Ο Σκωτσέζος συγγραφέας Τζέιμς Μπάρρυ ήταν πιο γνωστός στους Ελληνες θεατρόφιλους για κάποια θεατρικά του έργα, παρά για τον «Πήτερ Παν» που τον αντιμετώπιζαν ως παραμύθι και περισσότερο κυκλοφορούσε με τον τίτλο του σαν να ήταν ορφανός πατρός παρά τον συνέδεαν με το «ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΞΕΡΕΙ ΚΑΘΕ ΓΥΝΑΙΚΑ» που ήταν μεγάλη επιτυχία της αείμνηστης Κας ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ, η οποία το έπαιξε πλήθος φορές (με αυτό τη βρήκε η κήρυξη του Πολέμου του ’40) κι αργότερα και της ΑΛΙΚΗΣ ΒΟΥΓΙΟΥΚΛΑΚΗ με τον ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ ή με τον «ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΚΟ ΔΡΟΜΟ» που είχαν ανεβάσει το ζεύγος ΛΑΜΠΕΤΗ-ΧΟΡΝ.
Μα και τώρα, που έχουμε μάθει για τον Μπάρρυ και τον «Πήτερ Παν» του πολλά, είτε με τον «Κάπταιν Χουκ» του Σπίλμπεργκ, κυρίως όμως με το «ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΠΟΤΕ», μπερδευόμαστε και δυσκολευόμαστε με τούτο τον «Pan», καθώς τον βλέπουμε να διαδραματίζεται στο Λονδίνο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και των μεγάλων βομβαρδισμών ενώ ο συγγραφέας του έχει αποβιώσει από το 1937…. Φυσικά και δεν πειράζει όλο αυτό μια και στην Τέχνη, σε κάθε μορφή της, υπάρχει χώρος και για συμβάσεις και για διασκευές και για προσαρμογές αλλά μπερδευόμαστε επειδή το κυκλοφόρησαν με τη ρεκλάμα του «αυθεντικού». Τι το ήθελαν;
Διότι η ταινία είναι περισσότερο μια ταινία του ΤΖΟ ΡΑΙΤ με δική της εκδοχή πάνω στο παραμύθι με το παιδί που δεν μεγάλωσε ποτέ κι ως τέτοια μόνο μπορεί να αποτιμηθεί και στις αποτιμήσεις περιλαμβάνονται θετικά κι αρνητικά.
Το πρόβλημα είναι ότι η ταινία δεν με μάγεψε. Οχι επειδή ένα μέρος της μεταφέρεται σε άλλη εποχή διότι έτσι κι αλλιώς το Λονδίνο του ’40 χρησιμεύει μόνο ως πλαίσιο σε εισαγωγή και ιντερμέδια ενώ όλη η δράση παίζεται στη Χώρα του Ποτέ και στο πειρατικό καράβι όπου γνωρίζουμε νέες εκδοχές περί Μαυρογένη και περί Κάπταιν Χουκ. Οπου συναντάμε στο ρόλο του πρώτου τον ΧΙΟΥ ΤΖΑΚΜΑΝ και στο ρόλο του δεύτερου τον σχετικά νιόβγαλτο ΓΚΑΡΕΤ ΧΕΝΤΛΟΥΝΤ όπου ο Τζάκμαν επιχειρεί να γοητεύσει με το θεατράλε του κρατώντας αποστάσεις από τον «κακό» Μαυρογένη του ενώ ο Χέντλουντ δηλώνει μεγάλη πειθαρχία στο παίξιμο αυτού του ιδιαίτερου Κάπταιν Χουκ.
Δεν με μάγεψε λοιπόν για ένα λόγο που είναι πρωτόγνωρος για ταινία του Τζο Ράιτ, κι αυτό είναι το αισθητικό. Οσο κι αν φαίνεται περίεργο. Επιβεβαιώθηκα όταν είδα τις «βραχείες λίστες» των Οσκαρ να μην έχουν συμπεριλάβει ούτε το μακιγιάζ αλλά ούτε και τα οπτικά εφφέ- προπάντων αυτά!
Ναι, μια μεγάλη παραγωγή που σου δίνει την εντύπωση της μικρής, ότι έγινε με τρόπο που ξεγέλασε, όπου τα εφφέ δεν εντυπωσίαζαν ούτε ως κατασκευή, ούτε ως φαντασία. Και το δεύτερο απογοητευτικό κομμάτι της ταινίας στο να μην καταφέρει να μαγέψει, κι εδώ κι αν ακούγεται ως αδιανόητο για ταινία του Τζο Ράιτ, είναι τα σκηνικά της, το γενικότερο production design(που δεν είναι «σχεδιασμός παραγωγής» όπως αποδίδουν με αυτολεξεί βαναυσότητα αλλά ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΑΣ στην οποία περιλαμβάνονται κι οι φυσικοί χώροι και τα «γκαντζετάκια» και τα όποια αντικείμενα) κι η επιλογή του χρώματος. Το χρώμα που υιοθετήθηκε ως κυρίαρχο κι έχει να κάνει με την ανοιχτή εκδοχή του γκρί σε φιλμ έγχρωμο δεν κατάλαβα ποτέ μου γιατί επιλέχθηκε και πάνω σε ποια βάση γύρω από το παραμύθι. Τι θα του προσέδιδε δηλαδή αυτή η επιλογή; Κι ας σημειωθεί ότι τη διεύθυνση σκηνογραφίας είχε αναλάβει μια σπουδαία καλλιτέχνις, η ΑΛΙΝ ΜΠΟΝΕΤΟ, δύο φορές υποψήφια για Οσκαρ, στην «ΑΜΕΛΙ» και στους «ΑΤΕΛΕΙΩΤΟΥΣ ΑΡΡΑΒΩΝΕΣ». Τα ξεθωριασμένα χρώματα έφερναν προς τη μεριά της «Αμελί», μόνο που εκεί είχαν λειτουργήσει ενώ εδώ, κατά τη γνώμη μου, όχι.
Είναι, όμως, η κύρια υπεύθυνη η Αλίν Μπονέτο; ‘ Η μήπως ο Τζο Ράιτ της περιέγραψε ,όταν την κάλεσε, το πώς έβλεπε τον δικό του «Πήτερ Παν» και πάνω στη δική του σκηνοθετική αντίληψη η σκηνογράφος πρότεινε χρώμα; Η μήπως και την κάλεσε ακριβώς επειδή ήθελε το χρώμα της «Αμελί» (στους «Ατέλειωτους αρραβώνες» η χρωματική επιλογή ήταν εντελώς διαφορετική) να γίνει χρώμα και του «Πήτερ Πάν»; Καταθέτω όλες αυτές τις σκέψεις επειδή δεν μπορώ να απορρίψω με τίποτε τη δουλειά της σκηνογράφου καθότι, αν πάρουμε για παράδειγμα τη μακέτα της σκηνογραφίας που έχει να κάνει με το καράβι του πειρατή και με τη Χώρα του Ποτέ, ως μακέτα θα μας προιδεάσει για κάτι μαγευτικό. Αναμφίβολα.
Πάνω λοιπόν σε αυτή τη μακέτα που μεγεθύνθηκε , ο Τζο Ράιτ έστησε όλη τη σκηνοθεσία και σε συνδυασμό και με το χρώμα, την κατέληξε κουραστική. Μονότονη. Ο Πήτερ Παν στο ίδιο σκηνικό στη μεγαλύτερη διάρκεια του έργου.
Δεν αισθάνθηκα ότι πήρα τίποτε το καινούργιο από αυτή τη νέα εκδοχή, όπως δεν αισθάνομαι ότι γενικότερα ο «Πήτερ Παν» στο σινεμά έχει ευτυχήσει τα μάλα. Ούτε του Σπίλμπεργκ το φιλμ μου είχε αρέσει, κι εκείνο έπασχε από μονοτονία αλλά τουλάχιστον ήταν καμωμένο με χρώματα παραμυθιού. Ισως να φταίει και το γεγονός πως ο «Πήτερ Παν» δημιουργεί προσωπική σχέση με τον κάθε αναγνώστη του κι ο καθένας φαντάζεται τον δικό του, με αποτέλεσμα τίποτε να μην τον καλύπτει. Δεν θεωρώ από αυτή την άποψη τυχαίο το γεγονός πως η καλύτερη ταινία περί Πήτερ Παν είναι το «Ψάχνοντας τη χώρα του Ποτέ» διότι μας βάζει στην αντίληψη του ίδιου του Μπάρρυ περί Πήτερ Παν κι έτσι όπως τον έπαιζε τον συγγραφέα ο Τζόνυ Ντεπ με την άφθαρτη ακόμα τσαχπίνικη παιδικότητα, πριν την «εκβιομηχανίσει» , μας είχε βάλει σε ψυχολογία παραμυθιού.
Εδώ πάντως οφείλω να αναφέρω τον πιτσιρίκο ΛΕΒΙ ΜΙΛΕΡ, όπως θα ήθελα να αναφέρω και την ΡΟΥΝΙ ΜΑΡΑ, όχι για την ερμηνεία της διότι ρόλος απαιτήσεων δεν υπάρχει αλλά για αυτό που αποκαλύπτει με το πρόσωπο της, το οποίο, τελικώς, είναι «ευμετάβλητο» κι αυτό είναι μέγα προσόν για μια ηθοποιό, κυρίως του κινηματογράφου.