Αυτά, ως προς τον τίτλο.
Πάμε όμως στην ταινία. Είναι του Σουηδού Ρόυ Αντερσον. Κι έχει τιμηθεί με το "χρυσό Λιοντάρι" στο Φεστιβάλ Βενετίας του 2014. Και διαβάζω, σχεδόν παντού, ότι πρόκειται για ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ. Κι από αυτά που διαβάζω έχω μείνει με κάποιες απορίες περί της επίμαχης λέξης.
Ωσπου ήρθε η ώρα να το δω κι ο ίδιος. Και πάνω σε αυτό θέλω να γράψω. ΚΙ αυτό που θέλω να γράψω είναι για την ταυτότητα της ταινίας ώστε ο θεατής να ξέρει τι περίπου πρόκειται να δει. Ωστε να αποφασίσει κι ο ίδιος αν αυτό που είδε είναι πράγματι "αριστούργημα" κι αν είναι, τότε σε ποιούς κανόνες περί "αριστουργήματος" εμπίπτει. Είναι το "Οσα παίρνει ο άνεμος";, "Ο κλέφτης των ποδηλάτων"; Το "Φανύ κι Αλέξανδρος";
ΔΕΝ είναι ΚΑΝΕΝΑ από όλα αυτά τα πρότυπα που έχει ο καθένας στο μυαλό του περί αριστουργημάτων. Παρά είναι κάτι unic, κάτι κυριολεκτικά ΜΟΝΑΔΙΚΟ, κι αυτή η ΜΟΝΑΔΙΚΟΤΗΤΑ είναι που προσκαλεί τον θεατή να πάρει γεύση από το έργο ενός ιδιότυπου σκηνοθέτη, που το έργο του δεν έχει σχέση με το έργο κανενός άλλου.
Ούτε με το χαρακτηρισμό "σουρεαλιστικό" καθαρίζουμε έτσι απλά διότι σουρεαλιστικά έργα επίσης υπάρχουν λογιών και λογιών.
Η αξία του Ρόυ Αντερσον και κατεπέκταση της τελευταίας του ταινίας περί "περιστεριού" ,οφείλεται στο ότι τον ιδιότυπο κινηματογράφο του δείχνει εδώ να τον έχει κατακτήσει οριστικά. Κι ο ιδιότυπος κινηματογράφος του σαφώς κι εμπεριέχει σουρεαλιστικά στοιχεία συνδυασμένα με ποιητική διάθεση και με σκηνοθεσία η οποία είναι ολότελα δική του: Η σκηνοθεσία του Ρόυ Αντερσον στήνεται σαν θεατρική. Οι ηθοποιοί κι όλα τα ζωντανά πρόσωπα, παίζουν "μετωπικά". Όπως και στο θέατρο. Η κάμερα είναι απέναντι τους, ακίνητη, στατική, και καταγράφει. Μόνο που μέσα στο πλάνο το οποίο καταγράφει η στατική κάμερα, γίνεται της τρελής. Κίνηση, κινητικότητα, καταστάσεις, πάνε κι έρχονται, και δημιουργείται μία ζωντάνια, πρωτοφανής, από αυτή την κίνηση. Το ντεκόρ, επίσης, δεν είναι ποτέ φορτωμένο,.Τα χρώματα είναι πάντα κάπως σαν ξεθωριασμένα διότι ο φωτισμός είναι "άπλετος". Κι ο σκηνογράφος υποδεικνύει χρώματα που θα εκφράζουν αυτή τη βόρεια ψυχρότητα αλλά και την αίσθηση αποστασιοποίησης από εκείνη που θα εξέφραζαν χρώματα πιο χτυπητά, πιο ζωηρά.
Ολο αυτό είναι μιά ΣΥΝΘΕΣΗ. Μέσα σε αυτή τη σύνθεση, παρακολουθούμε τώρα κάτι άλλο. Του πως κινούνται οι ηθοποιοί, του πως διαμορφώνονται οι ρόλοι. Κι εδώ φτάνουμε στο κερασάκι της τούρτας Ρόυ Αντερσον, που είναι και το πιο χαρακτηριστικό κομμάτι της σκηνοθεσίας του κι έχει να κάνει με τις καλλιτεχνικές καταβολές του από τον τόπο του, τη Σουηδία. Αν ας πούμε ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν, κουβαλά εντός του τον σουηδικό προτεσταντισμό ως ιδεολογία που τον καθορίζει και στην οποία άλλοτε επιτίθεται και συγχρόνως της αμύνεται αλλά με βάση, ας πούμε τους συγγραφείς της χώρας αυτής όπως ο Αύγουστος Στρίντμπεργκ και το κλασικό θέατρο πρόζας,, ο Ρόυ Αντερσον φέρει μέσα του την παράδοση του θεάτρου μαριονετών, του κουκλοθέατρου, που είναι επίσης κορυφαία παράδοση εκεί. Τους κανόνες του θεάτρου μαριονετών ακολουθεί στη σκηνοθεσία του, τα πρόσωπα τα χειρίζεται ως να ήταν μαριονέτες (όχι με την μεταφορική έννοια, όχι ως άβουλα πλάσματα δηλαδή) αλλά με κινήσεις και αντιδράσεις που παραπέμπουν σε εκείνο το είδος κι έρχονται από αυτό. Αυτός άλλωστε είναι κι ένας λόγος που στο παρελθόν επικρίθηκε, στο ότι αντιμετώπιζε και καλά τους ανθρώπους ως ...μαριονέτες. Οχι, δεν αντιμετωπίζει τους ανθρώπους ως τέτοιους, ως ανδρείκελα δηλαδή, αλλά τους σκηνοθετεί με βάση εκείνη την παράδοση. Κι όλο αυτό καταλήγει σε ΑΡΜΟΝΙΑ μοναδική, όπου είδος, ύφος και περιεχόμενο γίνονται ΕΝΑ ΚΙ ΑΔΙΑΙΡΕΤΟ και τότε ΑΠΟ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ, μπορούμε να μιλάμε ακόμα και για ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ, αριστούργημα προσωπικό, ενός κινηματογραφικού είδους που γεννά ένας άνθρωπος και το οποίο, στη συγκεκριμένη ταινία, το οδηγεί στην ΑΡΤΙΩΣΗ. Στο προσωπικό του είδος, το "περιστέρι" του Αντερσον, είναι ΤΕΛΕΙΟ.
Ο θεατής, όμως, οφείλει να ξέρει τι θα πάει να δεί. Ενα "αριστούργημα" πεταμένο έτσι στα μούτρα κι ένας "σουρεαλισμός" για συνοδεία, μπορεί να επιφέρουν κι αντίθετα αποτελέσματα.
Οταν μπεις στο πνεύμα του Αντερσον, διασκεδάζεις με τα συμβαίνοντα, ακόμα κι όταν αγγίζουν την μαύρη κωμωδία με τους τόσους θανάτους (αλλά εκεί πάνω, στα βόρεια τα μέρη του έχουν μιά εμμονή με το θέμα, πολλά νεκροταφεία βρίσκονται μέσα σε πάρκα που πάνε βόλτα οι οικογένειες με τα παιδάκια τους) κι οι ήρωες του, οι πλασιέ, που πουλούν πράγματα ανήκουστα, περνοδιαβαίνουν από χώρους που είναι ενός άλλου πνεύματος, ζουν τα παράδοξα κι αυτά γίνονται με κινήσεις του θεάτρου των μαριονετών αλλά και με σεναριακές παραδοξότητες που απαντώνται στο είδος.
Ναι, είναι ταινία για να πάρει το πρώτο βραβείο σε ένα μεγάλο Φεστιβάλ, όπου ΖΗΤΟΥΜΕΝΟ είναι περισσότερο ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ και λιγότερο το έργο, διότι είναι ταινία που ένας δημιουργός έφτασε στην ολοκλήρωση κι αυτό κάπως πρέπει να ανταμειφθεί, ειδικά όταν ψάχνουν για πρόσωπα. Δεν είναι έργο, όμως, που η Σουηδία θα υπέβαλε στην Ακαδημία για το Οσκαρ. Οι Σουηδοί, όπως κι άλλοι, γνωρίζουν καλά τις διαφορές του σινεμά του δημιουργού και του σινεμά των ειδών. Οπως επίσης γνωρίζουν και το πότε αυτά τα δύο συνδυάζονται.
ΥΓ. Αγαπημένη σκηνή: Σε ένα καφενείο "εισβάλλει" στρατός από μιά άλλη εποχή κι όση ώρα διαρκεί η στατική- το επαναλαμβάνω- σκηνή, χάζευα το φόντο, τον δρόμο όπου δεν έπαυαν να περνούν στρατιώτες με αυτά τα κοστούμια του καιρού του αλλοτινού κι αναρωτιόμουν πόσα επίπεδα σκηνοθεσίας είχε στήσει για μία και μόνη, δήθεν "στατική", σκηνή. Δεν είναι τυχαίος ο καλλιτέχνης. Δεν είναι όμως και "ευρύς"