Όμως καταρχήν μας βάζει σε κλίμα. Σε αυτό το κρύο τοπίο της αγροτικής, κτηνοτροφικής Ισλανδίας και σιγά σιγά και του τρόπου ζωής των κτηνοτρόφων και το ότι έχουν κι εκεί τα…. Οσκαρ τους, βραβεύουν κάθε χρόνο τα καλύτερα κριάρια. Όμως πολύ γρήγορα, πριν αρχίσουν οι αναστεναγμοί της πλήξης, σχεδόν στους τίτλους, μας ανοίγει την όρεξη, μας εισάγει το θέμα, της αντιπαλότητας δύο κτηνοτρόφων αδερφών. Αρα, θα έχουμε να παρακολουθήσουμε και μια ιστορία ώστε να μην πλήξουμε.
Και τα δύο αδέρφια αυτά, τα οποία μεσόκοποι και βάλε, εκεί σε αυτή την απομόνωση, σε εκείνη την ερημιά, στην εξορία του Αδάμ που λένε, δεν μιλούν μεταξύ τους 40 χρόνια. Όμως εκδηλώνεται ιός που προσβάλει κριάρια, πρόβατα κι ό, τι άλλο διαθέτει η εκεί κτηνοτροφία. Κι οι Αρχές ζητούν τη θανάτωση κοπαδιών για να μη μολυνθούν κι άλλα, όπου ο ιός αυτός έχει και προιστορικό παρελθόν.
Η απόφαση των Αρχών οδηγεί στη σύγκρουση και βλέπουμε τις επιπτώσεις στον Ανθρωπο. Καθώς όμως τα χτίζει όλα αυτά η ταινία εμείς στο κλίμα της έχουμε μπει. Τολμώ να πω ότι, ακριβώς επειδή είναι και διαφορετική, κάπου γοητεύει αλλά πυροδοτεί κι ενός τύπου εκτίμηση το γεγονός πως ο Ισλανδός σκηνοθέτης με το δυσκολοπρόφερτο από εμάς τους Ελληνες όνομα, μας δίνει μια εικόνα ζωής από ένα μέρος που ούτε την υποπτευόμασταν. Ούτε το μέρος γνωρίζουμε ούτε αυτό το συγκεκριμένο κομμάτι που αφορά και στην Ιστορία της χώρας αλλά και σε ένα τρόπο ζωής που κινηματογραφικά τουλάχιστον λογαριάζεται ως πληκτικός.
Βέβαια, οφείλω να ξεκαθαρίσω ότι την ταινία την είδα σε ΦΕΣΤΙΒΑΛ κι όχι σε αίθουσα κανονικής διανομής κι αυτές είναι σκέψεις που γεννιούνται κυρίως στα Φεστιβάλ ή σε διαγωνιστικές καταστάσεις, όπως και σε Ακαδημίες. Αλλωστε την είχαμε και τα Ευρωπαικά Βραβεία, όπου δεν πήρε τίποτε, την είχαν υποβάλει και για το Οσκαρ και φαντάζομαι ότι θα ήταν η καλύτερη του έτους που θα είχε να επιδείξει η ισλανδική κινηματογραφία., βραβεύτηκε στο δικό μας Διεθνές της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ.
Θέλω με αυτό να πω ότι στο Φεστιβάλ, τέτοιες σκέψεις ανεβάζουν εντός μας την στάθμη μιάς ταινίας, όπου σε αίθουσα με εισιτήριο κανονικής κινηματογραφικής εξόδου, μπορεί και να μην συνηθίζονται από τους θεατές. Όμως σε ένα Φεστιβάλ, μια τέτοια ταινία, που συγχρόνως κυλάει κι η υπόθεση της, φτάνει έως και να σε συγκινεί ακριβώς για την ευκαιρία γνωριμίας που σου δίνει με ένα άγνωστο, εδώ που τα λέμε, λαό, με μια άγνωστη κουλτούρα , χώρια ότι και κινηματογραφικά σε βγάζει λίγο από τα ίδια και τα ίδια.
Κι όταν η προσέγγιση δεν είναι μόνο περιβαλλοντολογική ή οικολογική αλλά και κοινωνική και προπαντός ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ, βγαίνει κι ενθουσιασμός. Ένας ενθουσιασμός που μπορεί να μην τον συμμεριστεί ο θεατής που θα τη δει στην αίθουσα.
Όμως η συγκεκριμένη ταινία θεωρώ, πως επειδή στην εξέλιξη της μέσα από ένα κοινωνικό πρόβλημα ανιχνεύει και σχέσεις, κι επειδή το ύφος της είναι και ποιητικό χωρίς να είναι επιτηδευμένο, έχει τα προσόντα και για την αίθουσα. Για την αίθουσα Τέχνης, σίγουρα!
Το μεγάλο προσόν της, όπου εδώ φεύγουμε από Φεστιβάλ και λοιπές ιδιάζουσες συνθήκες , είναι το ΦΙΝΑΛΕ της, το οποίο και τώρα που γράφω, κάποιους μήνες μετά από την πρώτη μου επαφή με το φιλμ, μου προκαλεί ριγηλά από συγκίνηση συναισθήματα.
Βεβαίως και δεν θα το πω ούτε θα το περιγράψω. Όμως τέτοια σπαρακτική έμπνευση για κλείσιμο, τέτοια ευρηματική αποτύπωση, δεν έχουμε συχνά.
Λένε, κι ισχύει, σε κινηματογράφο και θέατρο και σε όλα τα σχετιζόμενα, πως ένα φινάλε μπορεί κι επιβάλει την τελική εντύπωση. Το βλέπουμε σε έργα, το βλέπουμε και σε ερμηνείες. Το φινάλε της Τζέιν Φόντα στο «Σύνδρομο της Κίνας» και προπάντων της Γκλεν Κλόουζ στις «Επικίνδυνες σχέσεις» αφήνουν την αρίστη των εντυπώσεων τόσο για τις ταινίες όσο και για τις ερμηνεύτριες. Κι ας μην είχαν στο υπόλοιπο προηγηθέν , σημαντικές σκηνές παρά μόνο παρουσίες. Το φινάλε πρόσφερε τη συνολική εντύπωση. Και δεν ανέβασε μόνο τις ίδιες αλλά και τα έργα τους.
Το φινάλε αυτής εδώ της ταινίας έρχεται ως επιστέγασμα σε ένα κλίμα όπως ανέφερα που μπήκαμε εξ αρχής, σε ένα έργο που μας κατακτούσε λίγο -λίγο διότι πρόβαλε αγνότητα και στο τέλος μας έκοψε και την ανάσα. Τιμά τον σκηνοθέτη το γεγονός πως το φινάλε αυτό δεν είναι αποκομμένο από το υπόλοιπο φιλμ, δεν είναι αυθαίρετο,. Δεν είναι ότι βλέπαμε κάτι αδιάφορα και πήγε να μας «ξεγελάσει» λίγο πριν από την έξοδο ώστε να πούμε και στους επόμενους «σπεύσατε». Ηρθε ως κλιμάκωση, ως κορύφωση μιάς ιστορίας που αν και «βόρεια» υποδείκνυε συνεχώς τον συναισθηματισμό της.
Οι δύο άγνωστοι ηθοποιοί που ερμηνεύουν τους αδελφούς είναι εξαιρετικοί σε όλη τη διάρκεια της εξέλιξης των ρόλων τους κι αν και υποτίθεται ότι διαφέρουν ως προσωπικότητες, στην ουσία μας αφήνει την εντύπωση ότι στο βάθος είναι εντελώς ίδιοι κι αυτό ανεβάζει κι άλλο το συναισθηματικό πυρετό.