Κανονικά, κάπου εδώ θα μπορούσα να τελείωνα με την κριτική, αισθάνομαι μέσα μου ότι τα έχω πεί συνοπτικώς όλα και να άφηνα μια παράγραφο για τους συντελεστές ως υπόλοιπο.
Μου αρέσει όμως να εξηγώ κι όχι να αφορίζω.
Η αλήθεια είναι πως τα γαλλικά φιλμ έχουν ένα δικό τους κοινό και δεν μιλώ για τα ΚΑΛΑ γαλλικά φιλμ αλλά για τα γαλλικά εν γένει. Τα «γαλλικά εν γένει» είναι ως επί το πλείστον κάπως έτσι. Εδώ νομίζω ότι παρατραβάει. Περισσότερο δηλαδή από το κανονικό. Διότι σε όλη τη διάρκεια της ταινίας κι ειδικά στο αφόρητο (το επαναλαμβάνω!) πρώτο μέρος, έβλεπα εκείνον να είναι ζωηρός, τσαχπίνης και ναρκομανής κι εκείνη, τη μία να τον θέλει, την άλλη να τον διώχνει κι εκείνος να τη θέλει μεν , να πηγαίνει και με τις άλλες δε. Και κάθε τόσο κι ένα ξέσπασμα υστερισμού.
Ειλικρινά, δεν θα ήθελα να τους είχα φίλους αυτούς τους δύο ανθρώπους, αυτό το ζευγάρι και να μιλάνε συνέχεια για το πότε έφυγε ο ένας, πότε τον έδιωξε η άλλη, πότε ξανάρθε και δώστου χαβαδάκι που λένε. Αν λοιπόν δεν θα τους ήθελα για φίλους ή κι αν τους είχα φίλους θα έτρεμα κάθε φορά που θα αναγνώριζα την κλήση του ενός εκ των δύο στο τηλέφωνο, πώς να μπορέσω να τους ανεχτώ επί δύο ώρες ως θεατής που μου είναι κι άγνωστοι;
Όχι, δεν τρελάθηκα. Διότι αυτό που έβλεπα ήταν ένα caso, ένα περιστατικό, ένα συγκεκριμένο και «ιδιότυπο» ως ένα βαθμό ζευγάρι, που μας ζάλισε τον έρωτα για τον δικό τους έρωτα. Δεν είχα την αίσθηση ότι παρακολουθούσα ‘έργο, δεν υπάρχει καμία καθολικότητα, καμία οικουμενικότητα , κανένα βάθος στην «έκθεση» των εικόνων. Δεν ήταν ούτε το «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ;» ώστε να συγκλονίζομαι κι εγώ από το διαρκή καυγά δύο ανθρώπων που είναι χρόνια μαζί και τρώνε τα συκώτια τους , δεν ήταν οι «Σκηνές από ένα γάμο» ώστε μέσα από το διάλογο και τις συζυγικές καταστάσεις να μπαίνω βαθιά , όπως το δίνει η Τέχνη, στην έννοια «Γάμος». Όχι τίποτε άλλο μα επειδή διάβασα (όχι σε δικούς μας, σε Αμερικάνους το διάβασα-εκτός αν δικοί μας τους αντέγραψαν…) πως κάνει «ανατομία στο γάμο» ή πως «εμείς μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε». Το δεύτερο μπορώ να το δεχτώ. Όμως τότε, εφόσον μιλάμε για Τέχνη, αυτό το δεύτερο για να ισχύσει θέλει άλλη επεξεργασία. Η το πας στην κομεντί ή έχεις τα ατσαλένια κότσια να κάνεις εμβάθυνση του «εμείς μαζί δεν κάνουμε…».
Διαφορετικά είναι σαν να παρακολουθώ από την κλειδαρότρυπα επί δύο ώρες το πήγαινε-έλα ενός ζευγαριού που δεν με ενδιαφέρει. Ούτε ως πλοκή έχει κάτι ούτε ως υπόθεση ώστε ναι μεν «caso» αλλά με πολύ παραμύθι.
Σκηνοθετικά δεν υπάρχουν τα κότσια για να γίνει κάτι άλλο. Η ΜΑΙΒΕΝ, που το «υπογράφει» είναι μια μάλλον κακή ηθοποιός, την είχαμε δει πιο πρόσφατα στο «Ο έρωτας είναι το τέλειο έγκλημα», έπαιζε τη μητριά της εξαφανισμένης που ερωτευόταν κι αυτή όπως όλος ο γυναικείος πληθυσμός τον Ματιέ Αμαλρίκ, κι είναι κι η πρώην του Λυκ Μπεσόν , η οποία μετά τον χωρισμό αποφάσισε να κάνει και τη σκηνοθέτη. Η περίπτωση της μου θυμίζει την Σόντρα Λόκε, που όταν τη χώρισε ο Κλιντ Ηστγουντ το γύρισε κι εκείνη στη σκηνοθεσία και μετά την ξεχάσαμε. Αν κι η Λόκε ως ηθοποιός ήταν κλάσεις ανώτερη της Μαιβέν.
Το μόνο που θα μπορούσα να πιστώσω (αν αυτό το σφετερίζεται η Μαιβέν αφού είναι σκηνοθέτης) είναι ότι για τον ανδρικό ρόλο επέλεξε ή της επέλεξαν τον ΒΕΝΣΑΝ ΚΑΣΕΛ, τον οποίο βρήκα στα καλύτερα του, φρέσκο, ανανεωμένο , που δίνει τσαχπινιά στον τύπο που παίζει και γενικά κρατά ζωντανό το ρυθμό της ταινίας όπως υπηρετεί το μέρος του.Κι οι σκηνές που του έχουν γράψει αξιοποιούν μια τάση προς κομεντί. Φερειπείν , ένα στιγμιότυπο στο β’ μέρος, στη σκηνή του εστιατορίου, είναι χαρακτηριστικό. Ωστόσο, στις Κάνες αντί να πάρει το βραβείο αυτός (που δικαίως όμως το πήρε ο συνονόματος Λιντόν, ο Βενσάν Λιντόν στο «Νόμο της αγοράς»), το πήρε η πρωταγωνίστρια στο γνωστό καθεστώς «μοιρασιάς» των κριτικών επιτροπών, η ΕΜΜΑΝΟΥΕΛ ΜΠΕΡΚΟ, η οποία δεν ανήκει στο είδος εκείνο των γυναικών ηθοποιών του κινηματογράφου που μπορεί να σου αποσπά την προσοχή είτε με την εμφάνιση είτε με το παίξιμο, πόσο μάλλον όταν έχει να υποδυθεί μια κουραστικά νευρωτική γυναίκα, που ως ηρωίδα , ως χαρακτήρας, μπορεί να μην φταίει η ίδια για τα υστερικά ξεσπάσματα που τελούν υπό διαρκή απειλή…
Εφυγα από το σινεμά σαν να είχα γλυτώσει από δύο κουραστικούς ανθρώπους που με είχαν ζαλίσει με το να μιλούν για τα μεταξύ τους και να καυγαδίζουν για αυτά, χωρίς να λένε τίποτε το ουσιαστικό..