Επειδή στη χώρα μας έχουμε κρούσμα ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ ανεβάσματος θεατρικής παράστασης την ίδια ώρα που ο ΒΕΛΓΟΣ Ντορμαέλ έκανε αυτή την ιδιάζουσα κωμωδία η οποία έχει χρηματοδοτηθεί ΚΙ από κοινοτικά ταμεία αλλά ΚΙ από κρατικούς φορείς.
Και δεν ξέρω τι ήταν το θεατρικό που απαγορεύτηκε, μια και δεν το είδε ποτέ ΚΑΝΕΝΑΣ, μπορώ όμως να πω με βεβαιότητα ότι τρέμω στην ιδέα τι θα γινόταν στη χώρα μας αν η η σατιρική αυτή κωμωδία ήταν ΕΛΛΗΝΙΚΗ. Όταν «ξήλωσαν» πριν από χρόνια τις μαρκίζες των κινηματογράφων που έπαιζαν τον «ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΕΙΡΑΣΜΟ» του Μάρτιν Σκορσέζε από το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη, τι θα συνέβαινε με μια κωμωδία που θα έλεγε ότι ο Θεός είναι ένα κάθαρμα και ζει στην Αθήνα! Το σκέφτεστε;
Η βελγική ταινία λέει αυτό ακριβώς ως θέμα της: Πως ο Θεός υπάρχει, ζει στις Βρυξέλλες αλλά είναι ένα κάθαρμα που βασανίζει τους ανθρώπους.
Οι Βέλγοι πάντως αντί για τα παραπάνω την επέλεξαν ως κινηματογραφική ΠΡΕΣΒΕΙΡΑ τους από την παραγωγή του 2015 και την έστειλαν να τους εκπροσωπήσει στις ΚΑΝΝΕΣ, μετά στα ΕΥΡΩΠΑΙΚΑ βραβεία και κατόπιν στα ΟΣΚΑΡ.
Κάπου εδώ σταματώ τους παραλληλισμούς και προχωρώ απευθείας στην ταινία όχι για τίποτε άλλο μα επειδή αν είχε βγει σε προηγούμενη εβδομάδα, πριν ξεσπάσει το θέμα του Εθνικού το οποίο συμπτωματικά ξέσπασε την ίδια εβδομάδα, δεν θα είχα ασχοληθεί με όλο το παραπάνω αν και δεν θα απέφευγα να θίξω το ζήτημα της ελευθερίας της Τέχνης όχι μόνο στην έκφραση της αλλά και στην ανεκτικότητα της αποδοχής της. Το τελευταίο θα το έθιγα.
Διότι η ταινία είναι άκρως αντισυμβατική, διαπνέεται από το αναρχικό-σουρεαλιστικό πνεύμα που απολαύσαμε στα περασμένα χρόνια με τις ταινίες του Μπουνιουέλ και το ξαναβλέπουμε μπροστά μας.
Εχει πολλή πλάκα το έργο, τόσο ως σύλληψη όσο κι ως εκτέλεση. Ως σύλληψη έχει να κάνει με το πώς του ήρθε του «αθεόφοβου» ανθρώπου η ιδέα για κάτι τέτοιο αλλά και στην εκτέλεση δεν μπορούμε να μη γοητευθούμε από τις ίδιες τις Βρυξέλλες που έχουν μεταβληθεί σε μοντέρνο σκηνικό, σε μια σκηνογραφική αντίληψη που θυμίζει αρκετά την «Αμελί». . Και που ως περιεχόμενο τις βλέπουμε κι αυτές να διαποτίζονται από αυτό που θα αποκαλούσαμε «ασέβεια» αλλά δεν είδαμε τέτοιου είδους αντιδράσεις και τολμώ να πω ότι μου έκανε κι εντύπωση. Διότι θυμάμαι ότι και στον «Τελευταίο πειρασμό» δεν ήταν μόνο οι εδώ αλλά κι οι «εκεί», ήταν η Καθολική Εκκλησία που είχε ξεσηκωθεί εναντίον του φιλμ, θυμάμαι και στο Φεστιβάλ Βενετίας τις αντιδράσεις που είχαν πάρει διαστάσεις συλλαλητηρίου κι ήταν τότε που «εκτέθηκε» στην κινηματογραφική κοινότητα ο «στοχοποιημένος» επειδή ήταν Χριστιανοδημοκράτης ΦΡΑΝΚΟ ΤΖΕΦΙΡΕΛΙ που είχε κάνει το σφάλμα να συμμετάσχει στα επεισόδια εναντίον της ταινίας.
Αλλαξαν τα χρόνια ή μήπως το συγκεκριμένο φιλμ θεωρείται «ανώδυνο» επειδή είναι μη πιστευτό;
Πως δηλαδή «τώρα τι μας λέει; Ότι αυτός είναι ο Θεός κι ότι η κόρη του, την οποία τυραννά, για να τον εκδικηθεί κάθεται και στέλνει σε όλους τους πολίτες την ημερομηνία θανάτου τους όπως τα έχει κανονίσει ο άκαρδος πατέρας της και γίνεται στην πρωτεύουσα των Βρυξελλών της μουρλής; Ελα μωρέ, πλακίτσες».
Τώρα, το τι σημαίνει «μη πιστευτό» έχει να κάνει και με το είδος κινηματογράφου ή και δραματουργίας γενικότερης στην οποία ένα έργο ανήκει. Μια σουρεαλιστική κωμωδία δεν μπορεί να γίνει «πιστευτή» με όρους της καθημερινότητας και του ρεαλισμού. Εχει δικούς της κανόνες. Κι η σουρεαλιστική κωμωδία του Ντορμαέλ υπακούει σε δικό της εσωτερικό κώδικα που η ίδια δημιούργησε και που δεν μετακινείται ούτε «ρούπι» από αυτόν. Διακρίνεται για απόλυτη συνέπεια ύφους αλλά και για κάτι ακόμα: Για το ότι η όποια «ασέβεια» ποτέ δεν ξεφεύγει, δεν μετατρέπεται σε «εξύβριση». Το χιούμορ είναι λεπτά δουλεμένο, διακρίνεται από ιδέες που μας «βομβαρδίζουν» ασταμάτητα, σαφώς και καταλήγει ότι δεν κάνει κάποια τομή στα θρησκευτικά ζητήματα αλλά ότι μια τρελή ιδέα έχει πάντα θέση στην Τέχνη, στην όποια μορφή της, και καλεί τον θεατή να διασκεδάσει με την παλαβή σύλληψη της ενώ ουδέποτε του δίνει πάτημα για να αισθανθεί προσβεβλημένος.
Οι ηθοποιοί παίζουν όλοι με απίστευτη χάρη -μέσα σε αυτούς κι η ΚΑΤΡΙΝ ΝΤΕΝΕΒ, αν και του ωραίους ρόλους τους έχουν οι νεώτεροι.
Φεύγεις ευχαριστημένος επειδή διασκέδασες με κάτι φρέσκο κι ασυνήθιστο αλλά ακριβώς το «μη πιστευτό» είναι που δεν σε κάνει να φεύγεις και «ταρακουνημένος».