Πήγα κι εγώ λοιπόν να δω την ταινία, με το στομάχι σφιγμένο και χωρίς πολύ όρεξη διότι το θεμα των προσφύγων με στενοχωρεί, το παρακολουθώ καθημερινά κι από την τηλεόραση, όχι μόνο την ελληνική αλλά και την ιταλική, και δεν είχα και πολύ κέφι να πάω και μάλιστα σε ΝΤΟΚΥΜΑΝΤΕΡ όπου γύρευε, έλεγα με το νου μου, τι εικόνες δράματος θα αντίκριζα. Ειδικά για την Λαμπεντούζα, το νησάκι μεταξύ Σικελίας και Τυνησίας που ανήκει στην Ιταλία , όπου καταφθάνουν ορδές θαλασσοπνιγμένων από τη Βόρεια Αφρική και την Υποσαχάρια Αφρική.
Και τι δεν είχα ακούσει και διαβάσει. Από τη ΜΕΡΥΛ ΣΤΡΗΠ που ως πρόεδρος της Κριτικής Επιτροπής στο Φεστιβάλ Βερολίνου του απένειμε τη ΧΡΥΣΗ ΑΡΚΤΟ ως τα εν Ελλάδι δημοσιεύματα μα και τη RAI2, που στο μεσημεριανό μαγκαζίνο «IFATTIVOSTRI» είδα τους παρουσιαστές απότομα να φορούν το σοβαρό τους ύφος , να σηκώνονται όρθιοι σε ένδειξη σεβασμού και με δραματικό τόνο να ενημερώνουν τους τηλεθεατές πως κυκλοφορεί στις σάλες το εν λόγω ντοκυμαντέρ που είναι γύρω από το προσφυγικό κλπ, κλπ
Δεν ξέρω αν πήγα σε άλλη προβολή, πάντως «FUOCAMMARE» έγραφαν οι τίτλοι κι ήταν τύπου ντοκυμαντέρ αυτό που έβλεπα. Την ίδια απορία με μένα είχαν, όπως αποδείχτηκε κι άλλοι πέντε από τους δέκα όλους κι όλους θεατές που βρίσκονταν στον κινηματογράφο, στην προβολή των 8.00 μμ και σχηματίσαμε «πηγαδάκι» στην έξοδο, συζητώντας για το «τι ακριβώς ήταν;»
Καταρχήν, κανένα στομάχι δεν σφίχτηκε στη διάρκεια της ταινίας διότι αυτό που είδαμε ήταν κάτι πολύ «απαλό». Σε σχέση με το διατυμπανιζόμενο θέμα. Δηλαδή, είδαμε σκηνές με πρόσφυγες ή μετανάστες που να τους περισυλλέγουν ιταλικά αλιευτικά, αλλά δεν ήταν και τόσο έντονα αυτά που βλέπαμε, δεν είχαν καμμία σχέση με αυτές τις εικόνες που βλέπουμε στα καθημερινά ρεπορτάζ. Κάποιοι εξ αυτών μιλούσαν εν συντομία και για την περιπέτεια τους, όχι όμως μεγάλες εντάσεις ή δράματα. Οι σκηνές με τους πρόσφυγες ή τους μετανάστες, ήταν σαν «παρένθετες».
Ο κύριος κορμός ήταν η ιστορία ενός μικρού αγοριού που ζει στην Λαμπεντούζα με την οικογένεια του αλλά ούτε η ιστορία του είχε κάτι το ξεχωριστό από πλευράς ενδιαφέροντος ούτε ανακατευόταν με το θέμα των προσφύγων πέρα από το ότι ο μπαμπάς είναι ψαράς .
Ούτε η δική του ιστορία, του αγοριού δηλαδή, ούτε της οικογένειας του, έδειξε να «ζυμώνεται» με το προσφυγικό αλλά ούτε και με τη συνολική Λαμπεντούζα . Είδαμε το παιδί να πηγαίνει σε γιατρούς διότι έχει προβλήματα τόσο με την όραση όσο και με το αναπνευστικό, είδαμε τη γιαγιά να μαγειρεύει κάτι εξαιρετικές, όπως φαίνονταν, λιχουδιές με θαλασσινά, για να φάει η οικογένεια, ένιωωσα κάτι για τη φτώχεια τους όταν στο στρωμένο τραπέζι είδα μόνο το πιάτο με το κυρίως φαγητό και φέτες ψωμί κι ούτε σαλάτα ούτε τίποτε, κι ένιωσα λίγο και την αγωνία της γιαγιάς που επικοινωνεί με τον τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό και ζητά να της παίξουν τραγούδια ανάλογα όταν έχει «θάλασσα» κι ανησυχεί για την τύχη του ψαρά γιού της, μπαμπά του παιδιού. Όμως κι εδώ δεν πρόβαλε ο σκηνοθέτης κάποια μεγάλη αγωνία ή κάτι σχετικό. Κάπως ξώφαλτσα από τον ίδιο ραδιοφωνικό σταθμό πληροφορούνται και για τις αφίξεις κι είχε και μια τέτοια σκηνή.
Αυτό ήταν το έργο .Α, το παιδί πηγαίνει σχολείο κι είχε και μια ή δύο σκηνές από την ώρα του μαθήματος, περισσότερο για να δηλώσει την προβληματική όραση του μικρού.
Τι συναισθήματα θα μου γεννούσε το έργο αν δεν είχα διαβάσει όλον αυτό τον «αναβαλλόμενο» κι είχα βρεθεί απληροφόρητος στην αίθουσα; Γλυκά συναισθήματα, ομολογώ. Για ένα παιδί στην Λαμπεντούζα, που ζει σε μια πληκτική καθημερινότητα, αντιμετωπίζει και προβλήματα υγείας και στο μέρος που μένει, έρχονται και πρόσφυγες, συνήθως τη νύκτα με τα αλιευτικά. Όμως και πάλι δεν θα έβγαινα ούτε «συγκλονισμένος» ούτε ¨ενθουσιασμένος», δεν είχα δει και τίποτα που να με ταρακουνήσει.
Όταν όμως πήγα για να δω αυτά που δεν είδα, δεν θύμωσα, έμεινα , όμως, με την απορία. Τελικά που τα βρίσκουν και τα λένε όλα αυτά που λένε, όλοι αυτοί που τα λένε. Επώνυμοι και…. Μεσαίοι.
Δεν ειρωνεύομαι, δεν είναι του στυλ μου, απορία εκφράζω.