Παρέμενα ακαταστάλακτος λοιπόν επειδή από τη μια έλεγα «ναι, καλή ταινία είναι» κι από την άλλη όλο αυτό δεν συνοδευόταν από κανενός τύπου ενθουσιασμό! Ο «αριστερός» με τον «δεξιό» λοβό του εγκεφάλου ήταν «στα μαχαίρια». Ο,τι έλεγε ο ένας, το αναιρούσε ο άλλος. Σαν να μην αφομοιωνόταν η «τροφή» και δυσκόλευε την χώνεψη.
Τελικά, όταν ,μάλλον τα ξεκαθάρισα, αποφάσισα να γράψω. Πάνω που η ταινία ξεκινά τη δεύτερη της εβδομάδα.
Κατάλαβα λοιπόν ότι αυτό που περισσότερο είχε τραβήξει το ενδιαφέρον μου ήταν το ίδιο το θέμα, αυτή η COLONIADIGNIDAD («αποικία αξιοπρέπειας»;) για την οποία δεν γνώριζα πράγματα και τα μάθαινα από την ταινία. Πως ήταν κάτι σαν κάτεργο στη Χιλή του Πινοσέτ, όπου μάζευαν εκεί πολιτικούς κρατουμένους και τους αλάλιαζαν στα βασανιστήρια και πως κρατούσε το όνομα της από γερμανική κοινότητα στην περιοχή, που είχε φτιαχτεί το πάλαι ποτέ. Εκεί λοιπόν στήθηκε ένα ειδικό κολαστήριο- αναμορφωτήριο κι εκεί μέσα τοποθετήθηκε η ιστορία η οποία είχε πολιτικό χαρακτήρα για τη Δικτατορία της Χιλής αλλά και κάποιο ξέπλυμα ενοχών των Γερμανών, μια κι η ταινία στη βάση της είναι γερμανική παραγωγή, αυτή τη φορά όχι για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και για το Ολοκαύτωμα αλλά γενικότερα απέναντι στην Ιστορία κι ως ενοχικό μερτικό στην αιμοσταγή εκείνη Δικτατορία του 1973.Και βέβαια, από πλευράς περιεχομένου φτάνει μέχρι το ρόλο της Εκκλησίας σε αυτή την υπόθεση που ήταν κι αυτή ανακατεμένη με ένα δικό της τρόπο στα βασανιστήρια.
Η ίδια τώρα η ιστορία που διαδραματίζεται σε αυτή την αποικία και μέσα από την οποία μαθαίνουμε και τα της αποικίας αυτής, ήταν κάπως κοινότοπη και τετριμμένη, σαν να την έχουμε δει με παρόμοιο τρόπο αρκετές φορές. Ένα lovestoryμεταξύ μιας αεροσυνοδού της γερμανικής αεροπορικής εταιρίας «Λουφτχάνσα» κι ενός ακτιβιστή συμπατριώτη της, ο οποίος βρίσκεται στη Χιλή τις μέρες του πραξικοπήματος, συλλαμβάνεται από το στρατιωτικό καθεστώς κι εξαφανίζεται. Και τότε εκείνη ξεκινά αγώνα να τον βρει, πληροφορείται τα της αποικίας, βρίσκει ένα εύσχημο τρόπο να χωθεί εκεί μέσα και τελικώς να πιάσει επαφή μαζί του και να προσπαθήσει, αν τα καταφέρει, να τον σώσει.
Η «αποικία» δηλαδή ήταν πιο ενδιαφέρουσα από την ίδια την ιστορία κι αισθάνθηκα ότι θα προτιμούσα κάτι διαφορετικό να έβλεπα για αυτήν και γύρω από αυτήν. Βέβαια έχω πει πολλές φορές πως από ένα έργο δεν κάνει να ζητάμε να ήταν κάτι άλλο από αυτό που το έργο ήθελε να είναι διότι έτσι δεν γίνεται κριτική.
Η ένσταση μου λοιπόν δεν είναι πως επέλεξε ένα lovestory για να με φέρει σε επαφή με την «αποικία» αλλά πως το story στην πλοκή του και στους χαρακτήρες του παρουσίαζε χαρακτηριστικά κοινοτοπίας.
Κι ο «κακός» της υπόθεσης, που είναι και το καλό στοιχείο του σεναρίου ώστε να ενεργοποιείται και να κινείται η ιστορία, δεν ήταν ένας ΑΝΑΛΥΜΕΝΟΣ κακός αλλά ένας μάλλον ΔΗΛΩΜΕΝΟΣ κακός. Μολονότι ο ηθοποιός που τον παίζει, ο Σουηδός ΜΙΚΑΕΛ ΝΥΚΒΙΣΤ (καμία σχέση με τον μέγιστο διευθυντή φωτογραφίας των ταινιών του Ινγκμαρ Μπέργκμαν, ΣΒΕΝ ΝΥΚΒΙΣΤ) είναι ο καλύτερος ηθοποιός εκεί μέσα και δίνει μια ανατριχιαστική εικόνα καθεστωτικού κακού.
Η δράση είναι καλά τοποθετημένη, καλομονταρισμένη αλλά κι αυτή δεν ξεφεύγει από ένα μέσο όρο ταινιών αυτού του τύπου , που βλέπουμε. ΚΙ επειδή έχουμε δει αρκετά καλά φιλμ τοποθετημένα σε εκείνη την περίοδο και στη συγκεκριμένη χώρα, μου φαινόταν κάπως «λίγο». Χωρίς να είναι κακό.
Όπως σε μένα προσωπικά, «λίγο» φάνηκε και το πρωταγωνιστικό ζευγάρι. Μπορεί να γράφτηκαν καλές κριτικές για τον ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΡΥΛ και για την ΕΜΑ ΓΟΥΩΤΣΟΝ αλλά δεν μου φάνηκαν κινηματογραφικό ζευγάρι που πυρπολούν την οθόνη. Ειδικά για την Εμα Γουώτσον έχω να παρατηρήσω πως σαφώς και δίνει μιά προσπάθεια να θεωρηθεί ηθοποιός κι όχι το κορίτσι του «Χάρυ Πότερ». Αυτό βεβαίως και την τιμά κι όντως η προσπάθεια της φαίνεται. Μόνο που ακόμα «φαίνεται». ΚΙ όταν η προσπάθεια «φαίνεται», δεν μπορούμε να μιλάμε για την ώρα περί ερμηνευτικού επιτεύγματος παρά μόνο περί καλής προσπάθειας. Δεν είδα πάνω της την απόλυτη μεταμόρφωση, δεν την βρήκα «γεμάτη» ακόμα για δραματική πρωταγωνίστρια και να επωμιστεί τέτοιο ρόλο, δεν μου έλειψε τις στιγμές που απουσίαζε από την οθόνη κι όταν επανερχόταν την έβλεπα που προσπαθούσε επιτυχώς!
Ούτε και σκηνογραφικώς βρήκα την «αποικία» αξιοποιημένη παρόλο ότι τα ψυχρά χρώματα εξέφραζαν την καλλιτεχνική διάθεση του Γερμανού σκηνοθέτη ΦΛΟΡΙΑΝ ΓΚΑΛΕΝΜΠΕΡΓΚΕΡ, ο οποίος, τονίζω, πως την πήγε καλά την ταινία από πλευράς δράσης και μάλιστα το φινάλε μου φάνηκε επηρεασμένο ή έστω απλά μου θύμισε την «ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ARGO» που αν μη τι άλλο πρόσφερε στην ταινία την κορύφωση και δεν έμοιασε και με ξένο σώμα.
Αρα, ο σκηνοθέτης το πήγαινε για καλή περιπέτεια με αφορμή την «αποικία» κι όχι για κάτι άλλο. Νομίζω ότι ως περιπέτεια είναι «λίγη» κι ότι το αληθινό γεγονός είναι που δίνει υπόσταση, όμως το ίδιο το γεγονός, η «αποικία» δηλαδή, χάνει την ευκαιρία να συστηθεί με μεγάλο φιλμ.