Κατά τα άλλα, έτσι όπως είναι γραμμένο το σενάριο κι όπως ξετυλίγεται η ιστορία, μόνο προς το τέλος συνειδητοποιείς την ύπαρξη των όποιων συγγενικών δεσμών ή ομοιοτήτων. Κι αυτό κάνει την ταινία να φαίνεται έως και ασυνήθιστη μια και δεν παρακολουθούμε κάτι από τα τετριμμένα.
Αντίθετα, η ταινία μας κινεί από την αρχή το ενδιαφέρον καθώς βλέπουμε τη συνύπαρξη ενδιαφερουσών αντιθέσεων, οι οποίες γίνονται καθ’οδόν αισθητικό στυλ και προσδίδουν και κινηματογραφική γοητεία στο έργο. Κι η γοητεία έχει να κάνει με τη συνύπαρξη δύο σημαντικών αντιθέσεων που είναι αφενός τα ρούχα, η αισθητική κι η μόδα της δεκαείας του ’50, που είναι ίσως η πιο ωραία δεκαετία για το γυναικείο ρούχο, είναι η δεκαετία που ανέδειξε τη γυναίκα κι είναι κι η δεκαετία που επειδή στον κινηματογράφο αυτή η μόδα συνέπεσε με την ανάπτυξη του «τεχνικολόρ», έκανε τα ρούχα εκείνα μέρος της κινηματογραφικής γοητείας και της ανάδειξης σταρ γυναικών. Αν φερειπείν, η Ωντρει Χέπμπορν κι η Γκρέις Κέλλυ είχαν βγεί στα 80ς κι όχι στα 50ς, δεν θα ήταν οι ίδιες σταρ. Θα ήταν κάτι πολύ πιο κάτω. Ομως στη μνήμη και στο συλλογικό ασυνείδητο καταγράφτηκαν με τα ρούχα εκείνα.
Όλα αυτά είναι πολύ προσεκτικά τοποθετημένα στην ταινία λαμβανομένου υπόψη ότι η υπόθεση εκτυλίσσεται στην αυστραλέζικη επαρχία κι όχι στο Χόλυγουντ, στη Νέα Υόρκη, στη Ρώμη ή στο Παρίσι.
Κι οφείλονται εύσημα και στον διευθυντή φωτογραφίας ΝΤΟΝΑΛΝΤ ΜΑΚ ΑΛΠΑΙΝ (από το «Μουλέν Ρουζ» του Μπαζ Λούρμαν όπου είχε προταθεί για το Οσκαρ) ο οποίος φώτισε με τέτοιο τρόπο ώστε να τονιστούν οι αντιθέσεις και να μεταβληθούν παραλλήλως σε … «συμφωνία».
Η εν λόγω αισθητική αντίθεση γίνεται μέρος της ταινίας, κομμάτι του σεναρίου.
Πρώτον επειδή η ηρωίδα είναι μοδίστρα της υψηλής ραπτικής, η οποία έφυγε από τον τόπο της και τη μικρή επαρχία της και πήγε στα μεγάλα κέντρα του εξωτερικού όπου έμαθε την τέχνη κι έγινε μεγάλη και τρανή και δεύτερον επειδή κουβαλά αυτό το πράγμα και κατά την επιστροφή της, που θα γίνει και βασικό στοιχείο της υπόθεσης.
Δεύτερο και σημαντικό είναι πως σιγά σιγά θα μάθουμε το πως εκδιώχτηκε από τον τόπο της.
Τρίτο και κύριο είναι ότι έχει έρθει βάσει σχεδίου κι ότι ετοιμάζει μία από τις πλέον «χορταστικές» κι «ανακουφιστικές» εκδικήσεις που έχουμε δει στον κινηματογράφο.
Σε όλο αυτό το διάστημα θα δούμε κοινωνικό περίγυρο και στενό περιβάλλον, θα δούμε χαρακτήρες να ξετυλίγονται είτε παράλληλα είτε κόντρα στην εξέλιξη της ηρωίδας και μία λαμπρή διανομή , με εκλεκτούς ηθοποιούς ακόμα και στους πιο μικρούς ρόλους, που δίνουν ζωή στο περιβάλλον και υπόσταση στην ταινία.
Με χαρά ξαναβρίσκουμε την ΤΖΟΥΝΤΙ ΝΤΕΗΒΙΣ σε ένα πολύ καλό ρόλο σε αυστραλέζικη ταινία, να δίνει ερμηνεία αντάξια του ταλέντου της και να αισθανθούμε ότι γενικώς είναι «ριγμένη», για το ταλέντο της οι ρόλοι που έχει παίξει είναι λίγοι. Φταίει βέβαια ως ένα βαθμό και η ίδια, είναι δύσκολος χαρακτήρας και μη συνεργάσιμη αν και της αναγνωρίζουν μυαλό κι απόψεις στις επισημάνσεις της που την οδηγούν σε ρήξη με τους σκηνοθέτες (με τον γίγαντα ΝΤΕΗΒΙΝΤ ΛΗΝ είχαν «σκοτωθεί» στα γυρίσματα του φιλμ «ΠΕΡΑΣΜΑ ΣΤΗΝ ΙΝΔΙΑ» όπου ακόμα εκείνη ήταν μια άγνωστη κι ήρθε σε κατά μέτωπο σύγκρουση με τον μεγάλο» επειδή εκείνος έβλεπε την ηρωίδα ως μια «αδύναμη» ενώ η Ντέηβις επέμενε πως «η κοπέλα αυτή κρύβει δύναμη κι ότι δεν είναι εύθραυστο πλάσμα»- αυτά από πρώτο χέρι). Μόνο με τον Γούντυ Αλλεν κατάφερε και συνεννοήθηκε αλλά όλα αυτά δεν βοηθούν κάποιες φορές.. Σου βγάζουν τη φήμη του «εριστικού» ή του «μη συνεργάσιμου» και μετά άντε ξεμπέρδευε. Εδώ δείχνει και πάλι την αξία της.
Κι υπάρχει κι η ΚΕΙΤ ΓΟΥΙΝΣΛΕΤ την οποία έχω αποκαλέσει «καλή ηθοποιό εξ ορισμού» και μου το ενισχύει για μια ακόμα φορά σε τούτη την ταινία. Εχει το δικό της τρόπο να παίζει διαφορετικά τον κάθε ρόλο, χωρίς να καταφεύγει σε εξωτερικές μεταμορφώσεις για να γίνει μία άλλη, και συγχρόνως μπορεί κι έχει την απαιτούμενη παρουσία καθώς και κάτι που μου τόνιζε η ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ «είναι πολύ σημαντικό για μια ηθοποιό να ξέρει να φοράει το ρούχο και συγχρόνως να μην είναι μοντέλο». Τη θυμήθηκα τη Μελίνα(μα κι η Μελίνα ως επί το πλείστον με τα ρούχα του '50 δεν ηταν που έκανε την Αθήνα να τρίζει όταν περπάταγε;) καθώς παρακολουθούσα την ταινία, η Κέιτ Γουίσνλετ είχε όλο τον αέρα της σταρ και την «ταπεινότητα» της πραγματικής ηθοποιού και συγχρόνως έμοιαζε γεννημένη για τη δεκαετία του ’50, τα ρούχα που φορούσε τα έκανε μέρος του ρόλου της κι η φινέτσα τους γινόταν στα χέρια της ένα μεγάλο εκδικητικό όπλο. Ως ΗΘΟΠΟΙΟΣ είχε ταυτιστεί πλήρως με αυτά. Μπορεί να της είχαν δώσει ακόμα κι ερμηνευτικές λύσεις.
Μιλήσαμε λοιπόν για αισθητικές αντιθέσεις, για τελειότητα διανομής, να πω και για το σενάριο όπου στη διασκευή του βιβλίου έχει συνεργαστεί ο Π.ΤΖ.ΧΟΓΚΑΝ, γνωστός σκηνοθέτης και σεναριογράφος, και το σενάριο δίνει κι εσωτερικό ρυθμό στην ταινία, στην εκτύλιξη κι στην παρακολούθηση με την αρωγή του μοντάζ της ΤΖΙΛ ΜΠΙΛΚΟΚ (ήταν υποψήφια για Οσκαρ στο «Μουλέν Ρουζ»- κι αυτή όπως κι ο διευθυντής φωτογραφίας)… άρα εδώ έχουμε μια πολύ μελετημένη ταινία από πολλές μεριές που τις οδηγεί όλες στη συνύπαρξη, στην σύγκλιση της ωραίας ταινίας.
Αν αυτά δεν είναι σκηνοθεσία, αν αυτά όλα δεν αποδεικνύουν ότι η ΤΖΟΣΛΥΝ ΜΟΥΡΧΑΟΥΖ είναι καλή σκηνοθέτης, τότε τι ακριβώς είναι η σκηνοθεσία;