Αυτή ήταν στη δική μου αντίληψη η σωστότερη στιγμή να γράψω για την ταινία- τη «σκληρή» δουλειά την είχαν αναλάβει οι fanτου είδους αλλά και των προιόντων MARVEL(Κόμικς και ταινιών) κι είναι αυτοί που αφενός δεν επηρεάζονται ό, τι κι αν τους γράψεις (αφήστε που πρόθεση μου δεν είναι να επηρεάσω κανέναν διότι απεχθάνομαι τα κηρύγματα) κι αφετέρου εκείνοι που κατέχουν , ακριβώς επειδή είναι fan, τις λεπτομέρειες και τα «ντεσού» του κάθε χαρακτήρα.
Δεν θα γράψω λοιπόν εξ ονόματος των fan διότι δεν το έχουν ανάγκη αλλά και διότι δεν συγκαταλέγομαι στις τάξεις τους επίσημα. Ανεπίσημα, ως άρρωστος με το σινεμά αλλά και με την ψυχαγωγική πλευρά του, απολαμβάνω , άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο, τις ταινίες αυτές της «Marvel» με τους καρτουνο- ανθρωποποιημένους υπερ-ήρωες αλλά η σχέση μου με αυτά αρχίζει και τελειώνει στις ταινίες.
Το «Deadpool» λοιπόν, είναι μία διασκεδαστικότατη κινηματογραφική έξοδος με κάτι παραπάνω για ένα μη fan του είδους. Το κάτι παραπάνω έχει να κάνει με την προσέγγιση του θέματος που πατά σε σενάριο, κυρίως σε διαλόγους, και μέσα από εκεί βλέπουμε μια ειρωνεία, έναν αυτοσαρκασμό, ένα αυτοπείραγμα θα έλεγα, που μας κάνει και γελάμε επειδή πολλά από αυτά που λέγονται κι είναι αστεία, διαθέτουν και μια εξυπνάδα.
Χοντρικά να σας πω, στους μη fan, πως ο ήρωας εδώ έχει ταλαιπωρηθεί πολύ , είναι των Ειδικών Δυνάμεων, τον έχουν μεταβάλει σε πειραματόζωο αλλά καταφέρνει και γλυτώνει επειδή μέσα από το εις βάρος του πείραμα που τον οδήγησε στην παραμόρφωση, κατάφερε να αποκτήσει υπερφυσικές δυνάμεις, να θεραπεύσει και τον καρκίνο που τον κτυπούσε από τέσσερις διαφορετικές μεριές και….να πάρει τη «θέση» του μασκοφόρου ήρωα «deadpool» του οποίου γίνεται κάτι ως alterego.
Κι από κει και μετά αρχίζει η δράση η οποία είχε ήδη αρχίσει με το ξεκίνημα της ταινίας και σε καταιγιστική έναρξη και προχωράμε παρακάτω όπου μάλλον αστεία θα «θαυμάσουμε» παρά εφφέ, όχι ότι τα τελευταία είναι ευκαταφρόνητα. Ο αυτοσαρκασμός όμως είναι ένα στοιχείο που πάντα πουλάει, ειδικά σε τούτα τα είδη, μια και θα πιαστούν από αυτό οι μη fan και κυρίως οι κριτικοί οπότε θα συμβάλλουν κι αυτοί στη διαφήμιση της ταινίας ενώ σε άλλες περιπτώσεις θα «καταχέριαζαν» .
Όπως και να έχει, η ταινία ξεφεύγει τρόπον τινά από τα αναμενόμενα λόγω ακριβώς του χιούμορ της. Και λόγω του ΡΑΥΑΝ ΡΕΥΝΟΛΝΤΣ, που εντάσσεται ακριβώς στην ανωτέρω «λογική» και βάζει δικά του χιουμοριστικά στοιχεία στον τρόπο που τα παίζει. Ουδέποτε υπογραμμίζει το αστείο, ποτέ δεν ξεγλιστρά προς την υπογράμμιση ακόμα κι όταν οι σεναριογράφου του έχουν γράψει ατάκες ειρωνείας για το άτομο του και για τον καλλιτεχνικό εαυτό του. Η ταινία οπωσδήποτε θα τον «σηκώσει» από την σχετική αφάνεια στην οποία περιέπεσε μετά από επιλογές που φαίνονταν δελεαστικές αλλά αποδείχτηκαν απατηλές- όπως εκείνο που επί δύο ώρες ήταν θαμμένος ζωντανός και φαντάζομαι το νόμιζαν για καλλιτεχνική ευκαιρία όταν το αποφάσιζαν…. Κι άντε μετά, να ξαναβρείς τον δρόμο που έχασες. Πάντως, όπως κι ο ήρωας της ταινίας που με την παραμόρφωση και το πείραμα γλυτώνει τα δεινά κι αποκτά δυνάμεις, έτσι κι ο Ρέυνολντς με τούτη την ταινία, δείχνει ότι χάρη στο blockbuster μπορεί να ανακτήσει το χαμένο χρόνο, ο οποίος, όπως βλέπουμε τον ηθοποιό να παίζει , φανερώνει ότι κάτι του πρόσφερε ως εμπειρία. Κι ο φακός δηλώνει και πάλι έτοιμος να τον υπογράψει εκ νέου κι ως γόη προβάλλοντας του την αλα Ουόρεν Μπίτι «μυωπική γοητεία» που μπορεί να υπαινίσσεται πολλά. Αγωνίζονται κι οι ηθοποιοί, τι να κάνουν; Δεν είναι εύκολο το χτίσιμο μιάς καριέρας.
Πάντως διαπιστώνεται ότι η «Marvel» με τα κόμικς της και την κινηματογραφική μεταφορά τους έχει εξελιχθεί σε αυτόνομο κινηματογραφικό οργανισμό και με κινήσεις «αυτοειρωνικές» όπως στο «Deadpool» δείχνει διαθέσεις σταθεροποίησης κι εξέλιξης. Θα οφείλαμε ένα credit και στον σκηνοθέτη ΤΙΜ ΜΙΛΕΡ ο οποίος εναποθέτει την πείρα του από την προυπηρεσία στα animation movies κι έχει συμβάλει αρκετά στην εξισορρόπηση δράσης (που προέρχεται από την εμπειρία στα «καρτούν») αλλά και χιουμοριστικού διαλόγου που δείχνει κι αυτός καρτουνίστικες καταβολές.