ΠΕΡΙ «CHRONIC»
Το οποίο θα βγεί κάποια στιγμή στη διανομή με τον ελληνικό τίτλο «Το χρονικό μιάς αθωότητας». Γαλλο-μεξικανική δηλώνεται, αμερικάνικη μου φάνηκε, αλλά δεν έχει καμιά σημασία. Σκηνοθέτης και σεναριογράφος είναι ο ΜΙΣΕΛ ΦΡΑΝΚΟ, που είχε κάνει το «Μετά τη Λουτσία», το οποίο έρχεται από τις Κάνες ενισχυμένο με το βραβείο σεναρίου. Πρωταγωνιστής είναι ο ΤΙΜ ΡΟΘ, σε εξαιρετική φόρμα. Δεν θα κρίνω εδώ το βραβείο των Κανών, άλλωστε με τα βραβεία των Φεστιβάλ δεν μπορείς να βγάλεις ασφαλή συμπεράσματα διότι δίνονται από επιτροπή που δεν ξέρεις σε ποια φάση βρίσκεται σχετικά με την εκάστοτε ταινία που βραβεύει, αν το δίνει για κάποια καλλιτεχνική επισήμανση ή αν θέλει να τακτοποιήσει εκκρεμότητες….. Θα σταθώ σε αυτό που είναι η ταινία, η οποία έχει για ήρωα ένα νοσηλευτή και παρακολουθούμε κατά την εξέλιξη της υπόθεσης τη σχέση του με τους ασθενείς , πως δένεται μαζί τους και θα μάθουμε στην πορεία και τι μυστικό κουβαλάει.
Από αυτή την άποψη ΚΑΙ φαίνεται ενδιαφέρον αλλά ΚΑΙ παρακολουθείται με ενδιαφέρον. Ναι, το πορτραίτο ενός νοσηλευτή δεν είναι κάτι συνηθισμένο , έχει μια πρωτοτυπία αλλά κι έναν ανθρωπισμό. Εκεί που έχω κάποιες σοβαρές ενστάσεις είναι ως κινηματογράφος , ένας τέτοιος κινηματογράφος τι νόημα έχει. Και θα εξηγηθώ: Πως ήταν το «Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης» με τον Βέγγο που άλλαζε επαγγέλματα και σε κάθε ένα βλέπαμε κι ένα σχετιζόμενο περιστατικό με τη μορφή εκεί βεβαίως του επιθεωρησιακού σκετς. Όχι, δεν μεταχειρίζομαι ειρωνικά την αναφορά. Εδώ βλέπουμε στο είδος «δράμα», τον κεντρικό ήρωα να αλλάζει ασθενή κι αρρώστια. Στον κάθε ασθενή που κουράρει παρακολουθούμε και μια διαφορετική σοβαρή ασθένεια με όλα της τα συμπαρομαρτούντα να διαδραματίζονται ενώπιον μας. Η μία έχει Aids, ο δεύτερος ασθενής βαρύ εγκεφαλικό, η τρίτη καρκίνο στα οστά, ο τέταρτος κινητικά προβλήματα. Το δράμα των ασθενών και τα συμπτώματα της έξαρσης της ασθένειας εκτυπώνονται μπροστά στα μάτια μας. Με κάθε έναν από αυτούς ζει και μια διαφορετική σχέση κι από περίπτωση σε περίπτωση μας δίνεται η πληροφορία και για τον ίδιο για να μάθουμε επιτέλους το μυστικό που κουβαλά το οποίο έχει επίσης να κάνει με αρρώστια κι είναι εξίσου τραγικό αφού έχει κάνει ευθανασία στον γιό του και στο τέλος εκεί που κάνει τζόκινγκ, ένα αυτοκίνητο διερχόμενο του δίνει μια του νοσηλευτή και τελειώνει το έργο. Αδυνατώ να καταλάβω ως κινηματογράφος αυτό τι εξυπηρετεί. Είτε ως Τέχνη σε ένα Φεστιβάλ είτε και ως ψυχαγωγία μεθαύριο όταν θα βγεί για διανομή στις αίθουσες κι ο θεατής θα κληθεί να πληρώσει εισιτήριο. Για να δει τι; Διότι από το έργο απουσιάζει η ποιητική αναδημιουργία, είναι σαν μια επίσκεψη σε νοσοκομείο με βαριά περιστατικά, οι ασθενείς βογκούν, οι εμετοί πάνε κι έρχονται, οι άνθρωποι λερώνονται, ο νοσηλευτής με αυταπάρνηση τους καθαρίζει αλλά υπάρχουν, θεωρώ, τρόποι και τρόποι ώστε να δείξεις την ενδιαφέρουσα περίπτωση ενός τέτοιου ανθρώπου κι όχι τις ίδιες τις αρρώστιες. Σε τι μας εμπλουτίζει ως ανθρώπους μια τέτοια εντρύφηση; Οφείλω μόνο να του αναγνωρίσω δύο πράγματα που τα θεωρώ σημαντικά επειδή δηλώνουν άνθρωπο με ταλέντο, Το ένα είναι ο ρυθμός του. Ο ρυθμός αφήγησης είναι τόσο συγκροτημένος ώστε να μην παίρνεις την απόφαση να φύγεις αν περάσει από το νου σου η τάση για απόδραση. Το δεύτερο είναι πως ενώ βλέπουμε όλα τα παραπάνω φάτσα-κάρτα που λένε, μπροστά στα μάτια μας οι εμετοί κι οι πόνοι και τα λερώματα, καμία εικόνα δεν είναι αποτροπιαστική. Το ότι κατάφερε να μας πιάνει την ψυχή χωρίς να μας αηδιάζει όταν άλλοι, σε ταινίες άλλου τύπου, σού δείχνουν στα καλά καθούμενα τον εμετό σε γκρό πλαν κι εσύ στρέφεις το πρόσωπο αλλού ενώ εδώ δεν συνέβη ποτέ, είναι επίτευγμα. Του τα αναγνωρίζω αυτά τα δύο στοιχεία αλλά η ένσταση παραμένει ανοιχτή: Το δράμα , ως είδος, λυτρώνει τον άνθρωπο. Από αυτό το φιλμ δεν βγήκαμε λυτρωμένοι από κάτι. Σκεφτήκαμε , εγώ τουλάχιστον, ανθρώπους που έχασα από κάθε μία εκ των παραπάνω ασθενειών. Αν αυτός ήταν ο σκοπός του, έχω να του πω ότι δεν έπραξε σωστά διότι ακριβώς την προηγουμένη ήμουν σε μνημόσυνο για την απώλεια ανεκτίμητου φίλου από μία από τις παραπάνω αρρώστιες. Οχι δεν με λύτρωσε, δεν απόλαυσα ένα δράμα της Τέχνης, ούτε τον «Κλέφτη των ποδηλάτων» ούτε τον «Μεθύστακα» ούτε τον «Θάνατο του εμποράκου» αλλά πόνεσα με ένα δράμα της ζωής με το οποίο είχα πονέσει λίγες ώρες πριν.