Το είδα δύο φορές διότι ΚΑΙ λόγω περιόδου ΟΣΚΑΡ πάω και τα ξαναμελετάω ΑΛΛΑ ΚΑΙ γενικώς είναι κάτι που το συνηθίζω εκ συστήματος.
Και στις δύο φορές έμεινα με την ίδια αμηχανία. Το μόνο που μου πρόσθεσε η δεύτερη ήταν λίγη περισσότερη συμπάθεια για τον ΜΑΙΚΛ ΦΑΣΜΠΕΝΤΕΡ, επειδή στην πρώτη φορά τον είχα βρει κάπως.. νάρκισσο. Τη δεύτερη κατάλαβα πως ο συγκεκριμένος ναρκισσισμός ήταν αυτός που έσωζε και τον ίδιο και την ερμηνεία και μάλιστα σκεφτόμουν να βάλω στον τίτλο ως φράση χαρακτηρισμού «Ο ναρκισσισμός ως εργαλείο ερμηνείας». Φοβήθηκα όμως ότι θα μπορούσε να παρερμηνευθεί εις βάρος του ηθοποιού και θα ήταν αδικία. Τελικώς επέλεξα άλλο τίτλο, αυτόν που διαβάζετε, που εντοπίζει και το πρόβλημα αλλά και την ουσία . Και να εξηγήσω παρακάτω στα της ερμηνείας, το θέμα ναρκισσισμός και πότε μπορεί να αποβεί σωτήριος ενώ άλλοτε να παγιδέψει.
Εχω την εντύπωση ότι οι σεναριογράφοι δυσκολεύονται να τον «πιάσουν» αυτόν τον «γκουρού» της Πληροφορικής, οι δε σκηνοθέτες σαν να γοητεύονται από την προσωπικότητα του μα σαν να μην ξέρουν τι ακριβώς θέλουν να αφηγηθούν μέσα από αυτόν.
Στη συγκεκριμένη ταινία έχουμε μια βιογραφία από αυτές τις μοντέρνες στις οποίες επιλέγουν να αποφύγουν την πεπατημένη του να αφηγηθούν τον βίο και τη δράση μα να μείνουν εντοπισμένες σε κάποια συγκεκριμένα περιστατικά και μέσα από αυτά να ανιχνεύσουν την προσωπικότητα του ήρωα.
Το σενάριο του Ααρον Σόρκιν αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της Σχολής. Επιλέγει τρία περιστατικά που ενώνονται μεταξύ τους τα οποία αφορούν τρία σημαντικά περάσματα του Τζομπς από τη μια εταιρία στην άλλη αλλά…. κάπου εδώ χάνομαι. Και δεν μπορώ να τα διηγηθώ. Λόγια, λεπτομέρειες, όροι, ορισμοί, το «Mackintosh» (αν το γράφω σωστά) από τη μια, η «Apple» από την άλλη, το λογισμικό το ένα, το λογισμικό το άλλο… λίγο τον Ανθρωπο ρε παιδιά!!!!
Κι ο Ανθρωπος χάνεται εκεί μέσα. Προσέξτε όμως. Κατά τον Σόρκιν πιθανόν να μη χανόταν. Να θεωρούσε δηλαδή ότι το κομμάτι του ανθρώπου του συγκεκριμένου που θέλει να ανιχνεύσει και να προβάλει, αναδεικνύεται με τον καλύτερο τρόπο. Νομίζω πως έσφαλε. Ισως παρασύρθηκε από την επιτυχία του και το Οσκαρ του στο «The social network», όμως εκεί εμείς τουλάχιστον που είμαστε από την από εδώ μεριά, εμείς που βλέπουμε δηλαδή, βλέπαμε τις ανθρώπινες σχέσεις και μέσα από κει να φτιάχνεται και να αναπηδά το facebook. Δεν είδε ο ίδιος άραγε αυτές τις διαφορές; Η τις έκανε σκοπίμως για να διαφοριστεί από εκείνο;
Οπότε, έτσι δεν μαθαίνουμε και δεν γνωρίζουμε ποτέ μας τον Στιβ Τζομπς. Ποιος ήταν; Τι ήταν; Προπάντων δεν βλέπουμε πουθενά τη μεγαλοφυία του, αυτό το νου που συνέλαβε και κατασκεύασε αυτά τα πράγματα τα οποία άλλαξαν τη ζωή μας, άλλαξαν την πορεία της Ανθρωπότητας. Κακά τα ψέματα. Το τι σημαίνει πλέον το computer το αντιλαμβάνονται και τα αγέννητα.
Ο ΝΤΑΝΥ ΜΠΟ-ΥΛ με αυτό το σενάριο, μη έχοντας στοιχεία που να προβάλουν αυτά που εγώ δεν βρήκα ενπάση περιπτώσει, στηρίχτηκε πάνω στην προσωπικότητα και τη γοητεία και το sexy εκτόπισμα που τα διογκώνει όλα αυτά ο φακός, του ΜΑΙΚΛ ΦΑΣΜΠΕΝΤΕΡ. Και μέσα από τη γοητεία του Φασμπέντερ επιχείρησε να προβάλει και να φέρει κοντά στον θεατή, να δώσει στο θεατή, τον Στιβ Τζομπς εκείνον που από την ταινία έλειπε. Δηλαδή θα τολμούσα να πω ότι το πιο ωραίο κομμάτι της ταινίας , που ευτυχώς υπάρχει διάσπαρτο και δεν περιορίζεται σε μία σκηνή ,είναι το κομμάτι της σχέσης του Τζομπς με την αληθινή ή υποτιθέμενη κόρη του. Δεν μας νοιάζει το αν καταλήγει με βούλα κι υπογραφή στο αν ήταν ή δεν ήταν κόρη αληθινή, μας ενδιαφέρει η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ τους κι είναι στιγμές που βλέπουμε τον Τζομπς άνθρωπο διότι στις άλλες τον βλέπουμε ή τον ακούμε να μιλά για λογισμικά…. Ούτε διαδρομή βλέπουμε ούτε αρρώστια ούτε τίποτε.
Ο Φασμπέντερ πραγματικά δανείζει τη δική του γοητευτική προσωπικότητα στον Τζομπς και μέσα από τον Φασμπέντερ αναζητούμε τον Τζομπς που δεν είδαμε. Τον Στίβεν Τζομπς που μας έλειψε. Πραγματικά ο ηθοποιός με τη δική του προσωπικότητα αναπληρώνει κενά της ταινίας , φλερτάρει ευθέως με τον φακό τόσο από φυσική τάση όσο και στο να κάνει τον Τζομπς επικοινωνήσιμο και γοητευτικό στους θεατές, να του προβάλει την αστραφτερή προσωπικότητα, όπου σε άλλη περίπτωση θα μπορούσε και κάποιος να πει πως για τον Τζομπς δουλεύει ή για τον εαυτό του; Το θέμα είναι το αποτέλεσμα. Πως όλο αυτό ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ, πως ο Φασμπέντερ με αυτή τη ναρκισσιστική προς το φακό συμπεριφορά αναδεικνύει το στοιχείο ναρκισσισμού του ίδιου του Τζομπς που τον κάνει κατανοητό και δικαιολογημένο όταν μέσα στο σενάριο θυμούνται να θίξουν τις ανθρώπινες πλευρές του. Ξαφνικά και ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ η λέξη «ναρκισσισμός» παίρνει εδώ εισαγωγικά και γίνεται κλειδί ερμηνείας για τον Φασμπέντερ.
Το δεύτερο καλό στοιχείο της ταινίας μετά τον Φασμπέντερ είναι πάλι ηθοποιός, είναι η ΚΕΙΤ ΓΟΥΙΝΣΛΕΤ η οποία είναι εξ ορισμού ΚΑΛΗ ΗΘΟΠΟΙΟΣ κι έχει ένα τρόπο, με λιτά μέσα, να εφευρίσκει κάτι δικό της για τον κάθε ρόλο. Την εξ απορρήτων του Τζομπς την κάνει ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ με τους τρόπους που βρίσκει στο παίξιμο της καθώς της δίνει σάρκα και οστά.
Κι οι δύο, υπενθυμίζω, είναι υποψήφιοι για το ΟΣΚΑΡ, για α΄ανδρικό ο Φασμπέντερ, για β’ γυναικείο η Γουίνσλετ… Καλοί κι οι άλλοι ηθοποιοί στα περάσματα τους, ιδιαιτέρως ο ΤΖΕΦ ΝΤΑΝΙΕΛΣ κι ο ΜΑΙΚΛ ΣΤΟΙΥΛΜΠΑΡΓΚ που παίζει τον άλλοτε φίλο με τον οποίο στο τέλος τα «σπάνε».
Πάντως ούτε «χωροταξικά», από πλευράς σκηνογραφικής διεύθυνσης δηλαδή, αισθανθήκαμε την προέκταση του Τζομπς και στους χώρους, στο περιβάλλον του, στο κάτι τι από την προσωπικότητα του και τη μεγαλοφυία του να τον πλαισιώνει.