Παραδόξως στην Ελλάδα, εμπορικά είχε πάει καλά. Για κάποιο λόγο. Όμως, κι ας είχε πάει καλά, ξεχάστηκε κι εδώ, όπως κι έξω, όταν οι μπομπίνες τυλίχτηκαν και τέλειωσε κι η θερινή σαιζόν το καλοκαίρι του 1970 και μπήκαμε στο φθινόπωρο….
Ναι, το εγχείρημα ήταν πολύ δύσκολο , σχεδόν ακατόρθωτο να μπορέσεις να μετατρέψεις σε κινηματογραφικές εικόνες τις λέξεις του Ντάρελ κι ειδικά έτσι όπως τις είχε μεταφράσει ο Χουρμούζιος.
Ο ΤΖΩΡΤΖ ΚΙΟΥΚΟΡ όμως, σκηνοθέτης κορυφαίος του Χόλυγουντ, που ειδικευόταν ως σκηνοθέτης πρωταγωνιστριών (ωστόσο η αστεία Μοίρα τον θέλησε να είναι ο Νο 1 σκηνοθέτης ΑΝΔΡΩΝ στο ΟΣΚΑΡ Α’ ΑΝΔΡΙΚΟΥ ΡΟΛΟΥ ενώ στον Α’ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ τον «έτρωγε» ο ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΓΟΥΑΙΛΕΡ- η ζωή πάντα κάνει πλάκες στη στατιστική υπηρεσία) ερχόταν από ΡΙΣΚΟ το οποίο του είχε «βγει»
Ερχόταν από το ρίσκο του «ΩΡΑΙΑ ΜΟΥ ΚΥΡΙΑ», στο οποίο είχε τη φαεινή ιδέα, και τη σύμφωνη γνώμη του στουντιάρχη Τζακ Γουόρνερ που είχε αναλάβει την ταινία προσωπικά ως εντεταλμένος παραγωγός της, να τη μεταφέρει στην οθόνη με θεατρική σύμβαση. Επειδή ήξερε κι από θέατρο σκέφτηκε αυτή την οδό ως αρμοδιότερη να προβάλει το πάντρεμα ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ ΣΩ και μιούζικαλ ώστε να προβληθεί κι ο λόγος του ΣΩ. Αποτέλεσμα ήταν να κάνει την καλύτερη ταινία της καριέρας του, να πάρει το Οσκαρ που το περίμενε χρόνια, και να επιβάλει μια αισθητική πάνω στο έργο που στα χρόνια τα επόμενα κατέστη κυρίαρχη κι ακόμα κι όταν ανέβαζαν το πρωτότυπο του Σω, τον «Πυγμαλίωνα» δηλαδή, κι όχι το μιούζικαλ «Ωραία μου κυρία» στο οποίο βασίζεται, να υιοθετούν τη γραμμή και την αισθητική Κιούκορ. Ακόμα και στο ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ της ΑΓΓΛΙΑΣ. Είχα δει πριν 25 περίπου χρόνια, και μάλιστα στην Κεντρική Αίθουσα, που λέγεται ΟΛΙΒΙΕ», προς τιμήν του «Μεγάλου», μία παράσταση του «Πυγμαλίωνα», παραπάνω από εξαιρετική που ήταν όλη στημένη στην αισθητική και στις σκηνογραφικές ιδέες του φιλμ του Κιούκορ. Με είχε μαγέψει.
Ο Κιούκορ, μετά από εκείνο το φιλμ, είχε μείνει 5 χρόνια χωρίς ταινία, αναζητώντας το επόμενο κι απολαμβάνοντας κάπου και τις δάφνες του. Στην ηλικία που βρισκόταν προφανώς τα ρίσκα τον ενδιέφεραν ύστερα μάλιστα από εκείνο τον θρίαμβο. Κι έτσι βρέθηκε ενώπιον του «Αλεξανδρινού Κουαρτέτου».
Οπου είχε στη διάθεση του την ΑΝΟΥΚ ΑΙΜΕ, για πρωταγωνίστρια, άρτι δοξασθείσα από το «ΕΝΑΣ ΑΝΔΡΑΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ» του ΚΛΩΝΤ ΛΕΛΟΥΣ , για το οποίο ήταν κι υποψήφια για το Οσκαρ,κι ήταν μια πρόκληση για αυτόν να σκηνοθετήσει, δίπλα στις άλλες του, που έφταναν ως τα χρόνια της ΓΚΡΕΤΑ ΓΚΑΡΜΠΟ και της ΝΟΡΜΑ ΣΗΡΕΡ, με σχεδόν όλες τις κορυφαίες ενδιάμεσα, και την Ανούκ Αιμέ.
Η «Ιουστίνη», η «ΤΖΑΣΤΙΝ» δηλαδή, έδειχνε ιδεώδης ρόλος για εκείνην.
Ωστόσο, το ρίσκο αυτή τη φορά δεν βγήκε, η δε Ανούκ Αιμέ, αν και κλήθηκε στο Χόλυγουντ δεν τα κατάφερε να στεριώσει. Τρεις ταινίες, τρεις αποτυχίες: Το «Φωτομοντέλο», η «Συνάντηση» με σκηνοθέτη επίσης περιωπής, τον Σίντνευ Λιουμετ και παρτενέρ τον Ομάρ Σαρίφ με ντεκόρ τη Ρώμη , και τούτη η «Τζαστίν».
Κι όμως, οι προδιαγραφές τόσο για τον Κιούκορ όσο και για την Ανούκ Αιμέ που ήταν ιδεώδης για να παίξει αυτή την αισθαντική Ευρωπαία στην Αίγυπτο του Μεσοπολέμου και της Αποικιοκρατίας, ήταν οι καλύτερες.
Τι στράβωσε λοιπόν; Χμ! Εδώ σηκώνει πολλή συζήτηση. Διότι αν δει κάποιος την ταινία χωρίς να έχει προηγηθεί θόρυβος, χωρίς να έχει διαβάσει αντιγνωμίες και διαξιφισμούς, χωρίς να έχει υπ-όψη του το βιβλίo, θα δει μια πολύ αισθαντική κι εξαιρετικά καλόγουστη ταινία. Θα δει έξοχα φωτογραφημένη την Αίγυπτο(κι αν μάθει ότι μεγάλο μέρος έχει «τραβηχτεί» στο Μαρόκο θα εντυπωσιαστεί ακόμα περισσότερο-αλλά είπαμε να μην έχει υπόψη του τίποτα, οπότε ας το τηρήσουμε), θα δει υπέροχους ενδυματολογικούς συνδυασμούς από την ΑΙΡΗΝ ΣΑΡΑΦ, θα δει ένα πολύ ενδιαφέρον σχεδόν αποκλειστικά ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ cast, να έχει βάλει ο Κιούκορ ώστε να πλαισιώσει τη Γαλλίδα πρωταγωνίστρια: ΝΤΕΡΚ ΜΠΟΓΚΑΡΤ, ΜΑΙΚΛ ΓΥΟΡΚ, ΦΙΛΙΠ ΝΟΥΑΡΕ, ΜΑΡΣΕΛ ΝΤΑΛΙΟ μέχρι και την ΑΝΝΑ ΚΑΡΙΝΑ του Γκοντάρ έχει πάρει και μάλιστα σε ωραίο ρόλο- έχει βάλει και κάνα δύο Αμερικανούς (όπως τον ΡΟΜΠΕΡΤ ΦΟΣΤΕΡ, νεαρό τότε άρτι αφιχθέντα από τις «ΑΝΤΑΥΓΕΙΕΣ ΣΕ ΧΡΥΣΑ ΜΑΤΙΑ» του ΤΖΩΝ ΧΙΟΥΣΤΟΝ που έπαιζε το αντικείμενο του πόθου τόσο της ΕΛΙΖΑΜΠΕΘ ΤΕΙΛΟΡ όσο και του ΜΑΡΛΟΝ ΜΠΡΑΝΤΟ) κι έχει φτιάξει κλίμα.
Όμως, ερχόμαστε στο κύριο σημείο. Καλώς η κακώς και σίγουρα αναποφεύκτως από τη στιγμή που έχουν αγοραστεί, και πιθανόν πανάκριβα, τα δικαιώματα του έργου του Ντάρελ πρέπει αυτό να προβληθεί.
Ο κόσμος ξεκίνησε να πάει να δει στην οθόνη το πρώτο βιβλίο από το «ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΟ ΚΟΥΑΡΤΕΤΟ». Κι αυτό που είδε δεν είχε και πολύ σχέση με αυτό που περίμενε. Φυσικά και δεν του άρεσε. Και φυσικά και το έργο δέχτηκε μύδρους από την Κριτική, και όχι μόνο, ακριβώς γι αυτό.
Δυστυχώς εδώ έχουμε ΠΑΝΤΑ ένα θέμα. Οταν γίνεται μια ταινία και βασίζεται κυρίως σε βιβλίο, παρόλο ότι υπάρχουν κανόνες στην Τέχνη που ορίζουν πως «ΟΤΑΝ ΜΕΤΑΦΕΡΕΤΑΙ ΜΙΑ ΤΕΧΝΗ ΣΕ ΜΙΑ ΑΛΛΗ, ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΟΎΝΤΑΙ ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ» εν τούτοις στο σινεμά και στη σχέση του με τα βιβλία, ο κανόνας καταπατάται. Όχι από τους δημιουργούς αλλά από τους κρίνοντες. Κι όλοι στρέφονται στο βιβλίο κι όλοι αναθεματίζουν την παρέμβαση που έγινε στο κείμενο.
Μόνο που το βιβλίο, από τη στιγμή που μεταφέρεται στην οθόνη, έχει τελειώσει ως βιβλίο ή υπάρχει μόνο για όποιον επιθυμεί να το διαβάσει. Στον κινηματογράφο ισχύουν οι νόμοι του κινηματογράφου, οι νόμοι του φιλμ.
Η "Τζαστίν" προσέκρουσε σε αυτό τον ύφαλο και κομματιάστηκε.
Αν τη δει κανείς ως ταινία, με κινηματογραφικούς όρους, και σήμερα ακόμα , θα δει ένα ρομαντικό, σοφιστικέ φιλμ που αχνά κρατά τον ιστό της ιστορίας και φέρει ένα άρωμα, ξεθυμασμένο κι αυτό, από τον Ντάρελ.
Κρατά όμως το άρωμα του Κιούκορ. Μα δεν έφτασε. Και το φιλμ καταπλακώθηκε από το βιβλίο κι άντε να το βρεις έτσι όπως το πνίγουν οι τόμοι που έπεσαν πάνω του.