Λέω «θρίλερ με νιονιό» επειδή το ζητούμενο σε εκείνη την εποχή και στη συγκεκριμένη σοδειά, ζητούμενο ήταν πάνω από όλα η υπόθεση, η πλοκή, το «plot» που λένε… Κι από την πλοκή αναδυόταν η ατμόσφαιρα που ήταν το δεύτερο ζητούμενο ενώ το τρίτο για να πάρει μορφή και να ολοκληρωθεί ως ωραία ταινία ήταν οι καλοί ή οι εντυπωσιακοί ηθοποιοί μια και μέσα από την πλοκή αναδεικνύονταν χαρακτήρες του αστυνομικού είδους ή μορφές που έπρεπε να αποτυπωθούν στην οθόνη εκπέμποντας γοητεία. Το «θρίλερ» ακόμα ψελλιζόταν κι ακουμπούσε περισσότερο στο «γκραν γκινιόλ» που ως ονομασία κι αυτό ξεχάστηκε.. «Θρίλερ» αποκαλούσαν το έργο τρόμου, κυρίως το έργο «ριγηλότητας», ρίγους, ανατριχίλας.. Εργο που σε έκανε να ανατριχιάζεις με μια κατάσταση και δεν έδινε βάρος στην πλοκή. Σήμερα το θρίλερ πιάνει και τα πολιτικά έργα ακόμα, εκείνα που έχουν μια πλοκή στην ιστορία τους. Αλλοίωση στην ορολογία, αλλοίωση και στα είδη.
Η «Επιστροφή από τις στάχτες» είναι κυρίως έργο αγωνίας και φοβερής αποκάλυψης στο τέλος όπου η υπόθεση του, η οποία βασίζεται σε μυθιστόρημα που είχε κάνει τότε εκδοτική επιτυχία (ο συγγραφέας ονομάζεται Υμπέρ Μοντειλέ), εκτυλίσσεται ακριβώς την επαύριο του τέλους του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου. Σχεδόν αμέσως μετά τη λήξη. Είχε δηλαδή και κοινωνικό πλαίσιο και τα πρόσωπα αναδύονταν μέσα από τις στάχτες και τα συντρίμμια κι έμπαιναν σε διαδικασίες πλοκής κι αστυνομικής απόλαυσης. Το τελευταίο αφορά στους θεατές.
Το κεντρικό πρόσωπο, που ερμηνεύεται από τον Μαξιμίλιαν Σελ, ο οποίος τότε είναι στην ακμή του, μετά το Οσκαρ στα «Απόρρητα της Νυρεμβέργης» που τον έκανε διεθνή κι έρχεται από τους «Καταδικασμένους της Αλτόνα» του Ντε Σίκα από το έργο του Σαρτρ με τη Σοφία Λόρεν κι από το «Τοπ Καπί», είναι ένας γόης, ένας τυχοδιώκτης Πολωνός,ο οποίος βάζει στο μάτι μια πλούσια χήρα Εβραία, η οποία έχει επιζήσει των στρατοπέδων και του Ολοκαυτώματος-την παίζει η Ινγκριντ Τουλίν, η οποία κάπως φέρνει εδώ γυροβολιά το αγγλικό της αξάν που την είχε σακατέψει στην πρώτη της απόπειρα στο Χόλυγουντ, στους «4 ιππότες της Αποκαλύψεως» του Βιντσέντε ΜΙνέλι, όπου στο τέλος είχαν υποχρεωθεί να την ντουμπλάρουν με την φωνή της Αντζελα Λανσμπερυ…- περίεργο για Σκανδιναβή ηθοποιό (κι όχι μόνο ηθοποιό) μια κι εκεί διδάσκονται τα εγγλέζικα ως δεύτερη μητρική γλώσσα.. Ενπάση περιπτώσει, η χήρα λοιπόν είναι ένα δυστυχισμένο πλάσμα που προσπαθεί να ξεχάσει, και πέφτει στην αγκαλιά του επιτήδειου ζιγκολό. Ο οποίος, όμως, ταυτόχρονα φλερτάρει και την προγονή της, την Σαμάνθα Έγκαρ που κάνει το φιλμ ίδια χρονιά τον «Συλλέκτη του Γουάιλερ που της δίνει βραβείο στις Κάνες και την στέλνει υποψήφια στα Οσκαρ, και….θα δούμε παρακάτω πως εξελίσσεται η πλοκή, πως κορυφώνεται η ίντριγκα, πως επέρχονται οι ανατροπές, πως κλιμακώνεται η εσωτερική ένταση, πως κορυφώνεται η αγωνία, με τι τρόπο τότε, σε εκείνο το σινεμά, έκαναν τον θεατή να κυριεύεται από φόβο κι από αγωνία, χωρίς να του δείχνουν αίματα, «σπλάτερς» κλπ, κλπ.
Ο Τζ Λι Τόμσον είναι ένας παρεξηγημένος σκηνοθέτης, ακριβώς επειδή βγήκε στην εποχή που ξαναγραφόταν η Ιστορία από τους θεωρητικούς κι όλα εξετάζονται από τη μεριά του auter-ισμού, ο Τζ.Λι Τόμσον δεν ήταν κάτι τέτοιο. Ηταν όμως ένας πολύ ικανός μάστορας, ένας σκηνοθέτης ειδών και πρωταγωνιστών, με κορυφαία τότε επιτυχία του «Τα κανόνια του Ναβαρόνε» που τον οδήγησε στο πρώτο «Cape Fear», μετά στον «Τάρας Μπούλμπα», ύστερα στην «φανταιζί» κωμωδία «Η κυρία και οι άνδρες της» (What a way to go) με την Σίρλει Μακ Λίν και κατόπιν σε αυτό εδώ, στην «επιστροφή από τις στάχτες». Ηταν δηλαδή ένας σκηνοθέτης ειδών που ήξερε να ανταποκρίνεται στα αιτήματα του κάθε είδους. Και δεν ήταν Αμερικάνος. Βρετανός ήταν αλά η θεωρία του auter-ισμου με την οποία επιχείρησαν να ξαναγράψουν την Ιστορία, έκανε διεθνές σάρωμα ξεκινώντας πρώτα από τους Γάλλους σκηνοθέτες που δεν ήταν auters κι ως εκ τούτου διασύρθηκαν από τους συμπατριώτες τους.
Ο Τζ. Λι Τόμσον δεν ανήκει σους «εμπνευσμένους», ανήκει στους ικανούς. Και συνέχισε να κάνει ταινίες κυρίως περιπέτειες διαφόρων ειδών αλλά είχε κι ένα πρόβλημα με το αλκοόλ…
Στην «Επιστροφή από τις στάχτες μας βάζει σε πολύ καλό κλίμα κι ομολογουμένως οι σκηνές στις οποίες επιδιώκει ατμόσφαιρα φόβου, τα καταφέρνει θαυμάσια. Και βέβαια στο ευρηματικό φινάλε, που μας βγάζει λίγο την ψυχή και υπαινίσσεται επιρροές Ανρί Ζορζ Κλουζό, του Γάλλου μαιτρ στην ατμόσφαιρα μυστηρίου με κάτι από «Διαβολογυναίκες»- όχι ως προς την υπόθεση, μη βιαστείτε να νομίσετε ότι αποκάλυψα κανένα τέλος. Τις θυμίζει στον τρόπο ανατροπής.
Με παρόμοιο αφηγηματικό τρόπο είχαν γυριστεί εκείνη την περίοδο μερικά ακόμα αγαπημένα τέτοιου είδους και περιέργως πως (καθόλου περιέργως από μια άποψη…) είχαν όλα σχέση με την Αγγλία. Θα επιδιώξω κάποια στιγμή να βρω την ευκαιρία να γράψω ξεχωριστά θέματα για αυτές τις ξεχασμένες του συγκεκριμένου είδους όπως το «Ο δολοφόνος θάρθει απόψε» (Midnight lace) του Ντέηβιντ Μίλερ (ο οποίος έχει κι ένα ανάλογο διαμάντι στα χρόνια του ’50, το «Πύρινος εφιάλτης» ή “Sudden Fear» με την Τζόαν Κρώφορντ που αξίζει επισήμανσης κι υπενθύμισης) με την Ντόρις Ντέι και τον Ρεξ Χάρισον, ή τη μαυρόασπρη «Γυμνή κόψη» (the naked edge) του Μάικλ Αντερσον με τον Γκάρυ Κούπερ στο «κύκνειο άσμα» του και την Ντέμπορα Κερ ή τη «Γυναίκα από άχυρο»(Woman of straw) του Μπάζιλ Ντήαρντεν με την Τζίνα Λολομπρίντζιντα και τον Σον Κόνερυ. Είναι όλα αυτά πάνω στο ίδιο σκεπτικό, με εξαιρετική πλοκή, αστυνομικό αίνιγμα, ατμόσφαιρα αγωνίας, υπέρλαμπρα πρόσωπα και σεναριακές ανατροπές. Κι από σκηνοθέτες που μας χάρισαν αξέχαστε στιγμές σε όσους τα είδαμε και τα απολαύσαμε αλλά χωρίς μια σελίδα δική τους στις διάφορες «ιστορίες» του κινηματογράφου που γράφτηκαν. Λες κι αυτοί δεν έκαναν σινεμά…
Ξεκίνησα από την «Επιστροφή από τις στάχτες» επειδή όταν την πρωτοείδα, μικρός και «στα κλεφτά» ως «ακατάλληλο δι’ ανηλίκους» είχα γοητευθεί από το μυστήριο σε υπέρτατο βαθμό, εξ αρχής με το «μπάσιμο» της υπόθεσης και μου είχε πάει η ψυχή στην Κούλουρη καθώς το έργο κλιμακωνόταν κι ειδικά στο τέλος έσφιγγα, θυμάμαι, τις γροθιές μου. Βεβαίως κι όταν την ξαναείδα, θες από τη σκοπιά της διαφορετικής ηλικίας, θες γιατί στο μεταξύ είχα δει πολλά και τρομακτικά, μου φάνηκε πολύ πιο ήπιο.. Ομως, για την «αποτύπωση» εκείνης της πρώτης φοράς, θεωρούσα ότι της όφειλα μια «επανεκκίνηση»
Σε ένα πολύ καλό ρόλο και καθοριστικό για την υπόθεση, ο ΧΕΡΜΠΕΡΤ ΛΟΜ