Ο τίτλος, κι είναι διεθνώς κατοχυρωμένο δικαίωμα είτε για σινεμά είτε για θέατρο είτε για βιβλίο, από χώρα σε χώρα μπορεί να αλλάζει. Κάτι που λειτουργεί σε μία γλώσσα μπορεί σε μία άλλη να μη λέει τίποτα. Μεγαλύτερη αστοχία σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να μεταφράζεις αυτολεξεί τον πρωτότυπο τίτλο.
Κι η μετάφραση του αγγλικού τίτλου στα ελληνικά – μιλάμε τώρα για το συγκεκριμένο- έρχεται σε πλήρη αντίθεση και με το περιεχόμενο της ταινίας , όπου ακριβώς δείχνει μια υποταγή στην παγκοσμιοποίηση τη στιγμή που η ταινία ως περιεχόμενο την καταγγέλλει.
Διότι η ταινία είναι πανέξυπνη και λέει πολλά. Λέει πολλά για το πώς φτάσαμε στην παγκόσμια οικονομική κρίση και στο πως παίχθηκε η "χρεωκοπία" από την «Goldman Sachs» από την οποία ξεκίνησαν ΟΛΑ.
Και τα λέει με τόλμη, με παρρησία, με «καταγγελτικότητα», χωρίς κήρυγμα αλλά με ανελέητη ειρωνεία. Και με εξαίρετες κινηματογραφικές λύσεις διότι κινηματογράφος είναι κι όχι ρεπορτάζ και για να λειτουργήσει ως έργο ένα περιεχόμενο ουσίας πρέπει να περπατά με τους κανόνες του έργου.
Βασίζεται σε βιβλίο του ΜΑΙΚ ΛΙΟΥΙΣ που το διασκεύασαν σε σενάριο ο σκηνοθέτης του φιλμ ΑΝΤΑΜ ΜΑΚΚΕΙ με τον σεναριογράφο ΤΣΑΡΛΣ ΡΑΝΤΟΛΦ και κινηματογραφικά μιλώντας πειθόμεθα για το ότι τα πράγματα έγιναν έτσι. Διότι ένα μυστικό στην Τέχνη και στους ΚΑΝΟΝΕΣ της ενταγμένο, είναι πως πρέπει να σε πείθει ότι είναι έτσι όπως τα βλέπεις να διεξάγονται στο πανί. Η καταγγελία έχει τη δική της πειστικότητα κι είναι ευφυής ο τρόπος με τον οποίο εκτοξεύεται το δηλητήριο προς το τραπεζικό σύστημα και τους εκπροσώπους του.
Διαθέτει τέσσερις ιστορίες παράλληλες κι όχι ξεχωριστές η μία από την άλλη, οι οποίες διαθέτουν και εσωτερική κλιμάκωση, τόσο η κάθε μία χωριστά κι όλες μαζί καθώς συμβαδίζουν, συνοδοιπορούν σε σύνολο και πραγματικά μεθάμε με το ρυθμό τους αλλά και με αυτά που μας λένε. Μας πονούν, μας θυμώνουν, αλλά και μας διασκεδάζουν –σινεμά πήγαμε!!! Το τελευταίο είναι για τους σοβαροφανείς. Και μετά το σινεμά, όρεξη να έχεις να κουβεντιάζεις με την παρέα.
Πολύ ενδιαφέρον από πλευράς σεναρίου και ρόλων είναι ότι έχουμε μια πρωτότυπη γραφή, ένα σενάριο με ρόλους «νύξεων». Αυτό δεν απαντάται συχνά. Είναι έως και πρωτοπορία. Είναι ένας ιδιαίτερος τρόπος γραφής. Οι ηθοποιοί (κι έχουν μαζέψει ελκυστικά ονόματα ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΜΠΕΗΛ, ΣΤΙΒ ΚΑΡΕΛ, ΡΑΥΑΝ ΓΚΟΣΛΙΝΓΚ, ΜΠΡΑΝΤ ΠΙΤ) έχουν να παίξουν ρόλους που χτίζονται με βάση τη «νύξη». Ο χαρακτήρας διαφαίνεται από τη «νύξη» γύρω από το τι θέση κατέχει μέσα στο Σύστημα . Τα υπόλοιπα στοιχεία προσφέρονται ως συμπληρωματικά γύρω από το ποιός είναι, τι κάνει στην ιδιωτική του ζωή κλπ αλλά μέσα από τη «νύξη» δίνονται τα κλειδιά, καταρχάς προς τους ηθοποιούς , για να στήσουν ερμηνευτικά το μέρος τους. Κι οι ηθοποιοί με τη σειρά τους (όχι μόνο οι «αστεράτοι» αλλά κι οι υπόλοιποι) ξεκλειδώνουν πτυχές ώστε να μεταβάλουν τη νύξη σε συμπεριφορά, σε χαρακτήρα. Εδώ μπαίνει ο ρόλος του σκηνοθέτη κι εδώ κάπου εστιάζεται το ζωντάνεμα που πετυχαίνει. Ολοι τους αποδίδουν εξαιρετικά αυτό που ανέλαβαν, το πιο «ευφυές» το έχει ο ΜΠΕΗΛ, το πιο βατό ο ΚΑΡΕΛ (εδώ βοηθά κι ο ρόλος της ΜΑΡΙΣΑ ΤΟΜΕΙ, η οποία δεν παίζει «νύξη» αλλά γειωμένο χαρακτήρα), το πιο ευρηματικό ο ΓΚΟΣΛΙΝΓΚ (που κάνει και πράγματα διαφορετικά από αυτά που τον έχουμε συνηθίσει-δεν ξέρω τίνος ιδέα ήταν το βάψιμο του μαλλιού του προς το πιο σκούρο, πάντως αυτή η λεπτομερειούλα καταλήγει ως πολύ ενισχυτική για το ρόλο ) ενώ ο ΠΙΤ έχει το βοηθητικό κείμενο με το μέρος του.
Σενάριο και μοντάζ έχουν γίνει ένα πράγμα κι έχει επιτευχθεί ένα πολύ ενδιαφέρον αποτέλεσμα όπου συνυπάρχουν ο ιλιγγιώδης ρυθμός με την ξεκαθαρισμένη πληροφορία που δεν συγχέει τα πράγματα στο μυαλό του θεατή (σε αντίθεση- θα το επαναλαμβάνω- με τον ελληνικό τίτλο) ενώ πρέπει να αναγνωρίσουμε και στη φωτογραφία, προ πάντων για την κάμερα , το δικό της μερτικό (ΜΠΑΡΥ ΑΚΡΟΥΝΤ, Βρετανός, υποψήφιος για Οσκαρ στο «The hurt locker»)
Και τι είναι τελικά αυτό το περιβόητο «σορτάρισμα»; Από ό,τι κατάλαβα είναι το να επενδύεις στη χρεωκοπία. Χοντρικά. Διότι κάτι τέτοιο έγινε με την Goldman Sachs από όλους αυτούς ανερυθρίαστους τύπους κι από κάτι άλλους ανερυθρίαστους μεταφέρθηκε και στην Ευρώπη και μας πήρε όλους ο διάολος, για να κάνουν παιχνιδάκια οι αναίσχυντοι εξυπηρετώντας ένα σύστημα άηθες. Πάντως η ταινία στους τίτλους φινάλε τα ρίχνει τα καρφάκια της και προς την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών και προς τη Δικαιοσύνη και προς ένα τμήμα της Δημοσιογραφίας .
Α, όλα κι όλα, όταν οι Αμερικάνοι κάνουν τέτοια στο σινεμά, τα λένε ευθέως και σταράτα.