Στα περί κωμωδίας, παρασύρεται και μια μερίδα του κοινού που ναι μεν μπορεί να πηγαίνει σε αυτές αλλά στις συζητήσεις δεν τις υπερασπίζεται σε ενεστώτα χρόνο. Στον ενεστώτα επιμένω. Διότι , ως μεγάλο παιδί, έχω ζήσει στην παιδική μου ηλικία την συλλήβδην απόρριψη όλων των μεγάλων κωμικών μας, αυτών που σήμερα αναγνωρίζονται, με επίθετα αφοριστικά και χαρακτηρισμούς βαρύτατους. Από τον ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟ, τον ΒΕΓΓΟ και την ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ ως τον ΛΟΥΙ ΝΤΕ ΦΥΝΕΣ και τον ΤΖΕΡΡΥ ΛΙΟΥΙΣ θυμάμαι ΚΑΙ τι έγραφαν οι «αρμόδιοι» αλλά και τι υιοθετούσαν υποκριτικά πολλές φορές οι αγοραστές των εισιτηρίων. Όταν, μετά, γίνουν κλασικοί, κυρίως μετά θάνατον ή μετά την απόσυρση, κάποιοι θεωρητικοί (κι αυτό ξεκίνησε με τους Γάλλους που ανύψωσαν τον Τζέρρυ Λιούις) αρχίζουν απότομα τις κατευθυνόμενες αναγνωρίσεις κι ουαί κι αλίμονο σε όποιον τολμήσει να πεί ότι δεν του αρέσουν ο Τζέρυ Λιούις ή ο Χατζηχρήστος ως Ζήκος.
Τρέμω λοιπόν στην ιδέα ότι μπορεί κάτι τέτοιο να συμβεί και με τούτο εδώ. Πως μετά από πολλά χρόνια, να βγουν είτε θεωρητικοί εκ Γαλλίας είτε νεότευκτοι πιτσιρικάδες από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εξ Ηνωμένων Πολιτειών και να ανακαλύψουν το «Ατακτος παππούς» ως παρεξηγημένο αριστούργημα και με τις κριτικές που γράφουμε τώρα στο απόλυτο ανάθεμα.
Ωστόσο, επειδή γράφω στον ενεστώτα χρόνο κι επειδή το μέλλον άδηλον, κι επειδή θεωρώ ότι η υστεροφημία βγαίνει από τη συνέπεια και την ειλικρίνεια που δείχνει κάποιος στον παρόντα χρόνο που έζησε κι εργάστηκε, λέω μακάρι να συμβεί κι αυτό, για να φανεί και ποια ήταν τα αισθητικά κριτήρια του 2016 που μια ταινία σαν το «Ατακτος παππούς» προκάλεσε τάσεις προς έμετον.
Και το λέω, επειδή στη σύγχρονη αμερικανική κωμωδία και κυρίως αυτή της σχολής Τζουντ Απατοου, ενυπάρχει το στοιχείο μιάς συνέπειας, μιάς νέας έκφρασης που ανταποκρίνεται στα κριτήρια με τα οποία γελά το κοινό που πηγαίνει ΣΗΜΕΡΑ στον κινηματογράφο κι αυτό το κοινό είναι νεαρής ηλικίας κι είναι ΠΟΛΥ ΛΟΓΙΚΟ να θελήσει να γελάσει με χονδροειδή καλαμπούρια, τα οποία θα εξηγούν και γιατι πήγε να δει κωμωδία. Κυρίως στον κινηματογράφο όπου υπάρχει η εικόνα και τα καλαμπούρια πρέπει να ανταποκρίνονται στη χοντράδα της εικόνας. Δεν μπορεί το σημερινό παιδί να το καλέσεις στο σινεμά να γελάσει με κωμωδία διαλόγων σοφιστικέ. Μα και στην παλιά εποχή, όταν μιλάμε για κωμωδία, μιλάμε για καταστάσεις που στον καιρό τους φαίνονταν χονδροειδείς («τούρτες πετούσαν ο ένας στον άλλο-τι αηδίες Χριστέ μου» έλεγαν μερικές «σουσούδες» του τότε), «χοντράδες και κακογουστιά» λένε οι σημερινές, θηλυκές κι αρσενικές «σουσούδες» του σινεμά για τις κωμωδίες αυτής της Σχολής.
Παραδέχομαι λοιπόν ότι ο Τζουντ Απαατοου με τους συνεργάτες του έχει φτιάξει μια κίνηση σύγχρονης κωμωδίας που ανταποκρίνεται σε αυτά που λέμε. Οπότε, καλό είναι να τα βλέπει κανείς κι αυτά.
Όμως, ο «Ατακτος παππούς» είναι πολύ μεγάλη χοντράδα. Οσο το έβλεπα, σκεφτόμουν μερικά από τα παραπάνω που έχω γράψει, με την επιθυμία να δείξω μια κατανόηση στους καιρούς που αλλάζουν. Δεν μπόρεσα. Λύγισα. Αυτό που έβλεπα με ξεπερνούσε. Οσο κι αν ήθελα να του βρω στοιχεία υπεράσπισης μου τα αφαιρούσε εν ψυχρώ.
Το θεματάκι ξεκίναγε καλά. Ενας παππούς μένει απότομα χήρος κι αποφασίζει να προσπεράσει την οικογένεια του υπερ-συντηρητικού γιού του και με τον τρελλάρα εγγονό του παρέα, να πάνε να το κάψουν. Για να αποδειχτεί ότι ο παππούς έχει μέσα του πολλά αποθεματικά ζωής ακόμα και δεν σκοπεύει να το βάλει κάτω.
Το ζητούμενο είναι με τι στοιχεία κωμικά διανθίζεται αυτό το θέμα. Τι να σας πω; Μόνο σε ένα σημείο γέλασα στο τέλος, παρόλο ότι προηγήθηκε μια σκηνή απόλυτης χυδαιότητας- και μόνο για σεμνοτυφία δεν διακρίνομαι- και θα το πω, και σιγά το spoiler(για να μιλήσω στη γλώσσα των καταναλωτών του είδους και του σήμερα), όταν κάνει close up στο νταβραντισμένο πέος του «παππού» Ντε Νίρο η κάμερα, καθώς τον αποπλανεί , τον ρίχνει στο κρεββάτι, μια νεαρή γκομενάρα , εκείνος αναφωνεί μέσα στο σκοτάδι, που είναι και fade outτης ταινίας «χύνω ή πεθαίνω; Μπορεί και τα δύο». Εδώ ομολογώ ότι γέλασα. Σε ΟΛΟ το ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ έργο έλεγα «μα δεν είναι δυνατόν!». Διότι δεν μου φαινόταν μόνο χαζομάρα, μου φαινόταν κι άρρυθμο. Σαν να μην ένοιαζε τον σκηνοθέτη ΝΤΑΝ ΜΑΖΕΡ ή ΜΕΕΙΖΕΡ, ο οποίος είναι ΕΓΓΛΕΖΟΣ (άρα πώς να πω για «αμερικανιές»;) και μάλιστα εκ των σεναριογράφων του «BORAT» και των άλλων ταινιών του ΣΑΣΑ ΜΠΑΡΟΝ ΚΟΕΝ, που είναι ακριβώς πάνω σε αυτή τη χυδαιότητα αλλά που την έχω υπερασπιστεί διότι διαβλέπω «σχολή» και «στυλ», να μην έχει ρυθμό. Ναι, δεν έχει, δεν το έχει το σκηνοθετικό ο «μάστορας», είναι από αυτούς που γράφουν αστεία, που έχουν την αίσθηση της ατάκας αλλά καθόλου μα καθόλου την αίσθηση του κινηματογραφικού ρυθμού.
Ωστόσο ένα στοιχείο του έργου θα το υπερασπιστώ το οποίο αδικήθηκε στη γενική περιδίνηση κι εδώ ελέγχονται οι κρίνοντες: Στον ΡΟΜΠΕΡΤ ΝΤΕ ΝΙΡΟ. Άλλο πράγμα τα «γιατί να παίζει σε τέτοια;» κι άλλο το «πως τα παίζει»
Και θα τον υπερασπιστώ και για τα δύο.
Πρώτον, τον τιμά τον Ντε νϊρο που σε αυτή την ηλικία κι ύστερα από τόση καριέρα, όσο κι αν τα τελευταία χρόνια γυρίζει πολλά κακά φιλμ, παίρνει το ρίσκο να παίξει σε ένα τέτοιο. Κι όταν δούμε και ΠΩΣ το παίζει, χωρίς να καταφεύγει σε μούτες, σε μορφασμούς, σε μανιέρες από κάποιες επιτυχίες που έχει κάνει επίσης στα τελευταία «επιπόλαια» χρόνια, α, όχι.. Ο Ντε Νίρο τόλμησε να παίξει σε ταινία του σεναριογράφου του «BORAT» (τώρα, αν το έργο βγήκε αηδία…..- εξού κι η λέξη «ρίσκο» ) είναι αυτό που κανείς ηθοποιός δεν μπορεί να προβλέψει. Όμως, αυτός ο ρόλος, αυτό το χυδαίο πράγμα, του διευρύνει τους ορίζοντες τους ερμηνευτικούς, τον ωθεί στην προσθήκη κάποιων ακόμα πιο ανάλαφρων τόνων στο παίξιμο του, ακόμα και την επινόηση υποκριτικού υπονοούμενου ώστε να μη γίνει ένα με την αηδία. Ναι, δεν είναι κάτι σπουδαίο, είναι όμως κάτι που στην ερμηνεία του οφείλω να το αναγνωρίσω. Θα έλεγα δε ότι δι αυτού του τρόπου παρασύρει-και τελικώς προστατεύει!- (έχει μια γενναιοδωρία ο Ντε Νίρο στις συνεργασίες του που άλλοι ηθοποιοί δεν τις έχουν-θυμάμαι πως πρόβαλε στις πρώτες του ταινίες που έπαιξαν μαζί τον ΜΠΡΑΝΤΛΙ ΚΟΥΠΕΡ)- και τον ΖΑΚ ΕΦΡΟΝ, ο οποίος μετά το «The paper boy», που ήθελε να τον πάει κάπου αλλού, έμπλεξε με τούτο. Ο Ντε Νίρο τον προστάτεψε.
Τι άλλο να προσθέσω; Προσπάθησα να το περιγράψω όσο πιο εύγλωττα μπορούσα.
ΥΓ. Μα κι η φωτογραφία. Πόσο επίπεδη. Πόσο ουδέτερη. Βέβαια, κάπως έτσι ήταν η φωτογραφία και στο «BORAT» οπότε σταματώ διότι τούτο εδώ δεν το θεωρώ μέρος «σχολής».