Κι ο υποφαινόμενος ξεκινά από τη φράση του μεγάλου Μίνωος διότι μέσα εκεί κρύβεται ένα τεράστιο μέρος του ΜΥΣΤΙΚΟΥ της επιτυχίας της και της ιδιοσυστασίας της. Πως η «Αλίκη Βουγιουκλάκη» ήταν ΡΟΛΟΣ. Ενας ρόλος που δεν λεγόταν έτσι όταν έκανε την επιτυχία του αλλά και τέτοια επιτυχία δεν έχει ξαναδεί άνθρωπος κι ο ρόλος μετατρέπεται σε τεχνοτροπία, σε περσόνα , σε προσωπικότητα κι ως έτσι τα νομίζουν ενώ το αληθινό πρόσωπο δεν έχει καμία απολύτως σχέση με αυτόν. Η Αλίκη δεν ήταν η «Αλίκη Βουγιουκλάκη», ήταν όμως το «Αλικάκι» και στις δύο περιπτώσεις αφού η επιτυχία αυτού του ρόλου δεν είχε προηγούμενο ούτε κι επόμενο.
Όπως λοιπόν μου είχε εξηγήσει η ίδια, σε ατέρμονες συζητήσεις πολύ καλής ποιότητος γύρω από την τέχνη της και τον εαυτό της, ναι… είχε να κάνει με αυτό που είπε ο Μίνως.
Τη φράση της Αλίκης που ακολουθεί, την έχω επικαλεστεί πολλές φορές σε κριτικές μου διότι είναι από αυτές που μυ άνοιξαν πόρτα στο νου, και με βοήθησαν στην κατανόηση αλλά και στην κριτική για ερμηνείες ηθοποιών και να μη λέω ο «πειστικός» , ο «επαρκής» και λοιπά κλισέ αγνοίας.
Μου είχε πει λοιπόν ότι το σημαντικότερο δώρο για ένα ηθοποιό είναι να βρεθεί ο ρόλος που θα τον ξεκλειδώσει, που θα του δείξει ποιο είναι το αληθινό καλλιτεχνικό ταμπεραμέντο του και πάνω του θα πρέπει εφεξής να πατάει για να ερμηνεύει τους ρόλους.
«Εξη χρόνια στο ξεκίνημα μου πήγαινα από εδώ κι από κει. Μου άρεσε η Βάσω Μανωλίδου όταν ήμουν μαθήτρια στη Σχολή του Εθνικού, πιθανόν κάτι τέτοιο να ήθελα να γίνω αλλά στο μπέρδεμα μιάς πιτσιρίκας όλα αυτά. Εξη χρόνια έπαιζα εδώ κι εκεί, και στο σινεμά και στο θέατρο, εννοείται πως δεν είχα φανταστεί τη συνέχεια, είχα μέσα μου βέβαια τη φιλοδοξία και το δαίμονα αλλά δεν ήξερα που θα με πάει»
Στα πλαίσια της «φιλοδοξίας» και του «δαίμονα» μου είχε αναφέρει ένα περιστατικό, πως πήγε στο Φίνο όταν ετοιμαζόταν «Η θεία από το Σικάγο» και προφανώς θα την είχαν υπόψη για κάποια από τις τέσσερις θυγατέρες του στρατιωτικού κι εκείνη, όταν συναντήθηκε με το Φίνο, μια άγνωστη πιτσιρίκα, του είπε με θράσος απύθμενο «δεν με βρίσκετε πολύ νέα για να παίξω τη «θεία»; Κι ο Φίνος την έδιωξε με τις κλωτσιές… Που να ήξερε κι αυτός τη συνέχεια…
«Ωσπου ήρθε ο ρόλος της Λίζας Παπασταύρου στο «ΞΥΛΟ ΒΓΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ». Κι εκεί λευτερώθηκε ο καλλιτεχνικός εαυτός μου και μου φανέρωσε, μου επέβαλε, το κορίτσι. Πως αυτό ήμουν».
Μόνο που το κορίτσι και τη χαριτωμένη ενζενύ την είχε παίξει και στη «μουσίτσα» και στο «διακοπές στην Αίγινα» που γυρίστηκαν πριν πάει στου Φίνου, όταν ακόμα ψαχνόταν. Δεν είχαν όμως κάνει την καθοριστικη επιτυχία. Καθόλου θα έλεγα. Ηταν κι αυτοί μερικοί από τους ρόλους. Οπως ήταν ο «Μιμίκος και η Μαίρη» που είχε κάνει μεγαλύτερη επιτυχία από τη «μουσίτσα» αλλά παρόλα αυτά δεν είχε συμβεί κανένας πανικός .
Και την ίδια χρονιά, ο Κλέαρχος Κονιτσιώτης την πήρε και την πήγε στο Φίνο που θα έκανε σε συμπαραγωγή μαζί του την «Αστέρω» κι εκεί ο Φίνος κλώτσησε μεν, το δέχτηκε δε, κι η «Αστέρω» έγινε Νο 1 στον εισπρακτικό πίνακα τη σαιζόν εκείνη. Ακόμα όμως δεν έχει συμβεί το ιδιαίτερο.
Την ίδια σαιζόν, 1958-59 δηλαδή, στο θέατρο, την αναλαμβάνει ο ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΥΣΟΥΡΗΣ. Να την κάνει πρωταγωνίστρια. Στο θέατρο ως εκείνη τη στιγμή, έχει υποστεί πολλές ταλαιπωρίες από εδώ κι από εκεί, την έχει διώξει ο Μυράτ από το θίασο «Κοτοπούλη» , έχει πάει στην ΚΑΤΕΡΙΝΑ, με την οποία θα κάνουν λατρευτική σχέση, παρόλο ότι η Κατερίνα ήταν σκληρό καρύδι και ψυχρή γυναίκα, αλλά κάπου τη συμπάθησε τη «μικρή» (την αποκάλεσε και «γουρλού» επειδή στην πρώτη ανάγνωση της «Θεατρίνας» του Σόμερσετ Μομ έδωσε μια η άγαρμπη νεαρή Αλίκη στο φλυτζάνι του καφέ και τον έχυσε όλο πάνω στο κείμενο κι η Κατερίνα αναφώνησε με την χαρακτηριστική της φωνή «γούυυυυυυυυυρι, γουυυυυυυρι, η μικρή είναι γουρλούυυυυυυυυ», της εμπιστεύτηκε ρόλους, που έφεραν και καλές κριτικούλες, την είδε ο Μουσούρης στο «Κοντσέρτο» του Χέρμαν Μπάαρ και την κάλεσε για ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ.
Οπου όπως μου έχει πει και η ίδια «το όνειρο κάθε κοπέλας που έβγαινε τότε στο θέατρο ήταν να γίνει πρωταγωνίστρια του θεάτρου Μουσούρη». Κι αυτός ήταν ένας υπαρκτός μύθος από τα χρόνια της Κατοχής με τη ΜΑΙΡΗ ΑΡΩΝΗ που είχε επεκταθεί στη μεταπολεμική περίοδο και στην επάνοδο του Μουσούρη από την Αμερική με ΕΛΛΗ ΛΑΜΠΕΤΗ, ΕΛΕΝΗ ΧΑΤΖΗΑΡΓΥΡΗ, ΒΑΣΩ ΜΑΝΩΛΙΔΟΥ, ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΒΑΛΑΚΟΥ. Η Τζένη Καρέζη κι η Τζένη Ρουσέα ήρθαν μετά (την Αλίκη)
Κι αμέσως μετά τη Βαλάκου, λοιπόν, ο Μουσούρης καλεί τη Βουγιουκλάκη, πιθανόν με τη μεσολάβηση του ΜάριουΠλωρίτη αλλά αυτά δεν έχουν καμία σημασία, και της ανεβάζει τον «Πυγμαλιωνα» τουΜπέρναρτ Σω αλλά με τον νέο τίτλο, επειδή χαλάει κόσμο στο Μπροντγουέι ένα μιούζικαλ που βασίζεται στο έργο και χρησιμοποιεί ο Μουσούρης αυτό τον τίτλο: «ΩΡΑΙΑ ΜΟΥ ΚΥΡΙΑ». Για να υπογραμμίσει τη νέα πρωταγωνίστρια του.
Και γίνεται χαμός. Εκείνη λοιπόν είναι η πρώτη χρονιά που η Βουγιουκλάκη πετάγεται στα ύψη του στερεώματος με πρωτιά σε θέατρο και σε κινηματογράφο. Μια και το θέατρο του Μουσούρη (μαζί με του Μυράτ που παίζει ένα δύσκολο έργο, «Το κράτος του Θεού») είναι τα μόνα που βγάζουν τη σαιζόν με ένα έργο.
Η Αλίκη έχει κάνει την επιτυχία αλλά τον εαυτό της δεν τον έχει βρει.
Και τότε έρχεται το «Ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο» για το σινεμά. Αυτό ήταν! Είχε ξεκινήσει η διασαφήνιση περί ενός ταλέντου κι ενός προσώπου που ακτινοβολεί αλλά δεν ήταν ακόμα το κάτι ιδιαίτερο κι ας είχε δύο επιτυχίες πρώτης σειράς.
Αυτό που ωρίμαζε, έσκασε σαν βόμβα το καλοκαίρι που γυριζόταν «Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο» του Αλέκου Σακελλάριου.
«Εκεί λευτερώθηκα. Εκεί βγήκε στο φως ο καλλιτεχνικός εαυτός μου, η καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία μου, αυτό που έφερα εντός μου και δεν το ήξερα. Αυτή είναι κι η αγωνία του κάθε ηθοποιού» μου έλεγε «να βρει το ρόλο που θα τον ξεκλειδώσει. Ημουν τυχερή που τον βρήκα σχετικά νωρίς. Αλλοι ηθοποιοί καθυστερούν και δυστυχώς οι περισσότεροι δεν τον βρίσκουν και ποτέ»
Αυτή η φράση, εμένα προσωπικώς ως ΚΡΙΤΙΚΟ με στοίχειωσε. Εγινε μπούσουλας ακόμα και φακός της νύχτας.
Ο ρόλος λευτερώνει την Αλίκη και του δίνει ό,τι διέθετε κρυμμένο η ψυχή της. Το κορίτσι. Το χαρούμενο, το ανέμελο, το πονηρό, ο ευαίσθητο, το χαμογελαστό όπου το χαμόγελο γίνεται μέρος της καλλιτεχνικής της προσωπικότητας και της απεριόριστης γοητείας της. Δεν άφησε ίχνος της έννοιας «ΚΟΡΙΤΣΙ» που να μην το επεξεργαστεί και να μην το προβάλλει .Κι επειδή τα νέα κυκλοφορούν , και το φιλμ προγραμματίζεται για Νοέμβριο του 1959 στους κινηματογράφους, ο Κώστας Μουσούρης, που την έχει «κλείσει» για πρωταγωνίστρια και τον επόμενο χρόνο , αποφασίζει να το αξιοποιήσει κι αυτός το νέο που έρχεται και την κάνει κι αυτός ΜΑΘΗΤΡΙΑ. Διαλέγει ένα έργο ουγγαρέζικο, και με τιτλο ΚΑΙΡΙΟ, το «ΤΟΠΟ ΣΤΑ ΝΕΙΑΤΑ» του Λαντισλάους Φοντόρ που το είχε παίξει προπολεμκά με μια άλλη Αλίκη, την κόρη της Κυβέλης, την Αλίκη Θεοδωρίδου-Νορ, που τότε έκανε καριέρα ως «Αλίκη» (θέατρο «Αλίκης» λεγόταν παλιά και το θέατρο «Μουσούρη» ως δώρο του επιχειρηματία Θεοδωρίδη στην κόρη του με την Κυβέλη, Αλίκη, η οποία χώρισε τον Μουσούρη, έφυγε στην Αμερική, και του πούλησε το θέατρο που το μετονόμασε εκείνος σε «Μουσούρη»)και το είχε επαναλάβει το 1944 με την ενζενύ ΕΛΛΗ ΛΑΜΠΕΤΗ ως «Σκάνδαλο σε γυμνάσιο θηλέων». Τώρα το έφερνε με τον αρχικό τίτλο κι η Αλίκη ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ ΚΙ ΟΘΟΝΗΣ, για τη νέα σαιζόν θα κυκλοφορούσε ως ΜΑΘΗΤΡΙΑ.
Κι έγινε ο χαμός του χαμού. Εκεί είναι που η ουρά του «Μοσούρη» συναντά την ουρά του «Αττικόν» που παίζει το «Ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο», δηλαδή από Πλατεία Καρύτση μέχρι στροφή Σταδίου.
Διότι στο «Ξύλο….» έχουν μπει πολλοί και δουλεύουν πάνω στο ρόλο που λευτερώνεται και λευτερώνει, είναι ο Φίνος, είναι ο Σακελλάριος, που στο μεταξύ «του» πεθαίνει μετά από λίγο ο Λογοθετίδης που τον ενέπνεε και βρίσκει νέα πηγή έμπνευσης, καθώς τις δικές του «κατεργαριές» μπορεί να τις αξιοποιεί συγγραφικά και να τις μεταφέρει πάνω στο «κατεργάρικο κορίτσι»- του λευτερώνει και του Σακελλάριου μια συγγραφική πλευρά και τ δίνει και σε αυτόν εκ νέου ώθηση. Και μπαίνει στην υπόθεση κι ο ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ που συμπληρώνει τη χάρη και την ευαισθησία αυτού του κοριτσιού, γράφοντας της τραγούδια από τα ΩΡΑΙΟΤΕΡΑ του, σε ‘όλες τις ταινίες της, μέχρι που έφυγε από την Ελλάδα.
Και τότε την ανέλαβε ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΞΑΡΧΑΚΟΣ κι ακολούθησαν ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΑΜΠΕΤΑΣ, ΝΙΚΟΣ ΜΑΜΑΓΚΑΚΗΣ, ΔΗΜΟΣ ΜΟΥΤΣΗΣ, ΜΑΝΟΣ ΛΟΙΖΟΣ, ΘΑΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ ,χώρια τους σταθερούς κινηματογραφικούς όπως ο ΤΑΚΗΣ ΜΩΡΑΚΗΣ, ο ΜΙΜΗΣ ΠΛΕΣΑΣ, ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΠΝΙΣΗΣ, ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ, ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΤΖΗΝΑΣΙΟΣ αλλά κι ο ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ της έγραψε για το θέατρο (για την «ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ» του Ρούσου σε στίχους τραγουδιών ΒΑΓΓΕΛΗ ΓΚΟΥΦΑ)που το κυκλοφόρησε σε δίσκο με τίτλο «Προδομένος λαός» και για την "ΑΝΤΙΓΟΝΗ")) και πρόλαβε κι ο ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΚΡΑΟΥΝΑΚΗΣ τόσο σε δίσκο όσο και στο θέατρο!
Αυτό για το ΠΟΙΟΙ την «ΥΠΕΓΡΑΨΑΝ». Τόσοι συνθέτες για έναν άνθρωπο δεν ξέρω αν υπάρχουν σε περιπτώσεις τραγουδιστή ή τραγουδίστριας που να τους έχουν γράψει δικά τους τραγούδια ΟΛΟΙ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΠΑΡΑΠΑΝΩ.!!!
Κλείνει η παρένθεση περί ΣΥΝΘΕΤΩΝ για το ποια ήταν η Αλίκη!
Κι αυτό που συμβαίνει δεν έχει προηγούμενο λατρείας.
Διότι πέραν όλων των άλλων που είχε αυτός ο ρόλος ώστε να λευτερώσει το ταμπεραμέντο του συγκεκριμένου κοριτσιού, που δεν είχε λευτερώσει φερειπείν το ταμπεραμέντο της Μαρίας Καλουτά προς αυτή την κατεύθυνση, όταν το είχε παίξει πριν πολλά χρόνια στο θέατρο, συμβαίνει και κάτι άλλο- αυτό κι αν είναι ΜΥΣΤΙΚΟ της επιτυχίας: Ότι για πρώτη φορά πρωταγωνίστρια μιλά ΕΛΛΗΝΙΚΑ κι όχι «ΣΤΑ ελληνικά» ή «Ελληνο-Γαλλικά» όπως μιλούσαν μέχρι τότε.
Η Λαμπέτη βγήκε από το σινεμά, δεν μπορούσε να συναγωνιστεί σε πρωτιά το ενζενίστικο της Αλίκης, (αναζητήστε λίγο στο «ελληνογαλλικό), η δε Μελίνα που είχε αφήσει πίσω της την πρωτιά μιάς «Στέλλας» προ Αλίκης, επέστρεφε με το διεθνές «Ποτέ την Κυριακή» κι έβλεπε να έρχεται Τρίτη σε εσιπρ΄ξεις, μετά το «Η Αλίκη στο Ναυτικό» και τη «Μανταλένα. Δεν της ήρθε ωραία ούτε της μιάς ούτε της άλλης…
Η δροσιά και τα κοριτσίστικα στοιχεία που λευτερώνονται έχουν να κάνουν και με αυτό. Είναι ΑΜΕΣΗ. Κι ο κινηματογράφος που φτάνει μέχρι τελευταία γωνιά της αποξενωμένης ελληνικής επαρχίας, φέρνει κάτι φρέσκο, κάτι νέο, κάτι καινούργιο. Κάτι έτοιμο για να λατρευτεί. Και μπαίνουμε και στη δεκαετία του 60.
Κι έτσι λατρεύεται. Ούτε ροκ σταρ στον τόπο του δεν έχει ζήσει αυτό που συνέβη με την Αλίκη στον δικό της.
Κι όλα βαίνουν καλώς κι η μία επιτυχία διαδέχεται την άλλη .
Γίνεται φαινόμενο. Η ΕΛΕΝΗ ΒΛΑΧΟΥ στο πρωτοσέλιδο χρονογράφημα της στην «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» γράφει άρθρο με τίτλο «Η ΕΘΝΙΚΗ ΜΑΣ Α.Β»
Κερδίζει το Βραβείο Ερμηνείας Α’ Γυναικείου Ρόλου στο πρώτο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με την «ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ». Αναγνωρίζεται δηλαδή κι ως ηθοποιός. Εκεί που θα της φερθούν με υπέρμετρη ΑΝΑΝΔΡΙΑ κι ΑΓΕΝΕΙΑ, 35 χρόνια αργότερα, όταν εκείνοι θα την καλέσουν για να πάει να απονείμει βραβείο, η ίδια θα το αποδεχτεί χωρίς να κάνει την βεντέτα, κι όταν θα βγει στη σκηνή θα την κράξουν. Κι η τότε διεύθυνση του Φεστιβάλ θα ποιήσει την νήσσαν- στίγμα που δεν θα βγεί πότε από πάνω τους. Τόσο εκείνων που το διέπραξαν όσο και των άλλων που το καλλιέργησαν μα κι αυτών που δεν της ζήτησαν μια επίσημη συγγνώμη…..
Παρόλα αυτά, παρά τις επιτυχίες και τον χαμό, δεν σπεύδει να γίνει θιασάρχης, πάει και τρίτη σαιζόν στου Μουσούρη.
Και για να γίνει θιασάρχης(αυτό υποδηλώνει και την ποιότητα με την οποία αντιμετώπιζε τη δουλειά της) φεύγει περιοδεία ανά την Ελλάδα, πάει και στην Κύπρο, έτσι γινόταν τότε, έτσι μέτραγαν τη δυναμική τους, κρεμιούνται σαν τσαμπιά για να τη δουν κι αποφασίζει μετά από αυτή την επιτυχία να κάνει θίασο.
Αυτός ο θίασος που θα κάνει καθώς και μια αλλαγή που θα επιχειρήσει στο σινεμά θα αποβούν καθοριστικά για τη μετεξέλιξη του «Αλίκη Βουγιουκλάκη» σε ρόλο καθώς και για τους αναπόφευκτους βεντετισμούς για τους οποίους θα αρχίσει να κατηγορείται, την ίδια ώρα που εκείνη θα το θεωρεί με τη χαρακτηριστική φράση που μου δήλωσε κάποτε «Ηξερα πως ήμουν ένα γερό χαρτί ι αυτό το χαρτί όφειλα να το υπερασπιστώ από εκείνους που το επιβουλεύονταν και το πολεμούσαν» .
Όμως η «Αλίκη Βουγιουκλάκη» την περιμένει στη γωνία
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ Β’ ΜΕΡΟΣ