Βέβαια, είχε υποστεί και μεγάλη επίθεση από την κριτική και γενικώς κατατάσσεται ως ένα βαθμό σε αυτό που λένε «trash movies». Άλλο όμως πράγμα το «κατατάσσεται» κι άλλο το εάν ή όχι «απολαμβάνεται».
Καταρχάς να διαβεβαιώσω ότι αποκλείεται να είσαι φίλος των Οσκαρ και του παλιού Χόλυγουντ και να μην το ρουφήξεις. Βέβαια, θα δεις τις κοτσάνες του μα είναι τόσο γοητευτικές κι αυτές διότι υπάρχουν –κι είναι πολλά- «trash movies we love», όπως τα αποκαλούν κι εκεί και σίγουρα ένα τέτοιο είναι το «The Oscar» που παίχθηκε στην Ελλάδα κάπου φθινόπωρο του 1966.
Τότε βέβαια ακόμα δεν ασχολείτο κανείς επισταμένως με τα Οσκαρ οπότε ο τίτλος δεν θα έλεγε και πολλά και για τον διανομέα, τον αείμνηστο ΣΑΒΒΑ ΠΥΛΑΡΙΝΟ, που αντιπροσώπευε την «Paramount» στην Ελλάδα, ή δεν θα έλεγε τίποτε ο τίτλος ή θα ήταν κάτι πολύ περιοριστικό. Το μετονόμασε σε «ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗ ΔΥΣΗ» που ταιριάζει κιόλας στην περίπτωση του ήρωα, που τον υποδύεται ο ΣΤΙΒΕΝ ΜΠΟΙΝΤ, κι ως έτσι το «πούλησε» στο κοινό, ως η ιστορία ενός νέου που θέλησε να γίνει σταρ στο Χόλυγουντ, έμπλεξε με τα βαριά και σκοτεινά κυκλώματα της κινηματογραφικής βιομηχανίας και τα πάντα περί σεναριακής «καθάρσεως» παίζονται στη μεγάλη βραδιά της απονομής των Οσκαρ.
Οπου ενώ το έργο λέγεται στον πρωτότυπο τίτλο «The Oscar», το Οσκαρ το βλέπουμε και το ακούμε μόνο στην αρχή και στο τέλος της ταινίας. Μας «φτιάχνει» με αυτό και κρατεί την «αποθέωση» του δράματος και της ίντριγκας για αυτό. Με τον πρωταγωνιστή , μέσα στη μεγάλη σάλα, καθισμένο στην ορισμένη θέση του να αφηγείται το πώς έφτασε ως εδώ, με voiceover και να ξεκινά όλη η ιστορία μονοκόματα, χωρίς ούτε καν μια ενδιάμεση διακοπή για να κάνει ένα τσιγάρο κι ο μοντέρ… και να ξαναπιάσουμε θέση στα Οσκαρ για να δούμε στο φινάλε μια φαντασμαγορική παρέλαση αλλά και την αγωνία να ανεβάζει πυρετό για το αν θα το κερδίσει ή δεν θα το κερδίσει ο Στίβεν Μπόιντ, ο οποίος στην πραγματική ζωή δεν προτάθηκε ούτε μια φορά. Τον έφτιαξε ο “Μεσάλα» στο «Μπεν Χουρ» υπό την υψηλή διδασκαλία του Γουίλιαμ Γουάιλερ ως αντίπαλο δέος στον Τσάρλτον Ιστον, από κει ανέβηκε τις σκάλες, συμπαθής ήταν, όχι όμως και μεγάλου διαμετρήματος αλλά μια καριερίτσα την έκανε. Και για κάποια χρόνια. Οσκαρ, όμως, ούτε απέξω.
Η ταινία γοητεύει και προσπαθεί να πουλήσει ένα μυστήριο γύρω από το Οσκαρ. Όμως παρασκήνιο δεν υπάρχει. Η μάλλον το παρασκήνιο των Οσκαρ είναι από τα πιο βαρετά πράγματα του κόσμου τούτου. Εκτός αν είσαι άρρωστος του σινεμά, πολύ άρρωστος όμως, και θες να μαθαίνεις με βάση το τι ψήφισε το κάθε μέλος και με την ιδιότητα του, την κάθε κατηγορία. Και να σου αναλύει τους κανόνες κι όπως τους αντιλαμβάνεται να τηρούνται ο ίδιος. Για μένα αυτό ήταν μια αποκάλυψη και πριν πάω κι επί 21 χρόνια που τους έζησα από kοντά και στη συνέχεια… αλλά για την εφημερίδα δεν ήταν. Ούτε να τολμήσω να αρχίσω να γράφω τέτοια, ήθελαν «σφαγές», το νόμιζαν για κριτική επιτροπή σε Φεστιβάλ κι όταν πήγαινα να τους εξηγήσω , μου απαντούσαν «εν πάση περιπτώσει γράψε κάτι που να ενδιαφέρει και τον κόσμο». Κι έτσι, πέρναγα κάποιες πληροφορίες, εντός κειμένων που έδιναν ανταπόκριση από προετοιμασίες. Διότι, παρασκήνιο ΔΕΝ υπάρχει. Καθότι ο καθένας ψηφίζει από το σπίτι του και στέλνει τις ψήφους ταχυδρομικώς, με κωδικό, ούτε καν με το ονοματεπώνυμο του. Για τι παρασκήνιο να μιλήσεις; Εκτός αν κατασκευάσεις εσύ ιστορίες.
Αυτή λοιπόν είναι κι η κατεργαριά της ταινίας πως πουλάει Οσκαρ χωρίς να έχει κάτι για αυτό, Εχει όμως γύρω από τον ήρωα. Ο ήρωας είναι ένα ρεμάλι, που δεν ορρωδεί προ ουδενός , εκμεταλλεύεται τους πάντες, τα πάντα και τις πάσες διότι στις κρεββατοκάμαρες των γυναικών λύνει και δένει, μπλέκει σε ιστορίες με κακοποιούς, γκάνγκστερ, εκβιαστές κλπ κι όταν έρχεται η ώρα αποφασίζει να εκμεταλλευθεί κι ένα publicity όπου άλλοι το δουλεύουν εις βάρος του ώστε να πλήξει την εικόνα του κι ο ίδιος ενισχύει την άποψη πως «κι η ΑΡΝΗΤΙΚΗ διαφήμιση, είναι ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ».
Α, μάλιστα, το publicity.Εδώ υπάρχει παρασκήνιο. Το publicity γύρω από τα Οσκαρ. Το οποίο είναι μια εντελώς ανεξάρτητη ιστορία από την Ακαδημία και το τι βραβεύει, έχει να κάνει με τους pr των τότε studios, κι ένα μεγάλο παράδειγμα τέτοιου publicity ήταν η περίπτωση της ΕΛΙΖΑΜΠΕΘ ΤΕΙΛΟΡ όταν πήρε το πρώτο της Οσκαρ, η οποία ως ΑΚΡΙΒΟ πρόσωπο της κινηματογραφικής βιομηχανίας που δεν υπήρχε εφημερίδα στον ΠΛΑΝΗΤΗ να μη γράφει ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΩΣ κάτι γι αυτήν, που το κινούσε η ίδια αλλά και τα studios που την είχαν, η ίδια πλήρωνε ολόκληρη στρατιά από γραμματείς, φαρισαίους και λοιπά πρόσωπα δημοσίων σχέσεων και φυσικά το πρώτο της Οσκαρ μετά από απανωτές ατυχίες με υποψηφιότητες ατελέσφορες φαινόταν ότι έρχεται όχι για κάποιο Τενεσί Γουίλιαμς που θα προτιμούσε εκείνη αλλά για μια γκλάμουρ ψυχολογική σαπουνόπερα, το «ΖΗΣΑΜΕ ΣΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ» («Butterfield 8») όπου εκεί έφτανε στην αποθέωση του η ίδια την έννοια star performance. Αυτός είναι λόγος που η Ακαδημία της έδωσε το πρώτο της Οσκαρ αναγνωρίζοντας την γι αυτό κι όχι ως τελική ερμηνεύτρια του Τενεσί Γουίλιαμς για τον οποίο προτιμούσε την ΒΙΒΙΑΝ ΛΗ και την ΑΝΝΑ ΜΑΝΙΑΝΙ. Τόσο η ίδια όσο και τα δύο ενδιαφερόμενα studio, MGM και FOX, (το πρώτο είχε την τρέχουσα ταινία, το δεύτερο την επερχόμενη, πολυδιαφημισμένη «Κλεοπάτρα») κατασκεύασαν ένα ολόκληρο μυθιστόρημα με την υγεία της που ήταν πάντα επισφαλής και το μετέβαλαν σε show διότι τους συνέφερε κι αυτούς όπως συνέφερε και την ίδια την Τέιλορ ΚΙ έτσι πούλησαν ως δημοσιότητα το Οσκαρ εκείνο.. Η οποία Τέιλορ στο δεύτερο της Οσκαρ , που συμπτωματικά γίνεται τη χρονιά της ταινίας για την οποία μιλάμε, το 1966 όπου για το «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ;», δεν βραβευόταν ως starperformance αλλά ως ΕΡΜΗΝΕΥΤΡΙΑ περιωπής, έκανε η ίδια εντελώς διαφορετικό publicity: Το απολύτως ΚΑΝΕΝΑ. Το έπαιξε απόμακρη και ταπεινή καλλιτέχνης και πήρε τον Ρίτσαρντ Μπάρτον και πήγαν στο Παρίσι κι όχι στην απονομή.
Η ταινία αυτά τα χρησιμοποιεί ως απόηχο και μόνο ειδικά όταν μπαίνει το θέμα αυτό καθώς η ιστορία προχωρά στην κορύφωση της.
Αρα δηλαδή Οσκαρ πουλάνε κι Οσκαρ δεν βλέπουμε.
Βλέπουμε όμως και με το παραπάνω το grandφινάλε. Και δεν είναι τυχαίες οι ΔΥΟ υποψηφιότητες για ΟΣΚΑΡ της ταινίας αυτής, που ήταν τα ΣΚΗΝΙΚΑ και τα ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ. Στα μεν σκηνικά έχουν κάνει , στο μεγάλο πλατό της Paramount< αναπαράσταση του χώρου ως προς την πλατεία και τη σκηνή, αλλά έχουν επιλέξει οι υπεύθυνοι του σκηνογραφικού τμήματος της εταιρίας και πολύ ελκυστικά χρώματα που αφορούν σε όλη την ταινία. Χρώματα που θα ταίριαζαν σε φιλμ-νουάρ της εποχής («γκανγκστερικές ταινίες» τις αποκαλούσαν ακόμα) αν γυριζόταν έγχρωμο και με τάση για διακόσμηση ξενοδοχείων, επαύλεων, χαμαιτυπείων κλπ, κλπ που να συνδυάζουν το «γκλαμ» με μια ατμόσφαιρα. Στα δε κοστούμια, επιστρατεύτηκε η μεγάλη ΗΝΤΙΘ ΧΕΝΤ , και πήρε μια ακόμα από τις 35 υποψηφιότητες, όχι όμως κι ένα από τα Οκτώ Οσκαρ της, η οποία ήταν ακόμα επικεφαλής του ενδυματολογικού της «Paramount»(μετά από δύο χρόνια θα μετακόμιζε στην «Universal»), η οποία ξεπατίκωσε ή εμπνεύστηκε…. «παπάδες» που λέμε. Και τι δεν έκανε. Δεν της ήταν κάτι δύσκολο, το γνώριζε το θέμα όσο λίγοι αλλά είχε να ντύσει και μια σειρά από περιώνυμους αστέρες που θα παρήλαυναν στη βραδιά της απονομής παίζοντες τους εαυτούς τους.
Αυτοί οι σταρ από την κουτσομπόλα ΧΕΝΤΑ ΧΟΠΕΡ ως την ΜΕΡΛ ΟΜΠΕΡΟΝ και τον ΦΡΑΝΚ ΣΙΝΑΤΡΑ και τους ενδιάμεσους αμέτρητους είναι το άλλο ελκυστικό στοιχείο για να πουλήσουν την ταινία .Οπως επίσης υπήρξαν και κάποιοι σαν τον ΜΙΛΤΟΝ ΜΠΕΡΛ που έπαιξαν ρόλους κανονικούς, όπως η ΕΛΗΝΟΡ ΠΑΡΚΕΡ , μια ηθοποιός που μου άρεσε για την γλυκύτητα της και την ευαισθησία της κι ενίοτε ήθελε να τα υπογραμμίζει, εδώ αφέθηκε ανεξέλεγκτη σε overacting, κι ο σκηνοθέτης δεν έκανε τίποτα να την σταματήσει ούτε αυτήν ούτε κανέναν άλλον όπου το συνολικό παίξιμο εντάσσεται κι αυτό απολύτως στο «trash movies we love»
Όπως και η παρτενέρ, η Γερμανίδα ΕΛΚΕ ΖΟΜΕΡ, που είχε πάει στο Χόλγουντ, όπως πήγαιναν όλες οι ξανθές του ευρωπαικού σινεμά για να γίνουν «Μπριζίτ Μπαρντό» αλλά madeinHollywood (διότι στην Ευρώπη υπήρχε η αυθεντική) ντύνεται ωραία από την Ηντιθ Χεντ, όπως άλλωστε κι η κομψότατη Εληνορ Πάρκερ αλλά ως παρτενέρ τρεμοπαίζει αφού ούτε κι ο πρωταγωνιστής είναι ό, τι πιο αρμόζον για αυτό το ρόλο.
Ο δε σκηνοθέτης, ονόματι ΡΑΣΕΛ ΡΑΟΥΣ δεν άφησε πίσω του παρά μόνο έργα «της σειράς» για να ασχολούνται οι fan και τα αρρωστάκια.
Trash movies we love λοιπόν αλλά we love them VERY, VERY MUCH