Διότι ΔΕΝ κατέχουν τα ΕΙΔΗ. Και το σινεμά μαθαίνεται μόνο μέσα από τα είδη. Εκεί υπάρχουν οι μεγάλοι σκηνοθέτες (όπως κι οι «μικροί), εκεί ανακαλύπτονται οι auteur.Οταν, όμως, στο μυαλό μέσα υπάρχει κάτι γενικώς περί auteur, έτσι όπως έχει διατυπωθεί από κριτικά «τσιτάτα» και πάνε σαν τον Προκρούστη να τα ερμηνεύσουν όλα με τον ίδιο τρόπο, ε τότε τι να πεις.
Ο Ταραντίνο είναι AUTEUR, όσο λίγοι. Πρώτον και κύριον διότι γράφει και σκηνοθετεί ο ίδιος τις ταινίες του. Δεύτερον διότι έχει προσωπική υπογραφή. Τρίτον επειδή έχει ανοίξει δρόμο στον οποίο ακολουθούν μαθητές ή μιμητές. Τέταρτον, επειδή αυτός ο δρόμος άνοιξε νέα σελίδα ή νέο κεφάλαιο στην ιστορία του κινηματογράφου. Όταν δεν μπορούν να τα δουν αυτά, σημαίνει ότι υπάρχουν κενά στην ύλη τους.
Τα κενά στην ύλη μεταφέρονται όταν κάθονται να τον κρίνουν. Αν δεν ξέρεις τα είδη του σινεμά, τότε ΜΕ ΤΙΠΟΤΕ δεν μπορείς να καταλάβεις τι κάνει ακριβώς ο Ταραντίνο. Οπότε, τον αρπάζεις σαν auteur κι αρχίζεις να του επικαλείσαι τις βλακείες του κόσμου όπου τα μόνα που σημειώνονται είναι η ανακολουθία κι η ασυνέπεια του επικριτή. Δεν ξέρουν πώς να τον ορίσουν και τον «κατηγορούν» για «βία». Είναι οι ίδιοι όμως που ΥΜΝΟΥΝ τη ΒΙΑ του ΤΑΚΕΣΙ ΚΙΤΑΝΟ και των Νοτιοκορεατών.. Αλλοτε πάλι δεν βρίσκουν κάτι αλλά θεωρούν ότι πρέπει να τον «θάψουν» διότι έτσι έχει κυκλοφορήσει το μήνυμα και τότε τον κατηγορούν για «μεγάλη διάρκεια». Κι ας εκθειάζουν τα τρίωρα και κάτι του Τσε-ιλάν που δεν λένε να ξεκολλήσουν από το αρχικό θέμα τους.
Αυτά δεν είναι σοβαρά πράγματα.
Το πρόβλημα είναι ότι δεν ξέρουν τα είδη, δεν γνωρίζουν τα b-movies και τα είδη τους, στα οποία εντρυφά ο Ταραντίνο, δεν γνωρίζουν , ως φαίνεται, καθόλου από σπαγγέτι γουέστερν και τη διαφορά του από το αμερικανικό ομόλογο, και ξεσκεπάζονται ως να αγνοούν τα ΦΙΛΜ του ΣΕΡΤΖΙΟ ΛΕΟΝΕ, στον οποίο, όμως, όταν αναφέρονται προσωπικά, επειδή εκεί μπαίνει ο auter-ισμός, τον εκθειάζουν «ανεπανόρθωτα». Λέω «ανεπανόρθωτα» επειδή εκθέτει το γεγονός πως ο Ταραντίνο κατακρίνεται για μεγάλη διάρκεια στο γουέστερν του (αν είναι δυνατόν!) , μα προφανώς αγνοούν τη διάρκεια του «Ο καλός, ο κακός κι ο άσχημος», του «Κάποτε στη Δύση», του «Κάτω τα κεφάλια». Αν δεν τα αγνοούν και τα έχουν δει, τότε σημαίνει πως δεν σκέπτονται τι λένε. Είναι όπως κατηγορούν όποιον δεν γουστάρουν ως «τηλεοπτικό», την ίδια ώρα που επαινούν τις παραγωγές της τηλεόρασης.
Ο Ταραντίνο λοιπόν αγαπητοί φίλοι, είναι βουτηγμένος μέχρι τα μαλλιά σε αυτά τα είδη κινηματογράφου που ανέφερα, είναι τα έργα που προφανώς γούσταρε να βλέπει μικρός κι είναι βέβαιο ότι είναι τα έργα που θέλει να κάνει αφού βλέπουμε να τα κάνει.
Ειδικά, στο «σπαγγέτι γουέστερν» έχει κάνει διατριβή κανονική, είναι από τα είδη που υπηρετεί με πάθος και στην ΙΤΑΛΙΑ τον έχουν ΠΕΡΙ ΠΟΛΛΟΥ, ακριβώς γι αυτό, επειδή ασχολείται με ένα δικό «τους» είδος, οργανώνει Φεστιβάλ, σεμινάρια, ειδικά αφιερώματα κλπ, όπως επίσης, σε άλλες ώρες κάνει τα ανάλογα και για b’movies άλλου τύπου.
Ο Σέρτζιο Λεόνε είναι από τους αγαπημένους του. Οι «ΜΙΣΗΤΟΙ 8» δεν είναι τίποτε άλλο από ένα omaggio, ένας φόρος τιμής, στο σινεμά του Λεόνε.
Και του Λεόνε οι ταινίες ήταν μακροσκελείς και κάποιες φορές κούραζαν με την βραδύτητα τους. Όταν πρωτοείδα –ήμουν και μικρός βέβαια- το «Κάποτε στη Δύση», είχα εκνευριστεί με τη βραδύτητα ορισμένων σκηνών, θυμάμαι μια σκηνή με την Κλαούντια Καρντινάλε να κάθεται μπροστά στον καθρέφτη, να κοιτιέται με τις ώρες και να μην αποφασίζει να πάρει την τσατσάρα και να χτενιστεί που ήταν και το ζητούμενο της σκηνής. Όμως την ταινία την ξανάδα, και δεύτερη και τρίτη φορά, και κάθε φορά που την έβλεπα μου άρεσε και περισσότερο.
Ανάλογο συμβαίνει και στο «ΟΙ ΜΙΣΗΤΟΙ 8». Την είδα και δεύτερη φορά γι αυτό και καθυστέρησα λίγο να γράψω. Μου συμβαίνει με τις περισσότερες ταινίες του Ταραντίνο. Τις θέλω και δεύτερη και Τρίτη φορά και όλο κι ανακαλύπτω πράγματα ή όλο κι εξοικειώνομαι με την οπτική του και με το σινεμά του.
Αναγνωρίζω πως αυτές οι «πολυτέλειες» δεν είναι για τον κάθε θεατή. Αλίμονο, αν πρέπει να βλέπει και να ξαναβλέπει για να βγάλει συμπέρασμα. Μιλώ, όμως, ως κριτικός. Εξού κι ως θεατής την πρώτη φορά στο «Κάποτε στη Δύση» είχα επιμέρους αγανακτήσει και στα σύνολα γοητευθεί.
ΠΑΡΑΔΕΧΟΜΑΙ επίσης ότι οι «Μισητοί 8» δεν είναι κορυφαία ταινία του και θα εξηγήσω τον λόγο, που πρώτος και κύριος είναι η ΣΤΑΤΙΚΟΤΗΤΑ της. Του βγήκε παραπάνω στατική από όσο ο νόμος «ορίζει». Εχουν λείψει οι ενδιάμεσες σκηνές δράσεις, εκείνα τα απότομα , «ταραντινέικα» ξαφνιάσματα, εκείνα τα ευρήματα βίας κι ειρωνείας που εκδηλώνονται μέσα από απρόσμενες, εμπνευσμένες σκηνές οι οποίες πάνε και την ιστορία παρακάτω. Βεβαίως και με μαεστρία μας μεταφέρει με τους νόμιμους και τους παράνομους του σε αυτό το ας το πούμε «πανδοχείο» ή ό,τι διάολο θέλει ο καθένας, βεβαίως και τα στήνει ωραία, βεβαίως και τα σκηνοθετεί ωραία αλλά ΛΕΙΠΟΥΝ, σε σχέση με άλλες του ταινίες, τα ΣΕΝΑΡΙΑΚΑ ευρήματα. Διότι ο Ταραντίνο είναι περισσότερο σεναριογράφος, οι σεναριακές ιδέες του πάνω στα είδη που αγάπησε είναι που δίνουν τον τόνο, το ύφος, την ανανέωση αυτών των ειδών και την προσωπική υπογραφή, οι σεναριακές ιδέες του είναι που λογαριάζονται ως ανανέωση στο σύγχρονο αμερικάνικο σινεμά που επηρεάζουν και το παγκόσμιο αφού πηγή έμπνευσης του στα είδη δεν είναι μόνο η Αμερική.
Καταλήγω ότι στη «στατικότητα» του φιλμ παίζει ρόλο το μοντάζ. Μέχρι και το «Αδοξοι μπάσταρδοι» είχε τη μακαρίτισσα ΣΑΛΛΥ ΜΕΝΚΕ, η οποία πρέπει να ήταν φρουρός λύσεων για τα φιλμ του στην αίθουσα του μοντάζ. Κι ο Σκορσέζε δεν μπορεί να κάνει χωρίς την Θέλμα Σουνμέικερ, ούτε ο Σπήλμπεργκ χωρίς τον Μάικλ Κάν, αν και ο Σπίλμπεργκ κατευθύνει τους μοντέρ και το είχαμε δει στον «Εξωγήινο» όπου εκεί παραδόξως και για σπάνια φορά, δεν είχε συνεργαστεί ο Μάικλ Κάν αλλά η Κάρολ Λίτλετον , ωστόσο η ταινία δεν ζημίωσε πουθενά. Θέλω να πω με αυτό πως είναι κοινός τόπος μεγάλοι σκηνοθέτες να στηρίζονται σε μεγάλους μοντέρ διότι οι τελευταίοι τους προσφέρουν λύσεις, τους δίνουν ανάσες, αλλάζουν σειρές σκηνών για να βοηθηθεί η κλιμάκωση κλπ και τους φτιάχνουν ραχοκοκαλιά. Ο Ταραντίνο στις δύο τελευταίες ταινίες του παρουσιάζει πρόβλημα στο μοντάζ, στο ρυθμό. Και στο «ΤΖΑΝΓΚΟ Ο ΤΙΜΩΡΟΣ» τα κενά αναπληρώθηκαν λόγω πλοκής, λόγω πλούτου της ιστορίας. Στο «Οι Μισητοί 8» που η πλοκή δεν είναι τόσο όσο.., το έργο μαγκώνεται. Κι έτσι διαφαίνονται και σεναριακά κενά ή σεναριακά προβλήματα. Ενώ, από την άλλη, ως μελέτη πάνω στο σινεμά του Λεόνε, σεναριακά είναι …. πολύ μελετημένο!
Όμως , και τον ρυθμό αν αναλύσει κανείς, θα δεί ότι κι αυτός είναι πολύ πιστός πάνω στο σινεμά του Λεόνε. Λείπουν όμως τα ενδιάμεσα ξαφνιάσματα-ΕΠΙΜΕΝΩ
Δεν μπορώ να πω ότι δεν γοητεύθηκα με την εισαγωγή αλλά ακόμα και με τις σκηνές της πλήξης έτσι όπως είναι φωτισμένες από τον εξαίρετο ΡΟΜΠΕΡΤ ΡΙΤΣΑΡΝΤΣΟΝ, όπως ατακάρονται οι «ταραντινέικοι» διάλογοι, όπως εισβάλει η βία με το γνωστό ειρωνικό τρόπο και για σπάνια φορά βλέπω αιμορραγικό εμετό, και μάλιστα στα μούτρα κάποιου και δεν αποστρέφω τοπ πρόσωπο, αντίθετα γελώ. Όπως επίσης, η «χυδαιότητα» με την οποία είναι γραμμένοι οι ρόλοι, πόσο original και πόσο πλήρης με αποτέλεσμα να φτάνω στο σημείο να γράφω καλή κριτική για την ΤΖΕΝΙΦΕΡ ΤΖΕΙΣΟΝ ΛΗ. Ότι θα συνέβαινε τέτοιο πράγμα ούτε περνούσε από το μυαλό μου. Όχι διότι έχουμε κάτι προσωπικό, όσο επειδή ποτέ, σε καμμία ταινία της , σε κανένα ρόλο, δεν εύρισκα τίποτε ελκυστικό πάνω της. Και το παίξιμο της ήταν ολόψυχρο. Γι αυτό και δεν είχα ξαφνιαστεί που επί χρόνια δεν ακουγόταν. Πως την έκανε έτσι, ΜΠΡΑΒΟ ΤΟΥ! Μπράβο όμως και στην ίδια. Ωρίμασε; Λευτερώθηκε; Σε περιπτώσεις σαν της Τζένιφερ Τζέησον Λη θα θυμάμαι πάντα την ανάλυση που μου είχε κάνει η Βουγιουκλάκη στα ξεκινήματα μου για τον «ΡΟΛΟ που ΞΕΚΛΕΙΔΩΝΕΙ τον ηθοποιό». Αρκει να βρεθεί έλεγε, και να βρεθεί και γρήγορα. Διότι σε πολλούς καθυστερεί και σε πολύ περισσότερους δεν έρχεται ποτέ και περιφέρονται από ρόλο σε ρόλο χωρίς να ξέρουν ποιοί είναι, ποιο είναι το ερμηνευτικό ταμπεραμέντο τους.. Εδώ βλέπουμε για πρώτη φορά την Τζένιφερ Τζέησον Λη να ΞΕΚΛΕΙΔΩΝΕΤΑΙ, να παίζει το χυδαίο πρόσωπο του σεναρίου με μια απίστευτη, χωρίς φραγμούς χυδαιότητα, κι από κάτω να υπάρχει και μία ελαφρά ή λανθάνουσα, κωμική υπονόμευση.
Βεβαίως κι ο ΣΑΜΙΟΥΕΛ ΤΖΑΚΣΟΝ κεντά, κι ο ΚΕΡΤ ΡΑΣΕΛ με τον ΜΠΡΟΥΣ ΝΤΕΡΝ αν μη τι άλλο προσθέτουν υπολογίσιμες φιγούρες, βεβαίως κι έχουμε και τον ΕΝΝΙΟ ΜΟΡΙΚΟΝΕ. Χμ! Ο Μορικόνε. ΤΟ σημείο αναφοράς για Σέρτζιο Λεόνε. Κινηματογραφικά μιλώντας, αναγνωρίζω ενσωμάτωση πλήρη στη λογική Ταραντίνο, το εισαγωγικό θέμα παραπέμπει στα σπαγγέτι, σιγά σιγά όμως σβήνει, χάνεται, δεν ολοκληρώνεται. Εχω την εντύπωση πως πρόκειται για ΑΠΟΨΗ που βρίσκει σύμφωνους και τους δύο κι όχι ότι ξαφνικά «δεν ξέρουν τις τους γίνεται» και θα τους τα μάθουν οι soundtrack-άδες.