Η ταινία έπεσε πάνω στο «Interstellar» και το «Δύο ημέρες μια νύχτα», οι οποίες μοιράστηκαν το κοινό της εβδομάδας εκείνης και δεν της έμεινε χρόνος για να δείξει κι αυτή ποια είναι. Οι άδειοι κινηματογράφοι ζητούσαν αλλαγή προγράμματος. Είναι μέσα στους κανόνες κι αυτό- τι να κάνουμε;
Η «συγκάλυψη» λοιπόν είναι ένα σοβαρό αστυνομικό έργο. Φέρει έκτυπα τη σφραγίδα περισσότερο του συγγραφέα Ντένις Λεάνε και λιγότερο του σκηνοθέτη Μάικλ Ρόσκαμ.
Ποιος είναι ο πρώτος, ποιος είναι ο δεύτερος;
Ο πρώτος είναι σύγχρονος Αμερικανός συγγραφέας της αστυνομικής λογοτεχνίας, στην παράδοση των κορυφαίων συγγραφέων του είδους στη χώρα του, η οποία έχει δημιουργήσει πολυετή σχολή. Ο Λεάνε έχει γράψει το «Σκοτεινό ποτάμι» και το «Νησί των καταραμένων», που και τα δύο έγιναν γνωστά από τις κινηματογραφικές τους μεταφορές.
Ο δεύτερος είναι Βέλγος σκηνοθέτης, όχι από τους auteurs των Φεστιβάλ αλλά από εκείνους που επιλέγουν οι χώρες τους για τις Ακαδημίες. Δηλαδή όχι τους ίδιους αλλά την ταινία τους. Ο Βέλγος αυτός με κατέπληξε προσωπικά αλλά και πολλούς ακόμα με την ταινία «Bullhead» που εδώ ακούστηκε ως «Μοσχαροκεφαλή» κι ήταν υποψήφιο για το Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας το 2012, όταν όλοι είχαν ερωτευθεί το ιρανικό νικητήριο φιλμ «Ενας χωρισμός» του Ασγκάρ Φαράντι. Η «μοσχαροκεφαλή» ήταν έργο που περιείχε κι αστυνομικά στοιχεία στο σενάριο του ώστε να μην είναι εντελώς αδικαιολόγητη η επιλογή του ίδιου, ή από τον ίδιο, να πάει στην Αμερική και να κάνει την «Συγκάλυψη» που βασίζεται σε διήγημα του Ντένις Λεάνε.
Στη «συγκάλυψη» έχουμε έργο που μυρίζει από χιλιόμετρα , αστυνομική λογοτεχνία. Είναι έτσι γραμμένο, έτσι κοιταγμένο, έτσι στημένο. Ο λόγος είναι επεξεργασμένος, το σενάριο διαθέτει σοβαρότητα, το ερμηνευτικό cast συν αποτελούμενο από τον Τομ Χαρντυ, την Νοόμι Ραπάς, τον Τζέιμς Γκαντολφίνι αλλά και τον Ματίας Σοέναερτς από το περιβάλλον του σκηνοθέτη, δίνει ύφος εκείνων των μέσων καλών έργων του αμερικάνικου σινεμά που απευθύνονται σε πιο συγκεκριμένους.
Ναι, εκείνο το μέσο καλό αμερικάνικο σινεμά για το οποίο πάντα θα λέω. Σε αυτό στοχεύει η ταινία, και μας βάζει στο κλίμα της, στο πρώτο μέρος, καθώς μας γνωρίζει αυτό το μπαρ του Μπρούκλυν στο οποίο γίνονται περίεργες δουλειές ξεπλύματος χρημάτων και κατόπιν μια ληστεία.
Στο δεύτερο μέρος συνειδητοποιούμε πως υπάρχουν προβλήματα
Πως όλο αυτό επαναλήφθηκε, πως δεν υπήρξαν κορυφώσεις, πως αυτό που απολαύσαμε ήταν μόνο η σοβαρότητα και οι δύο ηθοποιοί, ο Τζέιμς Γκαντολφίνι στον καλύτερο ρόλο που ερμήνευσε στον κινηματογράφο (διότι το σινεμά δεν στάθηκε γενναιόδωρο απέναντι του, η τηλεόραση ήταν που τον ανέδειξε- μείον αυτό για το σινεμά)κι ο Τομ Χάρντυ, το αστέρι που έλαμψε στο «Σε λάθος χρόνο» κι αναδρομικά τον επισημαίνουμε και σε άλλα έργα που τον είχαμε δει χωρίς να τον έχουμε προσέξει, λόγω ρόλων-εννοείται. Αρνητική εντύπωση μου έκανε το γεγονός πως ο Βέλγος σκηνοθέτης, τον καθαρά δικό του ηθοποιό, τον Ματίας Σοέναερτς, αν και τον έφερε στην Αμερική, τον άφησε αναξιοποίητο, δεν του πρόβαλε τη σέξυ πλευρά με την οποία τον είχε υπογραμμίσει απόλυτα στην «μοσχαροκεφαλή» και τον είχε αναδείξει, κάτι που είχε σεβαστεί και τιμήσει κι ο Ζακ Οντιάρ όταν τον παρέλαβε και τον έβαλε δίπλα στη Μαριόν Κοτιγιάρ στο «Σώμα με σώμα». Εδώ έτσι όπως τον έχουν ντύσει αφενός κι όπως είναι και σχετικά σβησμένος ο ρόλος του κακού δεν αφήνει τίποτε το ξεχωριστό να φανεί, παίζει απλώς το ίδιο καλά με τον κάθε μέσο Αμερικανό ηθοποιό που αναλαμβάνει τέτοιους ρόλους είτε στο σινεμά είτε στην τηλεόραση.
Αρα να πούμε ότι φταίει ο σκηνοθέτης για το ότι το έργο ενώ είναι σοβαρό και ποιοτικών διαθέσεων, τελικά δεν μας κατακτά;
Γνώμη μου είναι ότι ο σκηνοθέτης φέρει μερτικό αλλά όχι το πρώτιστο. Νομίζω πως το πρόβλημα ξεκινά από το ότι τη διασκευή του διηγήματος σε σενάριο την έκανε ο ίδιος ο συγγραφέας, κάτι που δεν είχε συμβεί ούτε στο «Σκοτεινό ποτάμι» ούτε στο «Νησί των καταραμένων» όπου εκεί, πέραν του ότι στην καρέκλα του σκηνοθέτη κάθονταν ο Κλιντ Ιστγουντ κι ο Μάρτιν Σκορτσέζε, ήταν δόκιμοι σεναριογράφοι οι διασκευαστές.
Όταν το σενάριο το κάνει ο ίδιος ο συγγραφέας του βιβλίου, κινδυνεύει πολλές φορές, ειδικά όταν του λείπει η πείρα κι ακόμα χειρότερα η κινηματογραφική ματιά, να γράψει πάλι σαν (κι όχι «ως») λογοτέχνης. Μόνο που το σενάριο δεν είναι λογοτεχνική υπόθεση, δουλεύει με την κινηματογραφική δράση και με την κινηματογραφική εικόνα. Τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο δύσκολα όταν έχει να μετατρέψει σε σενάριο όχι ένα μυθιστόρημα αλλά ένα διήγημα.
Εγώ αυτό που είδα στην ταινία ήταν ένα υπέροχο διήγημα που δεν έγινε ποτέ μεγάλου μήκους. Φορτώθηκε πολύ μια κι ο δημιουργός (ο συγγραφέας δηλαδή) δεν ήθελε να χαλάσει το υλικό του και δεν ήξερε και τον τρόπο
Λέω τι είδα, τι εντύπωση αποκόμισα .
Διότι συνολικά ως έργο δεν με δυσαρέστησε. Αλλά ούτε με απογείωσε. Συναισθάνθηκα και στους λίγους θεατές που κάθονταν γύρω μου, αυτή τη μη απογείωση.
Σαν να ήθελε λίγη δράση παραπάνω το έργο, σαν να του έλειπε η ίντριγκα.
Κι εδώ ο ένας μου εαυτός λέει στον άλλο μου εαυτό: ΝΑΙ ΑΛΛΑ ΕΙΝΑΙ ΟΛΟΦΑΝΕΡΟ ΤΟΣΟ ΑΠΟ ΤΟ ΓΡΑΨΙΜΟ ΟΣΟ ΚΙ ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣΗ, ΟΤΙ ΔΕΝ ΗΘΕΛΑΝ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ ΕΡΓΟ ΔΡΑΣΗΣ ΑΛΛΑ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΚΑΝΑΝ.
Κι απαντώ κλείνοντας: ΔΕΚΤΟ ΚΑΙ ΣΕΒΑΣΤΟ ΑΛΛΑ ΝΑ ΠΟΥ Η ΕΠΑΦΗ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ.
Σιγουρευτείτε πως έχετε εισάγει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες με το σύμβολο (*). Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.