Αν κι ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΚΟΣ, ξεκινώ από τον δημιουργό κι όχι από το έργο επειδή το «εν αρχή ήν ο λόγος» για μια ακόμα φορά βρίσκει την εφαρμογή του κι επιβεβαιώνει τη δύναμη του. Κι επειδή αφορά και στη δική μου κοσμοθεωρία πάνω στο σινεμά που προτιμώ πάντα εκείνο το οποίο μου αφηγείται μια ιστορία παρά το στυλίστικο ή εκείνο που παλεύει το δικό του αγώνα με την κάμερα ή τους φωτισμούς.
Κι επειδή για τη Δανία και το σινεμά της έχω κάνει αναφορά πολλές φορές μια και ταυτίζονται οι απόψεις μας… Κι επειδή γνωρίζω πολύ καλά τη δύναμη και την ποιότητα των κινηματογραφικών σπουδών στη χώρα αυτή κι επειδή ξέρω πως διδάσκονται εκεί τα ΕΙΔΗ κι όχι οι θεωρητικές αναλύσεις των κριτικών από τις οποίες δεν φτιάχνεται σινεμά.
Η «ΑΠΟΦΑΣΗ» είναι ένα πολεμικό ΔΡΑΜΑ, που ακουμπά πολύ και με ακομπλεξάριστο τρόπο πάνω στα αμερικανικά φιλμ του είδους (στα καλά εννοείται) καθώς και πάνω στον ίδιο πόλεμο στον οποίο έχουν συν-εκστρατεύσει με τους Αμερικάνους οι Δανοί.
Από αυτή την άποψη βρίσκεται κοντά τόσο στο «The hurt locker» και στο «Zero dark thirty» της Κάθριν Μπιγκελόου όσο και στον «Ελεύθερο σκοπευτή» του Κλιντ Ηστγουντ χωρίς να ξεχνάμε ότι από τη χώρα αυτή βγήκε πριν από χρόνια και το «Brothers» της δικής τους Σουζάνε Μπίερ.
Και τελικώς με το τελευταίο συγγενεύει περισσότερο- λογικό είναι.
Ουσιαστικά πρόκειται για δράμα συνειδήσεων πάνω στον πόλεμο κι εξετάζει ένα ζήτημα το οποίο καταλήγει ανθρωποκεντρικό, όπως πρέπει να είναι τα έργα, χωρίς να αποκόπτεται από το κοινωνικό κομμάτι της υπόθεσης, που κι αυτό δεν πρέπει να λείπει από τα έργα, αν και το τελευταίο δεν υπενθυμίζεται με κηρύγματα και κορώνες . Το τελευταίο που αναφέρω δεν είναι η άμεση κριτική για την εμπλοκή της Δανίας στον πόλεμο αλλά η κριτική που γίνεται έμμεσα εξ αιτίας του ίδιου του περιστατικού: Η απόφαση που πήρε ένας διοικητής για να σώσει τους άνδρες του και κατέληξε στη σφαγή αθώων πολιτών. Με αποτέλεσμα να τον καλέσουν πίσω στην πατρίδα και να περάσει από «στρατοδικείο», από ανακριτική επιτροπή, ως εγκληματίας πολέμου. Ενας άνθρωπος ο οποίος μόνο τέτοιος δεν ήταν. Όμως και στον πόλεμο όπως και στη ζωή όπως και στην Τέχνη όπως και στη Δικαιοσύνη, υπάρχουν ΚΑΝΟΝΕΣ. Κι ο ήρωας του δράματος παραβίασε αυτούς τους κανόνες. Τους παραβίασε όμως; Είχε άλλη επιλογή; Μπορεί κανείς να κρίνει τον πόλεμο όταν βρίσκεται μακρυά, στη δική του ζεστασιά κι ασφάλεια; Να θυσίαζε τους άνδρες της μονάδας του; Ηξερε ότι θα σκοτώνονταν αθώοι πολίτες;
Μα το έργο, μέσα από το σενάριο και τις σχέσεις των ανθρώπων, δεν περιορίζεται μόνο σε αυτά. Αυτά τα ερωτήματα είναι τα εμπόδια που βάζει το σενάριο στον ίδιο τον κεντρικό ήρωα αλλά και στο κύριο θέμα ώστε η δική του απόφαση να καταλήξει να κριθεί κι ως απόφαση της ανακριτικής επιτροπής. Το έργο μέσα σε αυτά τα σεναριακά «εμπόδια» που είναι τα εργαλεία με τα οποία στήνεται η πλοκή και κτίζεται το δράμα, περιλαμβάνει και τις ανθρώπινες σχέσεις, δίνει μεγάλο βάρος στην οικογένεια του ήρωα που έχει μείνει πίσω, στη γυναίκα που ξέρει πολύ καλά ποιος είναι ο άνδρας της, που έχει αναλάβει το σπίτι και τα τρία παιδιά ως ακοίμητος φρουρός, που με λεπτό και περίτεχνο τρόπο άκρας διακριτικότητας αφήνει υπαινιγμούς για την μη έγκριση της «στράτευσης» του συζύγου, για το πώς προσπαθεί τη δική της αγωνία να την κρατήσει κρυφή από τα παιδιά τους… και τελικώς ΕΤΣΙ μπορεί και κάνει η Τέχνη την όποια κριτική της.
Ο Τομπίας Λίντχολμ στο σενάριο του παράγει διαρκώς σύνθεση κι εξετάζει την ιστορία όσο πιο πρισματικά μπορεί. Για να φτάσει σε ένα φινάλε που λέει πολλά σε όποιον είναι αληθινά ευαίσθητος από άποψη κεραιών.
Κι ως σκηνοθέτης δεν κάνει τίποτε άλλο από το να προβάλει το σενάριο που είναι όλο το έργο και να αναδείξει όλες τις λεπτές και γκρίζες γραμμές που συνυπάρχουν χωρίς να κραυγάζουν. Σκηνοθεσία μέσα από τον άνθρωπο, μέσα από τις καταστάσεις…. Επιτέλους, τι είναι η σκηνοθεσία; Θα το λέμε ευκαιρίας δοθείσης ξανά και ξανά. Ως ικανός σεναριογράφος γράφει μικρές και πυκνοφτιαγμένες σκηνές, που θα επιτρέψουν στον μοντέρ να εξασφαλίσει την ένταση και στην ίδια την ραχοκοκαλιά της ταινίας κι εδώ δείχνει ότι έχει διδαχτεί πολλά από τους Αμερικάνους κι από τα φιλμ που προανέφερα. Στο Κινηματογραφικό Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης το αμερικάνικο σινεμά διδάσκεται ως βασικό, σε όλες, κι από όλες, τις έδρες.
Ο πρωταγωνιστής ΠΙΛΟΥ ΑΣΜΠΑΕΚ αρχίζει και μας γίνεται γνώριμο πρόσωπο, τον έχουμε δει σε πολλά από τα γνωστά δανέζικα , κι εδώ δίνει μια έξοχη κι εσωτερικότατη ερμηνεία αλλά και με εκτόπισμα.
ΥΓ. Ηταν υποψήφιο για το Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας κι έχασε από το ουγγρικό «Ο γιός του Σαούλ» του Λάζλο Νέμες