Το «ΕΡΙΚ» (στη λήγουσα ο τόνος) των ΦΑΙΔΩΝΑ ΓΚΡΕΤΣΙΚΟΥ και ΠΑΝΟΥ ΤΡΑΓΟΥ με γύρισε πολύ πίσω, στα φεστιβαλικά μου ξεκινήματα. Τότε που πιτσιρικάς στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης , όταν τα μικρού μήκους προβάλλονταν ως εισαγωγή στο πρόγραμμα των διαγωνιζομένων «μεγάλων», είχα δεί ένα που λεγόταν «Ο ΛΑΚΗΣ Ο ΤΡΑΒΟΛΤΑΣ» του πρόωρα μακαρίτη- δυστυχώς!- ΒΑΓΓΕΛΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ. Οπου είχε βρει ένα τύπο της παλιάς αθηναικής νύχτας του καιρού που ανθούσαν τα πρώτα nightclub ο οποίος χόρευε εκπληκτικό ροκ’ν’ρολ, συνήθως μαζί με την αδελφή του για παρτενέρ και δεν θυμάμαι πως ακριβώς (έχουν περάσει και τα χρόνια…) τον είχαν ονομάσει «Ο Λάκης ο Τραβόλτας», ακριβώς πάνω που είχε φεγγοβολήσει το αστέρι του Τραβόλτα ενώ ο τύπος το ροκ’ν’ρολ το χόρευε 20 χρόνια πριν το «Πυρετός το Σααββατόβραδο». Είχα συγκινηθεί με την περίπτωση του αλλά προπάντων με την έρευνα του Δημητρίου να τον βρει και να τον κινηματογραφήσει.
Μου ανακλήθηκε η μνήμη και ξεπήδησαν από μέσα μου οι εικόνες εκείνες, όταν είδα τον «ΕΡΙ’Κ» του Γκρέτσικου και του Τράγου. Ναι, από τις εικόνες κατάλαβα ότι του «βιογραφούμενου» προσώπου πρέπει να του είχε δοθεί μια σχετική δημοσιότητα, αν και προσωπικά δεν είχα πάρει χαμπάρι ,όμως, περισσότερο με συγκίνησε το τι μπορεί να έκανε αυτά τα δύο παιδιά να πάνε και να ασχοληθούν μαζί του. Διότι ο «Ερίκ» του τίτλου είναι ο Καντονά, μόνο που δεν πρόκειται για τον «Ερίκ Καντονά» αυτοπροσώπως που τον είχε αναλάβει εκείνον ο Κεν Λόουτς σε μια όχι ιδιαιτέρως πετυχημένη ταινία του αλλά για ένα τύπο από χωριό της Θάσου, που δηλώνεται ή αυτοδηλώνεται ως «σωσίας» του διάσημου ποδοσφαιριστή. Ξέρετε, πολλές φορές σε ένα ντοκυμαντέρ κρίνεται κι η ίδια η επιλογή ενός θέματος, ο βαθμός ευαισθησίας που παρακινεί δύο παιδιά να ασχοληθούν, κι όταν λέω «ευαισθησία» κι εδώ, όπως και στην περίπτωση Καραμαγγιώλη με τη «δεύτερη ευκαιρία», δεν κρίνω τα δάκρυα αλλά τις λεπτές κεραίες. Στην περίπτωση «Ερίκ» διακρίνουμε από μεριάς δημιουργών όχι μόνο το ότι κάτι τους είπε αυτός ο τύπος και προσπάθησαν να του φτιάξουν το πορτραίτο αλά «Πολίτης Κέιν»- μιλά κι ο ίδιος αλλά μιλούν κι οι γύρω του γι αυτόν και κάπως έτσι τον «σχηματίζουμε» μα και μια τάση πειρακτηριού , αγορίστικου πειρακτηριού, που είναι τόσο κοντά στο πνεύμα του ποδοσφαίρου. Αν σας πω ότι αυτό είναι που εκτίμησα το περισσότερο στην ταινία τους; Πως ήταν το στοιχείο που μαρτυρούσε την ειλικρίνεια της προσέγγισης, πως δεν μπορεί να μην διαθέτει και λίγο πείραγμα μια τέτοια υπόθεση όπου ένας τύπος περνά τον εαυτό του για τον Καντονά; ΚΙ όπως συμβαίνει με τα αληθινά πειρακτήρια, αυτά που κάνουν πλάκες στο σχολείο ή όταν παίζουν ποδόσφαιρο, ποτέ δεν προσβάλουν, δεν θίγουν, σέβονται αυτόν που τον εξετάζουν με περιέργεια αλλά και με ενδιαφέρον. Δείχνουν καλά παιδιά. Και σαν να αναπόλησαν σχολικές τους αταξίες και καζούρες ενώ τον «Καντονά» τους, κάπως τον θαύμασαν.
Εκείνο που μου άρεσε στο ντοκυμαντέρ «ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ: ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ» της Ελληνο-Γαλλίδας ΑΝΖΕΛΙΚ ΚΟΥΡΟΥΝΗ ήταν η πρισματικότητα στην προσέγγιση. Ενώ παίρνει σαφή πολιτική θέση εναντίωσης, δεν καταφεύγει στη συνθηματολογία, στο κήρυγμα και στην επανάληψη θέσεων αλλά ούτε και στο έτοιμο υλικό, στο να μοντάρει αποκλειστικά εικόνες από την τηλεόραση και να τις μετατρέψει σε ταινία κανονικής διάρκειας. Βεβαίως κι υπάρχει οπτικό υλικό από την TVαλλά αλλού εστιάζεται η δουλειά που δείχνει καλή δημοσιογραφική αλλά και ντοκυμαντερίστικη κατάρτιση. Στο ότι η δημιουργός συνομιλεί με «Χρυσαυγίτες», μπαίνει στα σπίτια τους, συζητά μαζί τους και με συγγενείς τους, αφήνει το φακό να καταγράψει τις θέσεις τους, τους ακολουθεί σε συγκεντρώσεις και πορείες και βεβαίως προβάλει εξίσου και τον αντίθετο λόγο, πρώτον από όλους τον δικό της. Κι αφήνει ανοιχτές τις διαστάσεις του εν λόγω πολιτικού φαινομένου με αυτό τον τρόπο, που στα πολιτικά ντοκυμαντέρ εγχωρίου παραγωγής δεν πολύ- συνηθίζεται.. Είχε κάτι το «γαλλικό» η δική της προσέγγιση.
Και μετά…. «Η ΑΘΗΝΑ ΑΠΟ ΚΑΤΩ-ΤΟ ΝΤΟΚΥΜΑΝΤΕΡ ΤΩΝ ΝΕΟΠΤΩΧΩΝ». Τι να πεις τώρα για αυτό το φιλμ που ξεπερνά τα όρια του ντοκυμαντέρ και γίνεται ΜΑΡΤΥΡΙΑ μιας κατάστασης, που θα το χρειαστεί κάποτε η ΙΣΤΟΡΙΑ για να δείξει στις επόμενες γενιές «ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΤΟΤΕ;». Οσο κι αν τα έχουμε ζήσει ή τα έχουμε υπόψη μας είτε έμμεσα είτε κι άμεσα (που το απεύχομαι αλλά…..) είτε και δημοσιογραφικά, οι εικόνες των ανέργων, των συσσιτίων, οι κουβέντες των ανθρώπων που σε μια στιγμή έχασαν τη δουλειά τους ενώ δεν είναι και λίγοι εκείνοι που στην ίδια μία στιγμή μπορεί να έχασαν και τα πάντα, είναι ιστορικό ντοκουμέντο. Όχι, ευχάριστο δεν είναι ούτε και λυτρωτικό. Αποτυπώνει, όμως, το μέγεθος του προβλήματος και προσωπικά επαναλαμβάνω ότι το δέχομαι ως απόσπασμα μαρτυρίας όταν η Ιστορία θα μας κρίνει ως πολιτική διαχείριση στα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης που θα μελετηθούν στην ώρα τους. Του ΤΑΚΗ ΜΠΑΡΔΑΚΟΥ.