Λέω εγγλέζικο επειδή αποτελεί μεταφορά στην οθόνη εγγλέζικου μυθιστορήματος του συγγραφέα ΤΖΟΝΑΘΑΝ ΚΟΟΥ (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πόλις» σε μετάφραση Μαργαρίτας Ζαχαριάδου) και στο οποίο ο συγγραφέας κάνει ένα προσωπικό οδοιπορικό μέσα από την ιστορία τoυ ήρωα του, του κυρίου Σιμς, στην Αγγλία, με βιωματική αφετηρία το Μπέρμιγχαμ που είναι η γενέτειρα του συγγραφέα. Την κινηματογραφική μεταφορά επωμίστηκε ο σκηνοθέτης ΜΙΣΕΛ ΛΕΚΛΕΡΚ, και το μετέτρεψε όχι μόνο σε γαλλική ιστορία αλλά και σε γαλλικό άρωμα.
Εδώ σταματώ τις αναφορές στο βιβλίο διότι επαναλαμβάνω συχνά-πυκνά και κάθε φορά που μου δίνεται η ευκαιρία, τον θεμελιώδη κανόνα πως όταν μεταφέρεται ένα έργο από μία τέχνη σε μία άλλη, κρίνεται με τους κανόνες της δεύτερης διότι σε αυτήν και μόνο σε αυτήν οφείλει να υπακούει. Μεγαλύτερη ανοησία, που προδίδει και ημιμάθεια, από το «δεν ήταν καλό σαν το βιβλίο», όταν μιλάμε για ταινία, δεν υπάρχει. Αντίθετα, ο θεμελιώδης κανόνας ολοκληρώνεται με τον συμπληρωματικό ότι για να πετύχει μια κινηματογραφική μεταφορά οφείλει να είναι όσο γίνεται ΛΙΓΟΤΕΡΟ πιστή στο πρωτότυπο, στο βιβλίο. Μόνο έτσι αποδεσμεύεται, λευτερώνεται , αυτονομείται και ΑΝΑΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙ (ΤΑΙ)
Βλέπουμε λοιπόν μια υπέροχη «γαλλική» ιστορία , η οποία είναι εξαιρετικά δομημένη, τόσο στο σενάριο όσο και στη σκηνοθεσία αλλά για να το καταλάβουμε πρέπει να φτάσουμε στο δεύτερο μέρος. Στο πρώτο, και με δική μας υπαιτιότητα, μας τρώνε οι καχυποψίες , πότε ότι «φλυαρεί», πότε ότι «κάνει κοιλιές», πότε ότι θα αρχίσει τα αστειάκια με τις απιστίες κλπ, κλπ. Τίποτε μα τίποτε από όλα αυτά δεν ισχύει και το δεύτερο μέρος έρχεται να βάλει πιπέρι στο στόμα όσων επιπόλαια βιάστηκαν να το κρίνουν στο διάλειμμα…
Ο κύριος Σιμς, ο ήρωας του έργου, αντιμετωπίζει μια σειρά από κακοτυχίες στην προσωπική του ζωή, με τη γυναίκα του να τον έχει παρατήσει, να έχει χάσει τη δουλειά του, να υποφέρει από κατάθλιψη…. Και συγχρόνως ο σκηνοθέτης Μισέλ Λεκλέρκ να κατορθώνει να μας τα δείχνει αυτά με χιούμορ και μεις να γελάμε με τον τρόπο με τον οποίο «σερβίρεται» το χάλι του ήρωα, χωρίς να είναι ο τρόπος προσβλητικός ή αντιανθρώπινος. Εχει παρακολουθήσει και την ερμηνεία του πρωταγωνιστή ΖΑΝ ΠΙΕΡ ΜΠΑΚΡΙ από πολύ «κοντά» ο οποίος είναι τόσο προσαρμοσμένος στο κλίμα της ταινίας, τόσο πολύ μέσα στην ατμόσφαιρα του ήρωα αλλά και της σκηνοθεσίας ώστε να παίζει με κάτι αδιόρατα ανεβοκατεβάσματα τόνων και διανθίσεις χρωμάτων, ώστε να μας τον κάνει πολύ συμπαθή αυτόν τον κακομοίρη. Ο οποίος φυσικά, κατά την εξέλιξη της ιστορίας , όπου η αφορμή είναι πως έχει κερδίσει ταξίδι διακοπών για δύο σε κάποιο ξενοδοχειακό συγκρότημα αλλά πάει μόνος, διότι στο μεταξύ τον παράτησε η γυναίκα του, αποδεικνύεται ότι δεν είναι και τόσο κακομοίρης. Είναι όμως ένας άνθρωπος μπλοκαρισμένος όπως οι περισσότεροι μας, κι η νέα δουλειά που βρίσκει, να παρουσιάζει οδοντόβουρτσες δεν είναι και το καλύτερο του, όμως σε όλα μπορεί κι αντιπαρέρχεται αν μη τι άλλο με μια ψυχραιμία που είναι «μασκέ» κατάθλιψη. Για να δούμε τελικά, με όλες αυτές τις αφορμές να αναζητεί τον πατέρα του, να αναζητεί τον εαυτό του με τον οποίο δεν τα είχε «μιλήσει», να ταξιδέψει ακόμα και στο παρελθόν του πατέρα και να ταξιδέψει και μας στα καφέ του Παρισιού του 1957, ώστε να μάθει τρομερά μυστικά και να λευτερωθεί κι ο ίδιος. Οι λεπτές αποχρώσεις, όπου επαναλαμβάνω πως από καμία δεν λείπει το χιούμορ, τα ωραία γραμμένα επεισόδια που διανθίζουν την ιστορία, φωτίζουν τον ήρωα και πάνε την υπόθεση παρακάτω (μια υπέροχη κι απροσδόκητα κωμική ΒΑΛΕΡΙΑ ΓΚΟΛΙΝΟ παίζει σε ένα από αυτά, που κι αυτή κινείται στις αποχρώσεις όλης της ταινίας , ωριμασμένη κι η ίδια, παίζοντας κωμικά ένα μάλλον δραματικό πρόσωπο) κι ο θεατής, όταν το φιλμ τελειώνει, νιώθει μια αγαλλίαση, μια ανακούφιση.
ΥΓ. Ο ΜΑΤΙΕ ΑΜΑΛΡΙΚ καταλήγει στο τέλος (ευτυχώς δεν τον βλέπουμε!) να είναι και πάλι το αντικείμενο του πόθου. Μα για όνομα του Θεού με αυτόν τον άνθρωπο- είναι ο τρίτος μετά τον ΝΤΑΝΥ ΝΤΕ ΒΙΤΟ, που σε όλα τα έργα τον θέλουν τρελά οι δίμετρες γκόμενες ενώ εκείνος κάνει τον ζόρικο, και τον ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΜΕΙΣΥ που παίζει ρόλους που θα ήταν μόνο για τον ΠΟΛ ΝΙΟΥΜΑΝ,. Στην Ευρώπη έχουμε και τον AΜΑΛΡΙΚ. Να παριστάνει σε κάθε έργο τον ακαταμάχητο εραστή. Τα σενάρια τους ΑΛΑΙΝ ΝΤΕΛΟΝ περιλάμβαναν το πολύ ένα affaire d’ amour με την πρωταγωνίστρια. Αυτούς τους τρεις πρέπει να τους ερωτεύονται στα σενάρια τους οι πάντες. Κατ’ επιταγήν τίνος; Δεν γνωρίζω.. Τι να πω….