δεν έφερνε τίποτε το καινούργιο, καμία απολύτως ανανέωση. ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ ΠΑΝΤΑ!!!!!!!!
Αντίθετα, παρατηρήσαμε το φαινόμενο στα τρία μετριότατα αυτά prequels-sequels να ξεσπά και να φανερώνει την τεράστια δύναμη του ο θεσμός των fan της σειράς. Το κινηματογραφικό και το οπαδικό έδειχναν να μη συμβαδίζουν. Καμία από τις τρεις «καινούργιες» δεν κατόρθωσε να κερδίσει ένα Οσκαρ για τα οπτικα της εφφέ. Κι αυτό τι δήλωνε; Πως και τα εφφέ ήταν μεν τεχνικώς άρτια αλλά επαναλάμβαναν τους εαυτούς τους, η δε τελευταία, δηλαδή η έκτη ταινία ΔΕΝ κατάφερε ούτε και να προταθεί για τα οπτικά εφφέ, περιορίστηκε σε μία υποψηφιότητα για το μακιγιάζ.
Αρα, το κινηματογραφικό παράγγελμα για ΑΝΑΝΕΩΣΗ ή για STOP ήταν δοσμένο!
Η βιομηχανία του Λούκας είχε φτιάξει μια τεράστια δύναμη-επιχείρηση που περισσότερο όμως δούλευε με το merchandise κι έφτιαχνε στρατιές από fan.
Εδώ αρχίζω και σέβομαι τους fan.
Παρόλο ότι κανονικά θα έπρεπε ή θα μπορούσα να εκνευριστώ με όλη αυτή τη στάση της τελευταίας περιόδου που πήγε να κάνει θέμα και την κατά μια εβδομάδα καθυστέρηση εξόδου της ταινίας στην Ελλάδα! Τα επιχειρήματα ήταν σαθρά κι ο φανατισμός έμοιαζε σαν να τους πρόσβαλαν κάποιο ΤΟΤΕΜ.
Χμ! Επειδή, όμως, γνωρίζω από ΤΟΤΕΜ, τους κατανόησα έως και τους συμπόνεσα. Αν και π η ανυπομονησία, πιστεύω, κάνει πάντα καλό στον κινηματογράφο, όταν περιμένουμε με λαχτάρα να δούμε κάτι.
Πήγα λοιπόν κι εγώ στην πρώτη προβολή, παραμονιάτικα.
Πήγα με όλα τα παραπάνω συναισθήματα για αυτό και τα εναποθέτω στο κείμενο.
Όμως, γρήγορα οι επιφυλάξεις μου ΚΑΜΦΘΗΚΑΝ. Μπήκα πολύ γρήγορα κι εγώ στο trip κι είπα στον εαυτό μου «απόλαυσε την ταινία και τα άλλα τα κουβεντιάζουμε μετά».
Η ταινία έχει πολύ καλά σημεία, θα έλεγα ότι είναι και διάσπαρτη από συναρπαστικές σκηνές του είδους, που έδειχναν ότι σε αυτή την ΕΒΔΟΜΗ «συνέχεια», υπήρχε τάση για ΑΝΑΝΕΩΣΗ. Υπήρχαν στιγμές και σκηνές που είχες την αίσθηση ότι έβλεπες την ΕΠΙΤΟΜΗ της σειράς κι υπήρχαν, όμως, κι άλλες που σου υπαγόρευαν εμφανώς ότι αυτό θα μπορούσε να είναι η επιτομή αλλά «δεν»….. Ο ΤΖ.ΤΖ ΕΜΠΡΑΜΣ ,που ανέλαβε να το σκηνοθετήσει, δείχνει από τη μια τη διάθεση της ευθύνης που αναλαμβάνει, δείχνει όμως από την άλλη πως δεν μπορεί να αναπτύξει και τις άπειρες πρωτοβουλίες διότι έχει αναλάβει την εκτέλεση ενός συγκεκριμένου σχεδίου-προιόντος. Το οποίο μάλιστα ο Λούκας έχει πάρει πλέον από την «Φοξ» και το έχει δώσει στην «Ντίσνευ», άρα κι η νέα εταιρία έχει κάποιο λόγο που δεν είναι απλώς λόγος αλλά και σφραγίδα στούντιο.
Κι όλη η ταινία, με πήγε καταυτό τον τρόπο, να απολαμβάνω ταυτόχρονα με την επισήμανση «επιτομής» και μετά να λέω πως «κάπου κάπου επαναλαμβάνεται». Δεν κέρδισε μέσα μου ΚΑΜΙΑ πλευρά, το παιχνίδι έληξε ισόπαλο. Μεταξύ «ΕΠΙΤΟΜΗΣ» και «ΑΛΛΑ’».
Σε όλα τα επίπεδα. Αναγνώρισα ακόμα και πιο ξεκάθαρη γραφή του story, που ειδικά στις τρεις προηγούμενες ήταν θολό. Όμως από την άλλη δεν βρήκα κανένα story παρά την αναζήτηση ενός προσώπου που θα εμφανιστεί στο τέλος της ιστορίας, στην τελευταία σκηνή.
Αναγνώρισα επίσης πως η γραφή ενδιαφερόταν για τα σημεία στα οποία θα αναπτύξει δράση κι εφφέ κι ότι η αφηγηματική γραμμή ήταν καμωμένη για αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Κάθε τόσο που «έπεφτε» ο ρυθμός στην αφηγηματική γραμμή, εκτοξεύονταν εφφέ και στοιχεία που πρώτα σε συνάρπαζαν κι ύστερα σκεφτόσουν αν τα έχεις ξαναδεί. Αυτό είναι υπέρ του.
Τα σκηνικά ευμεγέθη και λειτουργικότατα άλλοτε παρουσίαζαν «πρωτοβουλίες» (δεν είναι και κάποιος τυχαίος ο ΡΙΚ ΚΑΡΤΕΡ) κι άλλοτε προσγειώνονταν κι αυτά στη λογική του προιόντος που ήταν όμως κι ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΗ. Για την οποία οι fan, για τους οποίους άλλωστε φτιάχτηκε και το έργο, είναι εκπαιδευμένοι και την περιμένουν.
Τα εφφέ ήταν κομψά φτιαγμένα, έλεγχαν σε μεγάλο βαθμό το digital και του υπαγόρευαν «κινηματογραφική λογική»
Το cast είχε κι αυτό μια διάθεση ανανέωσης, από τους καινούργιους ξεχώρισα με χίλια τον ΟΣΚΑΡ ΑΙΖΑΑΚΣ, όμως συναισθάνθηκα ότι δεν του έδωσαν και περισσότερη παρουσία προφανώς για να μη χαλάσει το balance.
Φυσικά και εκτίμησα το εύρημα να ξαναβγάλει τους πρώτους διδάξαντες σε σημερινές ηλικίες, τον ΜΑΡΚ ΧΑΜΙΛ, που τον περιόρισε πολύ έξυπνα επειδή δεν είναι ηθοποιός με τον οποίο θα μπορούσαν να κάνουν κι άλλα πράγματα, την ΚΑΡΙ ΦΙΣΕΡ, για την οποία αναρωτήθηκα αν σκέφτεται κανείς να της δώσει να παίξει κάτι αξιολογότερο έτσι που μεγάλωσε κα φέρνει περισσότερο προς τη μητέρα της, την αγαπημένη μου ΝΤΕΜΠΙ ΡΕΥΝΟΛΝΤΣ (στην οποία έδωσαν φέτος και το ΤΙΜΗΤΙΚΟ Οσκαρ αναγνωρίζοντας της πολύχρονες υπηρεσίες), και βέβαια , πάνω από όλους από όλες κι από όλα, τον ΧΑΡΙΣΟΝ ΦΟΡΝΤ. Ω. ναι, τον Χάρισον Φορντ. Αυτός είναι που έδειξε τι σημαίνει ΣΤΑΡ, ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗΣ, ΦΑΚΟΣ. Εμφανίστηκε ο Χάρισον Φορντ κι άλλαξε η εικόνα, όσο ήταν ο Χάρισον Φορντ συνέβαινε και κάτι περισσότερο εκτός από τα εφφέ και τη δράση, όταν βγήκε από την ιστορία ο Χάρισον Φορντ ευφυώς σκέφτηκαν Τζ.Τζ Ειμπραμς και πιθανόν και λοιποί, να δυναμώσουν την εικόνα με εφφέ και με τις όποιες αποκαλύψεις.
Τα ανάλογα συναισθήματα έχω και για τη μουσική του ΤΖΩΝ ΓΟΥΙΛΙΑΜΣ. Στην αρχή ακούω να επαναλαμβάνεται το πασίγνωστο μοτίβο, στη συνέχεια εκτιμώ για μια ακόμα φορά τον τρόπο κινηματογραφικής συνοδείας της δράσης από τον κορυφαίο κινηματογραφικό μουσικοσυνθέτη, όμως συναισθάνομαι ότι αυτά τόσο ο ίδιος τα κάνει με άνεση και πείρα όσο κι άλλοι εξίσου αξιόλογοι . Ναι, και στο τελευταίο κομμάτι της ταινίας ο Τζων Γουίλιαμς καταθέτει και το καινούργιο του. Το οποίο αποδεικνύεται ότι είχε «δέσει» έξοχα με τα προηγούμενα αν και παρακαλούσα από διαστροφή να μην φτάσει στην τελειότητα διότι περιμένω να δω την ταινία του Ταραντίνο και να δω αν θα πάρει το Οσκαρ και μάλιστα σε γουέστερν, κι ύστερα από το ΤΙΜΗΤΙΚΟ, ο Εννιο Μορικόνε. Δεν ξέρω τι έχει κάνει ο Μορικόνε, μια κι ακόμα δεν έχω δει την ταινία, ξέρω όμως ότι στο τελευταίο κομμάτι που έδωσε ολοκληρωμένη εντύπωση και στο σύνολο, ο Τζων Γουίλιαμς έκανε εξαιρετική δουλειά, με κινηματογραφικούς όρους ΑΝ ΚΑΙ χωρίς, αυτή τη φορά, θέμα…!!!!
Πως έφυγα από την αίθουσα; ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΜΕΝΟΣ αλλά ακριβώς όπως βγαίνεις ευχαριστημένος από ένα «ματς», που παρακολούθησες ένα ωραίο παιχνίδι αλλά το «σκορ» ήταν ΙΣΟΠΑΛΙΑ. «Επιτομή» εναντίον «Ναι μεν αλλά..»