Ολη η παράδοση μιας χώρας βρίσκεται συγκεντρωμένη στο «μικρό» αυτό διαμαντάκι του ΠΑΟΛΟ ΖΟΥΚΑ, του οποίου είναι κι η πρώτη μεγάλου μήκους αλλά δεν έχει καμία σημασία, ο σκηνοθέτης δείχνει τρομερά καταρτισμένος. Μαυρόασπρη ταινία, δεν ξέρω αν τη γύρισαν για να θυμίζουν τα παλιά διότι από την άλλη αυτή η εξαίρετη μαυρόασπρη φωτογραφία (ΠΑΤΡΙΤΣΙΟ ΠΑΤΡΙΤΣΙ- από τους σχετικά καινούργιους κι αυτός) που φωτίζει το τοπίο της Σαρδηνίας στο οποίο εκτυλίσσεται η ιστορία, δεν είναι δουλεμένη αλά παλαιά ιταλικά, ο φωτισμός δεν επιδιώκει ρεαλιστική απεικόνιση του τοπίου, περισσότερο με μαυρόασπρη φωτογραφική σύνθεση μοιάζει. Κι επιπλέον, τα πλάνα είναι εξαιρετικά, πιάνουν «έκταση» και δηλώνουν μεγαλείο και τελικώς έχω να παρατηρήσω ότι ο κινηματογράφος του ΣΕΡΤΖΙΟ ΛΕΟΝΕ, όσο κι αν στα χρόνια εκείνα τα σπαγγέτι-γουέστερν αντιμετωπίζονταν με επιφύλαξη, χωρίς να δηλώνω προσκυνητής του, αναγνωρίζω μεγάλη επιρροή από μέρους του στο ιταλικό σινεμά. Το έχω συζητήσει και με Ιταλούς κι όλοι παραδέχονται ότι ο Λεόνε, ως κινηματογραφιστής, κι ας ήταν σκηνοθέτης κι όχι διευθυντής φωτογραφίας, επηρέασε με τα ΠΛΑΝΑ του. Εκείνα τα πανοραμικά, που στα τελευταία χρόνια, με τη νέα γενιά κινηματογραφιστών παρατηρούνται όλο και συχνότερα. Στον «ΔΙΑΙΤΗΤΗ» πάντως είναι εμφανή.
Σταματώ διότι πολύ το εξειδίκευσα και θα βαρεθεί ο κόσμος.
Ηθελα όμως να ξεκινήσω από το πλαίσιο επειδή είναι αυτό που φιλοξενεί την ιστορία. Και γίνεται ένας συνδυασμός, σαν να χτυπήθηκε στο blender η συγκεκριμένη μαυρόασπρη αισθητική με την παραδοσιακή ιταλική κωμωδία, που δεν είναι και τόσο «κωμωδία», όσο είναι ΣΑΤΙΡΑ. Η ιταλική σάτιρα ταυτίζεται με την θεσμική κωμωδία επειδή στο τέλος καταφέρνει και βγάζει γέλιο, στο ότι εντάσσει στοιχεία, ακόμα και slapstick , που έχουν ως αυτοσκοπό το γέλιο.
Είμαστε λοιπόν στη Σαρδηνία, σε μια περιοχή εγκαταλειμμένη, από αυτές με τις οποίες μας συστήθηκε πολλές φορές ο ιταλικός κινηματογράφος, και στην περιοχή την άγονη, που κυλά η ζωή με ρυθμούς ήρεμου χωριού, ηρεμία δεν υπάρχει .Εχουμε δύο ποδοσφαιρικές ομάδες που ανταγωνίζονται κι όχι πάντα με θεμιτά μέσα, έχουμε κι ένα διαιτητή που φιλοδοξεί να πάει να σφυρίξει «Champions League», πηγαίνει, μαθαίνει τι εστί βερίκοκο, τι εστί Μαφία ποδοσφαίρου και καλημέρα σας κύριε Πλατινί, γυρίζει πίσω και καταλήγει να σφυρίζει εκεί απ' όπου έφυγε . Και μέσα στις ομάδες μετράμε χαρακτήρες και τύπους, μέσα από τους οποίους αναδύονται τα ζητήματα που πάντα έκαναν ξεχωριστό τον ιταλικό κινηματογράφο, τη μετανάστευση (τη δική τους προς το εξωτερικό με τον τύπο που γυρίζει μπατίρης από την Αρτζεντίνα- υπέροχος σε φάτσα και χαμηλό παίξιμο ο ΓΙΑΚΟΠΟ ΚΟΥΛΙΝ, που είναι ΚΑΙ σκηνοθέτης αλλά ΚΑΙ «ντόπιος» από το Κάλιαρι, οπότε μεταδίδει και σε μας τους ξένους μια αλήθεια, τους τοπικούς παράγοντες, τους πουλημένους ή απειλημένους «ρέφερι», το διέξοδο που δίνει στην απομονωμένη ζωή τους το ποδόσφαιρο κι εντάσσει τους πάντες-φοβερό εύρημα μια ξεδοντιάρα γιαγιά που κι όταν κλαίει τον πεθαμένο της προλαβαίνει να μαλώνει για το ποδόσφαιρο ή μπουκάρει στο γήπεδο –αλάνα με την ομπρέλα κι αρχίζει να κοπανά τον παίκτη της αντίπαλης ομάδας κλπ, κλπ, η την κλασική Ιταλίδα γκόμενα που από τον άντρα τα θέλει όλα για πάρτη της διότι στο βάθος κι ευαίσθητη κι ευάλωτη ) με τρόπο διακριτικό, συχνότατα αστείο, με φάτσες απερίγραπτες κι ερμηνείες εκλεκτές.
Στην Ελλάδα τους σχετικά καινούργιους δεν τους ξέρουν οι θεατές, όμως ο ΣΤΕΦΑΝΟ ΑΚΟΡΣΙ που παίζει το ρόλο του τίτλου είναι ΟΝΟΜΑ (είναι κι άντρας της Λετίτσια Κάστα!), έχει πάρει βραβείο στη Βενετία, παίζει σε κωμωδίες, σε δράματα, σε σινεμά και TV κι η πρωταγωνιστική παρουσία του στον «Διαιτητή» ενδυναμώνει για τους Ιταλούς την ταινία μια και πρόκειται για πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μικρομηκά (και ταλαντούχου!) σκηνοθέτη. Ο οποίος του προβάλει και το σώμα, πολύ λαμπαδένιο κι αθλητικό, που δεν του το είχαν δείξει σε προηγούμενους ρόλους άλλοι σκηνοθέτες- τον έκαναν πάντα να φαίνεται πιο «μαζεμένος».
Τι να πούμε για τον τύπο που παίζει τον τυφλό πατέρα της κοπέλας και φανατισμένο στο μεδούλι με την μπάλα αλλά και για την κοπέλα, την χυμώδη ΤΖΕΠΙ ΚΟΥΤΣΑΡΙ που είχε κάνει επιτυχία ως κομεντιέν στο «UNA DONNA PER AMICA» κι είναι κι εδώ υπέροχη και γενικώς όλο το …. «ρόστερ» και των δύο ομάδων.
Μια βραδιά κάθε άλλο παρά χαμένη που χρησιμεύει σαν …Γεφύρι του Ιονίου, ενώνει τον Ελληνα θεατή ξανά με το ιταλικό σινεμά, το σινεμά ΣΙΝΕΜΑ (κι ας μοστράρεται η συμμετοχή του σε Φεστιβάλ)