Με το έργο αυτό, σε ηλικία μόλις 13 χρονών, είχα μυηθεί στον Λόρκα. Ναι, τόσο μικρός. Είχε προηγηθεί, ένα χρόνο πριν, ένας δίσκος του ΓΙΑΝΝΗ ΓΛΕΖΟΥ κι έτσι πρωτάκουσα μεταφρασμένα λόγια του Ισπανού ποιητή, ρώτησα γι αυτόν και πάνω που άρχισα να μαζεύω πληροφορίες, μου ήρθε κατακούτελα η παράσταση του «ΜΑΤΩΜΕΝΟΥ ΓΑΜΟΥ», στο υπόγειο θέατρο «Παξινού», στο «Σινεάκ» του μεγάρου REX, σε σκηνοθεσία ΑΛΕΞΗ ΜΙΝΩΤΗ με συγκλονιστική μάνα την μέγιστη των μεγίστων ΚΑΤΙΝΑ ΠΑΞΙΝΟΥ κι εύθραυστη νύφη την ΝΙΚΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗ, όπου το ξανάδα και με την ΤΑΝΙΑ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΥ στο ρόλο της τελευταίας, η ερμηνεία της οποίας υπογράμμιζε περισσότερο το τραγικό. Η παράσταση εκείνη του Μινωτή έμεινε καρφωμένη μέσα μου, ακόμα θυμάμαι τους στίχους κι ας το ξανάδα πλήθος φορές έπειτα. Με το έργο αυτό μυήθηκα στον Λόρκα κι από αυτόν αγάπησα και την ΙΣΠΑΝΙΑ, την οποία αγαπώ ακόμα. Είδα τα πάντα του, διάβασα τα πάντα του, μέχρι και στο Μπουένος Αιρες όταν πήγα πέρασα από θέατρο που έπαιζε Λόρκα.
Η παράσταση του Μινωτή έδινε έμφαση στο τραγικό στοιχείο αλλά είχε μπολιαστεί και με άφθονα λυρικά στοιχεία , που οφείλονταν πρωτίστως στο ότι χρησιμοποίησε τη μουσική του ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ η οποία ερχόταν από τη λυρική παράσταση του Καρόλου Κουν, όταν το είχε ανεβάσει το 1948, όπου οι ιστορικές πληροφορίες λένε ότι ο Κουν είχε προβάλει το λυρικό μέρος . Στο ανέβασμα Μινωτή, με τη συνύπαρξη των δύο στοιχείων , δικαιωνόταν πλήρως ο προσδιορισμός του είδους που έγραψε ο Λόρκα: ΛΥΡΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ.
Και θυμάμαι πως σε εκείνη την ευαίσθητη ηλικία (αλλά όπως είπα ασχολούμουν από πολύ μικρός) είχα παραδεχτεί, μετά από εκείνη την μεγαλειώδη παράσταση, μια ήττα του κινηματογράφου, αν κι ήμουν κινηματογραφάκιας γεννημένος: Πως κάποια μεγάλα έργα αδυνατούν να μεταφερθούν στον κινηματογράφο διότι δεν μπορούσα να φανταστώ αυτό το έργο, μετά από εκείνη την παράσταση να μεταφέρεται στο σινεμά, να διασκευάζεται σε ταινία. Πως θα μπορούσε εκείνος ο λόγος να μεταβληθεί σε εικόνα;
Και να που μετά από χρόνια, από πάρα πολλά χρόνια, βρέθηκα ενώπιον της κινηματογραφικής μεταφοράς του αγαπημένου έργου του αγαπημένου ποιητή, Και θυμήθηκα εκείνη την ένσταση όταν το έργο ξεκίνησε.
Όχι, τολμώ να παραδεχτώ, με όση διάθεση αυτοκριτικής με διέπει ή μου περισσεύει, πως δεν ήταν εμμονή ούτε εγωισμός. Διότι, αντίθετα, παραδέχτηκα το ότι η Ισπανίδα σκηνοθέτης ΠΑΟΥΛΑ ΟΡΤΙΘ έκανε «καλή» δουλειά. Καλή, με την έννοια ότι το πνεύμα του Λόρκα το σεβάστηκε, όπως και το σύνολο του έργου, ότι πέραν όλων των άλλων διέθετε και την ισπανική γνησιότητα, ότι μετέφερε το έργο στην οθόνη διότι πήγαζε από μέσα της. Είναι κουλτούρα της, είναι πολιτισμός της, είναι ρίζες της.
Το έργο συνοπτικά αναφέρω ότι διαδραματίζεται σε ένα ισπανικό χωριό, όπου ετοιμάζεται ένας γάμος κι όπου ο Λόρκα, σε αυτό το έργο, δεν έχει δώσει ονόματα στα πρόσωπα παρά μόνο «ιδιότητες»: Η «μάνα», ο «γαμπρός», η «νύφη», ο «πεθερός» παρά μόνο σε ένα έχει κάνει την εξαίρεση: Στον ΛΕΟΝΑΡΔΟ. Ενώ το ποιητικό στοιχείο το εμβάλλει με τη Ζητιάνα (που συμβολίζει τον θάνατο) και με το «Φεγγάρι» (που η σκηνοθέτης το έχει εξαλείψει από την ταινία) Ο Λεονάρδο είναι ο παλιός αγαπημένος της νύφης που στο μεταξύ έχει παντρευτεί την ξαδέλφη της , το πάθος αποδεικνύεται άσβεστο και για τους δύο, και τη νύχτα του γάμου, μετά την τελετή την κλέβει. Κλέβονται. Αλληλοκλέβονται. Και ξεσπά η τραγωδία που έτσι κι αλλιώς υπέβοσκε διότι ανάμεσα στην οικογένεια του γαμπρού και στην οικογένεια του Λεονάρδο υπήρχε παλιά «βεντέτα». Και το φονικό επαναλαμβάνεται.
Στο Λεονάρδο μόνο έδωσε όνομα ο Λόρκα, αυτόν δεν τον όρισε με ιδιότητα ως ο «εραστής». Του έδωσε όνομα, τον έκανε κινητήριο μοχλό της τραγωδίας και των εξελίξεων.
Λοιπόν, η σκηνοθέτης επιχείρησε να προσεγγίσει το έργο με κινηματογραφικό τρόπο. Κι αυτό την τιμά. Όμως να που κάποια πράγματα «προδόθηκαν», με την έννοια ότι δεν κατέληξαν συμβατά. Ότι ο μεγάλος λόγος δεν κατάφερε να γίνει μεγάλη εικόνα.
Ισως φταίει το γεγονός πως η σκηνοθέτης επέλεξε ως οδό την ΕΙΚΟΝΟΚΛΑΣΙΑ. Μια εικονοκλασία, που, όπως κι η ίδια είπε, της ήρθε ως έμπνευση από το ασιάτικο σινεμά. Κι επέλεξε ως χώρους χωματώδη σημεία από την Καππαδοκία.
Για μένα, εκεί τέλειωσαν όλα! Κατάλαβα πού κλώτσαγα. Κατάλαβα κι από πού αντλήθηκαν οι υπερθετικοί από άλλους κριτικούς: Ασιάτικη επιρροή και εικονοκλασία Εμένα από το έργο μου έλειψε η «Ισπανία». Μου έλειψε το ισπανικό τοπίο. Μου έλειψαν τα αμπέλια κι οι ελιές που εξακολουθούν να αναφέρονται και στην ταινία από το κείμενο του Λόρκα. Μου έλειψε κι ο λυρισμός, κατεπέκταση κι η ποίηση. Βεβαίως κι η σκηνοθέτης πρόβαλε το πάθος. Κι ήταν το καλύτερο ισοδύναμο που μπορούσε να βρει. Όμως, μόνο εν μέρει κάλυψε το λορκικό κενό. Μου έλειψαν κι οι οπλές των αλόγων. Οι καβαλλάρηδες. Πόσο πεζό μου φάνηκε που ο γαμπρός αντι να καβαλικέψει το άλογο για να πάει να πάρει εκδίκηση για τους δύο εραστές που είχαν φύγει έφιπποι κι επαναλαμβάνεται ο διάλογος του πρωτότυπου για το ποιος πέρασε τα σπιρούνια που είναι η ίδια η νύφη, ξαφνικά τον είδα να τους κυνηγά με μηχανάκι. Ξενέρωσα. Όπως και με τη μονομαχία των δύο αντεραστών. Παρόλο ότι επαναλαμβάνω πως η σκηνοθέτης το έχει υπηρετήσει με πάθος κι έχει προτάξει το πάθος.
Επιμένω με ευλάβεια στον κανόνα πως όταν μια τέχνη μεταφέρεται σε μία άλλη, ακολουθεί τους κανόνες της δεύτερης. Τώρα το ξέρω από γνώση. Στα 13 μου είχα κάνει τη σκέψη από ένστικτο. Βεβαίως κι ακολούθησε την πιο κινηματογραφική μέθοδο που μπορούσε ώστε τον «Ματωμένο γάμο» να τον κάνει κινηματογράφο. Όμως ο κινηματογράφος που βγήκε δεν είναι πολύ μεγάλος.
Στους ηθοποιούς τα πήγε πολύ καλά με την εξαιρετική μάνα ΛΟΥΙΣΑ ΓΑΒΑΣΑ και με την εκφραστική και πανέμορφη νύφη που έχει πάνω της όλα τα χαρακτηριστικά της ισπανικής , μελαχρινής ομορφιάς ΙΝΜΑ ΚΟΥΕΣΤΑ καθώς και με όλο το γυναικείο cast. Στους άνδρες, που τυχαίνει να τους γνωρίζω και τους δύο από την τηλεόραση (μπορεί να μην παρακολουθώ φανατικά σειρές, κυρίως αυτές τις πολυδιαφημσιμενες αμερικάνικες κι εγγλέζικες αλλά έχω μια αδυναμία σε ιταλικές και ισπανικές), τον «Λεονάρδο» ΑΛΕΞ ΓΚΑΡΣΙΑ (είναι από τα Κανάρια κι εκεί το «θ» δεν το πολυδουλεύουν στο «c», σε αντίθεση με τους Καστιλιάνους) που το ν ξέρω από το «Tierra de lobos» και τον «γαμπρό» ΑΣΙΕΡ ΕΤΞΕΑΝΔΙΑ που παίζει τον σχεδιαστή στο «Velvet» (μεταδίδεται κι από το Novalife) έχω να πω άλλα. Πως τον μεν πρώτο τον χρησιμοποίησε ως «μοντέλο» για την ομορφιά του διότι τον βρήκα τελείως ανέκφραστο και δεν είδα και πολύ πάθος από τον ίδιο, το «αναπλήρωνε» η «νύφη» ενώ από τον δεύτερο είδαμε και μια έκφραση οργής.
Επίσης, διάβασα ύμνους από «σαουντρακάδες» για τη μουσική του ΣΙΓΚΕΡΟΥ ΟΥΜΕΜΠΑΓΙΑΣΙ κι έχω να πω ότι είναι συμβατή με την εικονοκλαστική «ασιατική» αντίληψη της σκηνοθέτη αλλά εγώ φεύγοντας από το σινεμά και μέχρι να φτάσω σπίτι «άκουγα» τη μουσική του Χατζιδάκι. Η μουσική του Ιάπωνα δεν είχε ίχνος λορκικού λυρισμού.