Ο αριθμός του τίτλου αναφέρεται στον αριθμό των στίχων που απαρτίζουν το συγκεκριμένο έργο του μεγάλου Ελληνα διανοητή και το οποίο θεωρείται από πολλούς το σημαντικότερο της πλούσιας συγκομιδής του.
Δεν είμαι μελετητής, είμαι αναγνώστης του καζαντζακικού έργου, κι έτσι δεν θα πάρω θέση πάνω σε αυτό, στο αν πράγματι είναι ή δεν είναι το σημαντικότερο πνευματικό δημιούργημα που άφησε πίσω του. Το σημειώνω αυτό επειδή και στο ντοκυμαντέρ όπως και στα άλλα είδη του κινηματογράφου αλλά και στο θέατρο και στη λογοτεχνία παρατηρείται το φαινόμενο να «ξεφεύγει» ο κριτικός από το αντικείμενο του και να αρχίζει να κοντράρει τις θέσεις της ταινίας που είδε, το οποίο, όμως, είναι θεμιτό μέχρις ενός βαθμού. Ενας άνθρωπος αφιερώνει μία ταινία στην οποία η προεργασία είναι ολοφάνερη, και στο ότι έχει καταβληθεί μόχθος για να ερευνηθεί ο Καζαντζάκης με αφορμή ένα συγκεκριμένο έργο του. Συνεπώς, οι προσωπικές απόψεις κάποιου που γράφει κριτική για το αν είναι ή δεν είναι η «Οδύσσεια» το καλύτερο των έργων του είναι παράβαση ακόμα και με κόκκινο..
Θα σταθώ λοιπόν στο ντοκυμαντέρ και στην εργασία που έκανε ο Μένιος Καραγιάνης , που το υπογράφει, και θα ξεκινήσω από το γεγονός ότι πρόκειται για ντοκυμαντέρ 90λεπτο, δηλαδή ταινία κανονική.
Η οποία απλώνεται στου κόσμου τα μέρη, φτάνει μέχρι και Σουηδία, μια και τους ανθρώπους που μιλούν για το καζαντζάκειο έργο εν γένει με αφορμή την «Οδύσσεια» , πάει και τους συναντά στα μέρη που ζουν, εργάζονται ή έχουν αποτραβηχτεί…
Είναι πολύ βαθιά η προσέγγιση, είναι ένα υψηλό δείγμα πνευματικής εργασίας , διότι μιλούν φιλόλογοι, ξένοι μεταφραστές, καθηγητές διεθνών Πανεπιστημιων, ψυχίατροι, χαράκτες μέχρι και καθηγητής πνευμονολόγος με λατρεμένη σκέψη και λόγο μα ακόμα κι η κρητική λύρα παρεμβαίνει με την δεξιοτεχνία του Ψαραντώνη και βάζει τη δική της πινελιά στο καζαντζάκειο αφιέρωμα.
Το ότι είναι δείγμα υψίστης πνευματικής διάστασης φαίνεται από τις αναλύσεις και τις τοποθετήσεις των διανοητών που ασχολήθηκαν με το έργο του και με την προσωπικότητα του κι ενώ ο θαυμασμός κι η εκτίμηση είναι μόνιμα φωτάκι αναμμένο, δεν λείπουν κι οι κριτικές τοποθετήσεις περί του έργου του, ή περί του πως διαχειρίστηκε το συγγραφικό ταλέντο του και το αν έγινε τελικά «μεγάλος» συγγραφέας. Ναι, πάνω σε βαθιές αναλύσεις ακούγονται και αυτά κι όχι σε ύφος επικρίσεων αλλά πάνω στο πως αντιμετώπιζε ο Καζαντζάκης τις μεγάλες μορφές της ποίησης και στο αν έφτασε κι ο ίδιος να γίνει.
Να, εδώ ας πούμε θα παρασυρθώ και θα κάνω μια προσωπική τοποθέτηση πάνω στη σύγκριση Καζαντζάκη με Τζέιμς Τζόυς, που τέθηκε στο ντοκυμαντέρ, και στο αν η «Οδύσσεια» του πρώτου είναι κατώτερη από τον «Οδυσσέα» του δεύτερου, Ωστόσο, δηλώνω ευθαρσώς πως πρόκειται για προσωπική τοποθέτηση μια κι ο υπογράφων δεν έχει περγαμηνές φιλολόγου και προπάντων ερευνητή. Να μην κάνω κι εγώ αυτά που επικρίνω, να μιλώ για το γούστο μου ως λογοτεχνικό θέσφατο όπως κάνουν κάποιοι «τουρίστες» του σινεμά που συστήνονται ως κριτικοί κι απλώς εκτίθενται.
Θέλω να πω με την αναφορά στον Τζόυς, όπως επίσης και με την αναφορά από γυναίκα καθηγήτρια για τη θέση του Καζαντζάκη απέναντι στις γυναίκες , πως είναι ένα ντοκυμαντέρ στο οποίο οι ομιλητές δεν εξαντλούνται μόνο στο θυμιατό αλλά προχωρούν παραπέρα, κάποιοι εκφράζουν και κριτικές τοποθετήσεις. Όπως επίσης και για την προσωπικότητα του, την ψυχολογία του και τις αντιθέσεις που χαρακτήρισαν τη φιλοσοφία του αλλά χαρακτήρισαν και αντιφάσεις της ίδιας της ζωής του.
Ένα πνευματικό μεθύσι ήταν το ντοκυμαντέρ αλλά βίωσα και μια «καζαντζάκεια» αντίφαση: Να κρέμεσαι από τα χείλη των ομιλητών και ταυτόχρονα, προς το τελευταίο περίπου ημίωρο να κοιτάς και το ρολόι.
Ω, ναι! Διότι από το ντοκυμαντέρ, αν κάτι απουσίαζε ήταν ο «κινηματογράφος». Η δομή. Ο ρυθμός. Η ροή. Το ΜΟΝΤΑΖ. Το περιεχόμενο χρειάζεται πάντα και τη φόρμα ώστε να μπορέσει να λειτουργήσει ως κινηματογραφικό ντοκυμαντέρ κι όχι ως επιστημονικό συνέδριο.Στο μοντάζ χρεώνω το συγκεκριμένο διότι και οι χώροι και τα πρόσωπα εναλλάσσονται μα και η αγριεμένη θάλασσα της εισαγωγής σε βάζει πολύ στο πνεύμα του Καζαντζάκη, της Οδύσσειας, του Οδυσσέα, της Κρήτης, της ψυχής και των όσων συμβολίζει μια υποφόσκουσα βαθιά , σκοτεινή θάλασσα. Όπως επίσης και το πέρασμα στην παγωμένη Σουηδία που ακολουθεί κι ακούμε τόσο ωραία πράγματα από τους υπερήλικες Σουηδούς σοφούς που μετέφρασαν το έργο του. Οπως επίσης κι οι δύο ψυχίατροι που κρατήθηκαν για το τέλος κι έδωσαν την άλλη διάσταση στην ανάλυση και την προσέγγιση του ντοκυμαντέρ πάνω στον Καζαντζάκη, ήταν σε θέση να το σηκώσουν , παρόλα αυτά εκεί το έργο έδινε την εντύπωση πως επαναλαμβάνεται ενώ μόνο για κάτι τέτοιο δεν επρόκειτο.
Επαναλαμβάνω κι εγώ , το να κρέμεσαι από τα χείλη των ομιλητών και συγχρόνως να κοιτάς το ρολόι, ε, μόνο σε Καζαντζάκη θα μπορούσε να συμβαίνει και ίσως τελικά να ήταν μέρος της προσέγγισης, τόσο συμβατό τελικά με τα όσα ειπώθηκαν για την διαρκή πάλη για την ελευθερία αλλά και την αποδέσμευση από αυτήν.
Δεν αποκλείεται τελικά αυτό το μοντάζ που με όρους στενά κινηματογραφικούς ελέγχω, να ήταν και το πιο ενδεδειγμένο, να ήταν η στιγμή που όπως και στην ανάγνωση βιβλίου Καζαντζάκη επείγει το τσάκισμα της σελίδας διότι σου έπεσαν πολλές οι πληροφορίες, οι φιλοσοφίες κι οι θέσεις και θες λιγάκι να τα χωνέψεις ή να τα βάλεις σε μια σειρά.