Συνέβαινε το ότι είχα δει το trailer που ήταν εντοπισμένο στην περίπτωση της γυναίκας που θέλει να σταθεί στα πόδια της και να προκόψει στη δουλειά που διάλεξε απέναντι σε ένα κόσμο αλλά κι ένα περιβάλλον οικογενειακό που δεν την ενθάρρυνε. Συνέβαινε το ότι είχα διαβάσει πως τα γεγονότα που διαδραματίζονται είναι πραγματικά και πως αυτή η ηρωίδα υπάρχει κι έχει δώσει και συνεντεύξεις για το πώς κέρδισε τη μάχη της και επέβαλε την εφεύρεση της.
Συνέβαινε, όμως, και το ότι ξεκίναγα να βλέπω αυτά μα αυτά δεν έρχονταν. Αντ’ αυτών έβλεπα μια κομεντί , μια κομεντί συναισθήματος, η οποία βέβαια κατά την εξέλιξη της έδειχνε τον ιδιαίτερο και προσωπικό τρόπο γραφής του ΝΤΕΗΒΙΝΤ Ο.ΡΑΣΕΛ, ο οποίος είναι κατά βάση σεναριογράφος που η σκηνοθετική του αξία αρχίζει και τελειώνει στο πως δίνει ψυχή και σάρκα σε αυτούς τους ρόλους που γράφει χάρη στη δουλειά που κάνει με τους ηθοποιούς.
Συνέβαινε και το ότι πρωταγωνίστρια ήταν και πάλι η ΤΖΕΝΙΦΕΡ ΛΩΡΕΝΣ, που μέρος της καριέρας της και της ανάδειξης της και σίγουρα το ΟΣΚΑΡ της, τα οφείλει στους ρόλους που της έγραψε και στο πως την καθοδήγησε και της επέτρεψε να αναδειχτεί ο Ράσελ.
Συνέβαινε πως την παρακολουθούσα, μέχρι να καταλάβω τι ακριβώς συμβαίνει, να κινείται άλλοτε έντεχνα αλλά κι ενίοτε αμήχανα ανάμεσα στο να αρπάξει την ηρωίδα από το μαλλί, να τη βάλει κάτω, να βγάλει από μέσα της όλη την οργή που κρύβει αυτό το κορίτσι , η Τζόυ του τίτλου, που έχει φορτωθεί ένα πρώην σύζυγο ο οποίος όμως και κάπου τη νιώθει ως άνθρωπο, ένα πατέρα καμποτίνο που ενδιαφέρεται μόνο για τις γκόμενες, μία μάνα «τρελή κι αλλοπαρμένη» που καταναλώνει σαπουνόπερες, δύο μικρά παιδιά που πρέπει να τα θρέψει αυτή διότι οι υπόλοιποι είναι στον κόσμο τους και μία γιαγιά αγαπημένη που είναι και το μόνο πρόσωπο που την ενθαρρύνει και που στην κρίσιμη ώρα τη χάνει ενώ κι η γιαγιά δεν της τα έχει πει τόσο καλά για το είναι οι άνθρωποι. Και να βλέπεις να αυτοπεριορίζεται στην εκδήλωση των συναισθημάτων αφού η σκηνοθετική καθοδήγηση είναι πως η ηρωίδα έχει μεταβληθεί σε ηρωίδα κομεντί, και να πρέπει τώρα να της ανακαλύπτει η ηθοποιός ανάλαφρους τόνους ώστε να ανταποκριθεί στη σκηνοθετική γραμμή που ήθελε το έργο προς αυτή την κατεύθυνση. Την είδα την Τζένιφερ Λόρενς να δίνει μια μεγάλη μάχη σε ένα ρόλο που θα ταίριαζε στο εκρηκτικό και δυναμικό ταμπεραμέντο της αλλά υποχρεώνεται να τον παίξει το ρόλο διαφορετικά. Εμεινα με την εντύπωση πως κάπου υποχρεώθηκε να περιορίσει τα εκφραστικά της μέσα ώστε να μη της φύγει ο ρόλος κι από αυτή την άποψη, της αναγνωρίζω πως στάθηκε παλικαρίσια, το ρόλο δεν τον πρόδωσε ούτε τη σκηνοθετική γραμμή καταστρατήγησε αλλά και σίγουρα δεν βρήκε ΤΟ ρόλο, που αρχικά θα νόμιζε ότι είχε βρει.
Ο μόνος που έδειχνε κεφάτος στην όλη υπόθεση ήταν ο δημιουργός της ταινίας, ο Ντέηβιντ Ο. Ράσελ, ο οποίος είχε πάρει ένα κοινωνικό ζήτημα (τι το ήθελε το «true characters» ή «real events» ή δεν ξέρω τι άλλο σε «true» και σε «real»;) , διείδε στοιχεία σε αυτό που θα μπορούσαν να του εμπνεύσουν κομεντί, ως κομεντί του πετυχαίνει στο βαθμό που της «ζωγραφίζει» στοιχεία υπερβολής με πολύ διακριτικό και ραφινάτο τρόπο , της δίνει και μια «απόσταση» από τον τρέχοντα ρεαλισμό, της προσθέτει και στοιχεία διακριτικού συναισθήματος και τους χαρακτήρες τους μεταβάλει σε περιπτώσεις απροσάρμοστες, όπως συνηθίζει με τους ήρωες και των άλλων ταινιών του και τους εντάσσει στο «αληθινό» story, που το έχει ξαναγράψει εξ αρχής προς την κατεύθυνση που θέλει.
Συνέβαινε, όμως, να σκέφτομαι πως κι ο «Οδηγός αισιοδοξίας» κι ο «Οδηγός διαπλοκής» στο είδος της «κομεντί» εντάσσονταν. Αρα, δεν έκανε κάτι καινούργιο. Τη διαφορά την κατάλαβα αφότου τέλειωσε η ταινία, πως σε εκείνα τα φιλμ τα πρόσωπα ήταν «γεμάτα», ήταν γραμμένα ως ρόλοι «δραματικών» προσώπων κι η σκηνοθετική του διδασκαλία ήταν που έβαζε τους ηθοποιούς να παίξουν με μια ειρωνική απόσταση, κυρίως στο «διαπλοκής» (στο «αισιοδοξίας» το ζευγάρι είχαν ζήσει τραγωδίες προσωπικές κι η Λώρενς δεν έπαιζε κωμικό ρόλο- οι «Χρυσές Σφαίρες» ήταν που την είχαν βραβεύσει ως «κωμική»- άρες μάρες) κι είχε αναδείξει τους πάντες.
Στην «Joy» είδα να γίνεται όλο αυτό κάπως ερήμην των ηθοποιών. Βεβαίως κι όλοι ήταν καλοί και πώς να μην είναι άλλωστε, σοβαροί επαγγελματίες είναι κι ό, τι αναλαμβάνουν το φέρουν εις πέρας. Κι ο ΡΟΜΠΕΡΤ ΝΤΕ ΝΙΡΟ κι η ΒΙΡΤΖΙΝΑ ΜΑΝΤΣΕΝ κι η ΝΤΑΙΑΝ ΛΑΝΤ κι ο ΕΝΤΓΚΑΡ ΡΑΜΙΡΕΖ και φυσικά ο ΜΠΡΑΝΤΛΕΙ ΚΟΥΠΕΡ, που ήταν κι ο πιο επιβλητικός από το supporting cast, ακόμα κι η σεβαστή ατάλαντη ΙΖΑΜΠΕΛΑ ΡΟΣΕΛΙΝΙ που της επετράπη από τον σκηνοθέτη να δώσει κωμικές έως και καρτουνίστικες διαστάσεις (και τις έδωσε πολύ καλά!) σε ένα ρόλο που με τίποτα δεν δικαιολογείτο από τις εξελίξεις ως κωμικός, έπαιξαν με ένα «ρεαλιστικό στυλιζάρισμα» θα έλεγα ώστε να αφήσουν να βγει η κωμικότητα από μια αφήγηση σύγχρονου παραμυθιού .
Και δεν έφταναν όλα αυτά, μα….. περάσαμε και καλά. Διότι αυτά που ήθελε ο Ντέηβιντ Ο.Ράσελ να δώσει τα έδωσε κι εκείνα που ήθελε να πάρει, τα πήρε. Αντε μετά να ψάξεις να βρεις από πού θα το πιάσεις για να γράψεις για το φιλμ αυτό.