Είναι το γεγονός πως τα Χριστούγεννα του 2015, στην Ιταλία βγήκε αυτή η ΚΩΜΩΔΙΑ κι όχι μόνο σάρωσε τα ταμεία κι έκανε εισπρακτικό ρεκόρ στη γειτόνισσα αλλά έστειλε αδιάβαστο το «STAR WARS». Όταν στην ΕΛΛΑΔΑ τις ίδιες μέρες έβγαιναν τα «παγκοσμιοποιημένα» του διαδικτύου και σχεδόν διαδήλωναν εναντίον του γεγονότος ότι το «STAR WARS» θα έβγαινε με μια εβδομάδα καθυστέρηση κι έπνεαν μένεα εναντίον της εταιρίας που έβγαζε την εβδομάδα εκείνη το «Ενας άλλος κόσμος» του Παπακαλιάτη- πως το «τόλμησε;».
Οι ΙΤΑΛΟΙ πολύ απλά, προσπέρασαν το πολυδιαφημισμένο marketing του «STAR WARS» κι έσπευσαν στο δικό τους. Κι αυτό κάτι λέει. Όταν μάλιστα δείτε την ταινία θα καταλάβετε πολλά περισσότερα ΚΑΙ για την ταινία αλλά και για τη νοοτροπία που γεννά τέτοιες ταινίες και τέτοιες αντιδράσεις.
Καταρχάς να πούμε ότι στην κωμωδία πρωταγωνιστεί ο ΚΕΚΟ ΖΑΛΟΝΕ, εθνικό είδωλο τα τελευταία αρκετά χρόνια στην Ιταλία, ο Νο 1 κωμικός της χώρας αυτής με τη μεγάλη παράδοση στο είδος, τον οποίο στην Ελλάδα φυσικά και δεν γνωρίζουν οι περισσότεροι διότι είμαστε αποκομμένοι από το ιταλικό σινεμά.
Οι «αστεράκηδες» θεωρούν ότι πρέπει να το προσπερνάνε επειδή δεν κυκλοφορεί σε Φεστιβάλ κι αυτοί μόνο από εκεί ενημερώνονται κι οι Ελληνες διανομείς τους κάνουν τα «χατίρια» , μια κι ούτε οι διανομείς παρακολουθούν το ιταλικό σινεμά (και πολλά άλλα) κι αν τα παρακολουθούν , επειδή δεν είναι σε θέση να τα υπερασπιστούν τα φιλμ, υποτάσσονται στα «αστεράκια».
Οπότε, τι ενημέρωση να πάρουμε, πώς να ξέρουν οι Ελληνες τον Κέκο Ζαλονε και τόσους άλλους.
Όλα αυτά είναι μέρη της ίδιας νοοτροπίας για αυτό και τα παραθέτω. Κι έχουν σημασία τεράστια, τουλάχιστον για τον υπογράφοντα.
Διότι η κωμωδία αυτή είναι τόσο «ελληνική» μα και τόσο ιταλική.
Η διαφορά είναι πως κανείς Ελληνας δεν θα τολμούσε να την κάνει.
Πρώτον και κύριον επειδή στην Ελλάδα ο κινηματογράφος έχει αποκοπεί από τα είδη και την κωμωδία τη μετράει μόνο ως σάτιρα. Την κωμωδία ως κωμωδία, ως είδος, που σκοπό αποκλειστικό έχει να κάνει το θεατή να γελάσει, πάντα την σνόμπαρε τόσο σε εγχώρια παραγωγή όσο και σε διεθνή. Μόνο αν είχε το άλλοθι της σάτιρας, την περιποιόταν ο κριτικός «λόγος» . Ειδάλλως έπρεπε να περάσουν καμμιά 50αριά χρόνια για να αναγνωρίσουν τον Βέγγο, τον Χατζηχρήστο, τον Λουί Ντε Φυνές, την ίδια ώρα που εξακολουθούν να κοροιδεύουν τον Στάθη Ψάλτη, όπως έκαναν και με τον Λουί Ντε Φυνές. Και με τον Τζέρυ Λιούις έκαναν τα ίδια και θυμάμαι το τι έχω ακούσει στην παιδική μου ηλικία όταν ήθελα να πάω να δω ταινία του αλλά εκεί , κυρίως μετά το Μάη του 68 (ίσως και λίγο πιό πριν) όταν η φουρνιά των Γάλλων θεωρητικών αποφάσισε να ξαναγράψει την Ιστορια του Κινηματογράφου όπως ήθελαν εκείνοι, με τις όποιες αυθαιρεσίες τους,τον Τζέρυ Λιούις τον ανέσυραν κι άρχισαν κι οι εγχώριοι παπαγάλοι να υιοθετούν και να αποδέχονται. Και να μιμούνται τις κινήσεις.
Οπότε, στο «ΠΟΥ ΠΑΩ ΘΕΕ ΜΟΥ» δεν θα ξαφνιαστώ αν ακούσω και καμία καλή κουβέντα, διότι ενυπάρχει το στοιχείο της σάτιρας οπότε οι «δήθεν» θα έχουν άλλοθι ότι «είναι σοβαροί και δεν γελούν με τα αστεία αλλά χαμογελούν με τη σάτιρα»
Επειδή όμως το έργο είναι ΚΩΜΩΔΙΑ καθαρόαιμη, τους κανόνες της κωμωδίας ακολουθεί, με τον παλαβό τρόπο της κωμωδίας θίγονται τα πάντα, δεν περιμένω και μεγάλους ενθουσιασμούς αν ακουστεί μια «ανεκτική» (όχι αποθεωτική) κουβέντα
Το έργο είναι ΚΩΜΩΔΙΑ, ο ΚΕΚΟ ΖΑΛΟΝΕ είναι κωμικός υψηλής κλάσεως, με φοβερό έλεγχο των εκφραστικών του μέσων, με ένα στυλ που φροντίζει να μη διαθέτει γκριμάτσα ως κύριο λάβαρο, αν κι η γκριμάτσα στον κωμικό ηθοποιό είναι σημαντικό στοιχείο κι όπλο και με πολλή επίγνωση στο τι θίγει κωμικά η εκάστοτε σκηνή. Τον έχω παρακολουθήσει στενά, την ερμηνεία εδώ τη χάζεψα και την «παίδεψα», τη μελέτησα.
Ο ήρωας της κωμωδίας είναι δημόσιος υπάλληλος όπου ετοιμάζονται στην Ιταλία από τους εκεί «μνημονιακούς» περικοπές στο δημόσιο κι απολύσεις. Κι υποχρεώνουν πολλούς να υπογράψουνένα χαρτί για τη μετάθεση ή την εθελουσία. Ο ήρωας αρνείται να το κάνει.
Εδώ βάζω ένα τεράστιο STOP! Και δεν συνεχίζω άλλο την υπόθεση διότι θα νομίζουν οι αναγνώστες ότι πρόκειται για κάποια κοινωνικοπολιτική σάτιρα. Ακριβώς για τέτοια πρόκειται αλλά με την εξής διαφορά: Αυτό που παραθέτω είναι το ΘΕΜΑ για να κάνουν ΚΩΜΩΔΙΑ (θα το επαναλάβω χίλιες φορές), είναι το θέμα στο οποίο πατούν. Το γερό πάτημα σε στέρεα στημένο θέμα είναι που σε όλα τα κωμικά περιστατικά τα οποία υπερ-αφθονούν υπάρχει κοινωνική βάση και μέσα από εκεί βγαίνει η σάτιρα.
Η οποία σάτιρα είναι ΑΝΕΛΕΗΤΗ. Και χτυπάει προς ΟΛΕΣ τις κατευθύνσεις. Και προς τους «μνημονιακούς» αλλά και προς τους ίδιους τους δημόσιους υπάλληλους και τους διορισμένους. Χτυπάει προς τη μεριά της παγκοσμιοποίησης αλλά δεν αποφεύγει να επισημάνει και την εμμονή των Ιταλών στα ιταλικά τους. Δεν αφήνει τίποτε όρθιο αλλά όλο το έργο διακατέχεται από αφάνταστη ιλαρότητα κι αγάπη προς τα πού; Προς το είδος που λέγεται ΚΩΜΩΔΙΑ.
Αυτή την ταινία λοιπόν , ενώ δεν το πιστεύεις βλέποντας την πόσο «ελληνική» είναι ή πόσα κοινά με τους Ιταλούς ως νοοτροπία, παθογένεια αλλά και εγωπάθεια έχουμε, μας διαφορίζει το ότι δεν θα τολμούσαμε.
Δεν θα τολμούσε κανείς να κάνει κωμωδία , θα έβγαιναν και θα τον έκραζαν οι «αστεράκηδες» με τον αφορισμό «τηλεοπτικό». Δεν θα τολμούσε να την υποβάλει για χρηματοδότηση στο Κέντρο Κινηματογράφου διότι θα του την απέρριπταν ως «αναμνήσασα οικεία κακά». Κι ο ιδιώτης θα απέφευγε τη δημοσιογραφική προβολή της στέλνοντας το μήνυμα «κωμωδία ίσον μάπα». Συγχρόνως, οι θεατές που έχουν αποκοπεί από την κωμωδία κι από το ελληνικό σινεμά των ειδών, το οποίο ποτέ δεν παραδέχτηκαν παρά πενήντα χρόνια αφότου πέθαναν οι μεγάλοι Ελληνες κωμικοί , θα το χαρακτήριζαν ως «ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΟ» για να δείξουν ότι έχουν διαβάσει και κείμενα του Ραφαηλίδη άρα στο σινεμά διαθέτουν «πολιτικοποίηση» άρα το έργο θέλει να θίξει τους δημόσιους υπάλληλους και μπλα μπλα και μπλουμπλου κι οι άλλοι να λένε ότι γλείφει τα μνημόνια κι άλλα μπλα μπλα και μπλου μπλου.
Δηλαδή οι ΙΤΑΛΟΙ είναι καλύτεροι; Δεν ισχύουν εκεί τέτοια;
ΙΣΧΥΟΥΝ και ΠΑΡΑ-ΙΣΧΥΟΥΝ. Σε μερικές περιπτώσεις ισχύουν και σε χειρότερο (χμ! ;) βαθμό. Η διαφορά είναι όμως πως εκεί ΤΑ ΚΑΝΟΥΝ. Κι ας πει μετά ο καθένας ό,τι θέλει. Κι όχι μόνο τα κάνουν αλλά το ΔΙΚΟ ΤΟΥΣ ΣΙΝΕΜΑ ΤΟ ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΟΝΤΑΙ. Είναι συμφιλιωμένοι με τα πάντα τους, με κάθε τι ιταλικό τους και συγχρόνως μπορούν με αυτό και «τρώγονται».. Οι Ελληνες δεν είμαστε συμφιλιωμένοι με κάθε τι ελληνικό μας, κυρίως το σινεμά και τη μουσική την ελληνική. Οι ΙΤΑΛΟΙ, όπως κι οι άλλοι Ευρωπαίοι, τις ταινίες τις γνωρίζουν με τον τίτλο που παίχτηκαν στη χώρα τους. Στην Ελλάδα ξέρουν μόνο τον «αμερικάνικο» και κοροιδεύουν σε σταθερή βάση τον ελληνικό τίτλο που αγνοούν (διότι και τις ευρωπαικές ως επί το πλείστον με τον αμερικάνικο-βλ imdb- τίτλο τις ξέρουν).
Η διαφορά είναι ότι εκεί επέλεξαν να τρέξουν στην κωμωδία και στον αγαπημένο κωμικό τους για Χριστούγεννα κι όχι καλά και ντε σαν τα κοπάδια στο «StarWars» και να θίγουν την εταιρία που έβγαλε το «ΠΟΥ ΠΑΩ ΘΕΕ ΜΟΥ» ίδια εβδομάδα με το .. «τοτέμ» του Λούκας.
Όλα είναι μέρος της μίας και αυτής νοοτροπίας.
Να λοιπόν οι λόγοι που δεν θα μπορούσε να είναι ελληνικό το «ΠΟΥ ΠΑΩ ΘΕΕ ΜΟΥ»
ΥΓ. Ο σκηνοθέτης ονομάζεται ΤΖΕΝΑΡΟ ΝΟΥΝΤΖΙΑΝΤΕ, είναι στενός συνεργάτης του Κέκο Ζαλόνε, μαζί έχουν τις μεγάλες επιτυχίες που ανέβασαν το άστρο του κωμικού στα ύψη (το «Che bella giornata» είναι από τις αγαπημένες μου, αυτό κι αν δεν θα τολμούσε να το κάνει Ελληνας διότι και καλά θίγει τις μειονότητες- κατά τα άλλα , απόγονοι του Αριστοφάνη που διέσυρε τον Σωκράτη και τον Ευριπίδη ως «κίναιδους») αλλά οι Ελληνες πού δήθεν υπερασπίζονται το όνομα του , κάθε καλοκαίρι τον μετατρέπουν σε σφουγγαρόπανο δείχνοντας πως δεν έχουν πάρει χαμπάρι την ουσία του).