Το «ΔΑΣΟΣ ΜΕΕ ΤΙΣ ΣΗΜΥΔΕΣ» είναι ένα έργο «βαρύ». Είναι ένα έργο στο οποίο απόλυτος πρωταγωνιστής είναι ο ΘΑΝΑΤΟΣ. Μόνο που δεν «φαίνεται», δεν εμφανίζεται. Είναι κάτι σαν τον «Σεμπάστιαν» στο «ΞΑΦΝΙΚΑ ΠΕΡΣΥ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ». Δεν μιλά κανείς για αυτόν αλλά είναι κι αυτός που στοιχειώνει τους ήρωες του έργου κι όλο το έργο. Κι είναι αυτός που στο τέλος οδηγεί στην παραδοχή και λυτρώνει.
Σε κάποιο δάσος, που βρίσκεται η φάρμα του αδερφού, στην Πολωνία των προπολεμικών χρόνων, επιστρέφει μετά από μακρόχρονη θεραπεία σε ελβετικό σανατόριο, ο Στάνισλαβ. Είναι ένας άνθρωπος που δείχνει να αγαπά τη ζωή, να χαίρεται τη ζωή, να είναι έτοιμος για τον έρωτα και για τη μεγάλη του αγάπη, το πιάνο. Σαν να έχει «ξεπηδήσει» από τις σελιδες του Τόμας Μαν στο «Μαγικό βουνό».Στο σπίτι του αδερφού κυριαρχεί η σιωπή του πένθους. Εχει πεθάνει η γυναίκα του αδελφού του, του Μπόλεσλαβ, ο οποίος δείχνει να βασανίζεται από κάτι, σαν να κρύβει ένα μυστικό ο θάνατος της γυναίκας του η οποία είναι θαμμένη στο δάσος με τις σημύδες, εκεί που βρίσκεται το αγρόκτημα. Η παρουσία μιας κοπέλας, που μένει εκεί κοντά, ξυπνά τους ίμερους του φθισικού πιανίστα, όμως η κοπέλα πρόκειται να παντρευτεί με κάποιον για τον οποίο πίστευε ο Μπόλεσλαβ ότι ήταν κρυφός εραστής της γυναίκας του κι εξακολουθεί να βασανίζει το κοριτσάκι του για το αν η μαμά της είχε κάποια ιδιαίτερη σχέση με τον «απέναντι» όταν εκείνος απουσίαζε.Η κάθαρση θα έρθει και θα επιφέρει την ηρεμία και τη γαλήνη, θα έρθει, όμως, μέσω του επερχόμενου θανάτου.
Αυτό είναι το θέμα, η υπόθεση, και βασίζεται σε διήγημα του συγγραφέα ΓΙΑΡΟΣΛΑΒ ΙΒΑΣΚΕΒΙΤΣ.
Διαβάζοντας λοιπόν κανείς αυτές τις λίγες γραμμές της υπόθεσης είμαι βέβαιος ότι το σκέπτεται να πάει ή να μην πάει, ειδικά στη σημερινή εποχή. Όταν αποτολμήσει το βήμα, τότε…. θα λυτρωθεί κι αυτός όπως κι ο ήρωας του δράματος.
Διότι θα έρθει σε επαφή με το μεγάλο σινεμά του Αντρέι Βάιντα, το σινεμά εκείνο που εγώ πρωτοείδα παιδί, κυριολεκτικά παιδί, στα πρώτα μου επισκεπτήρια στην «Αλκυονίδα» και στο «Στούντιο» κι είναι από τα άριστα που αποκόμισα εκεί μέσα παρόλο ότι από ένα σημείο και μετά είδα κι απύθμενες βλακείες που απλώς επειδή προέρχονταν από την Ανατολική Ευρώπη ή την Ασία μας υποχρέωναν να τις δεχτούμε σαν να ήταν αριστουργήματα… ΚΙ ήταν ταινίες που οδήγησαν και τους Ελληνες σκηνοθέτες εκείνης της εποχής στην καταστροφή της μίμησης και τον ελληνικό κινηματογράφο εν μέρει στην αυτοκτονία.
Ο ΒΑΙΝΤΑ δεν ήταν μέσα σε αυτούς αλλά δεν είναι και το είδος που ακολούθησαν οι εδώ.
Αυτό που με μάγεψε στον Βάιντα, σε όλο του έργο, όταν άρχισα να το παρακολουθώ, ήταν από τη μιά η θεματολογία, που επικεντρωνόταν στον άνθρωπο αλλά μέσα από εσωτερικές αγωνίες (μέχρι που πήρε φανερή πολιτική θέση με την «Αλληλεγγύη», επί δικτάτορα Γιαρουζέλσκι και τότε έγινε πιο «εξωστρεφής» αλλά άρχισαν να τον πολεμούν κι οι θεωρητικοί της Αριστεράς που μέχρι πριν τον ενέτασσαν στο «Μεγάλο σοσιαλιστικό σινεμά»- καμία σχέση. Μόνο το «ΜΕΓΑΛΟ» ίσχυε! Και μετά τον χτύπησαν ΥΠΟΥΛΑ, προσπαθώντας να τον θίξουν καλλιτεχνικά εκεί που δεν τους συνέφερε πολιτικά και το πέρασαν αυτ’ο και στους μίμους τους). Από την άλλη, εκείνο που , επίσης με μάγεψε, ήταν η σκηνοθεσία του , η οποία ακολουθούσε διαφορετική πλεύση, ακολουθούσε το θέμα. Σε άλλα έργα, έμμενε προσκολλημένη στα κοντινή πλάνα κι έβγαζε ατμόσφαιρα μέσα από τους ανθρώπους, και σε άλλες περιπτώσεις, όταν έκανε «τοιχογραφία», η σκηνοθεσία του ακολουθούσε άλλο «καδράρισμα», πρόβαλε διαφορετικά την εικόνα.
Εδώ η σκηνοθεσία είναι απολύτως προσωποκεντρική, τα κοντινά πλάνα είναι ο απόλυτος πρωταγωνιστής της ταινίας μετά το θάνατο, το closeup κυριαρχεί σε όλους τους ηθοποιούς και δίνει τη δυνατότητα να λάμψουν. Θυμήθηκα ξανά τον ΝΤΑΝΙΕΛ ΟΛΜΠΡΙΝΣΚΙ που με τη γοητεία του και την καθοδήγηση του Βάιντα είχε γίνει από τους πιο αγαπημένους ηθοποιούς της Ανατολικής Ευρώπης, Υστερα, που μπλέχτηκε κι αυτός με την «Αλληλεγγύη» αφενός στη χώρα του ταλαιπωρήθηκε σχετικώς, αφετέρου στη Δύση παραδόξως δεν τον σήκωσε καλλιτεχνικά το κλίμα, δεν του πρόσφερε αυτά για τα οποία τον περιμέναμε ή δεν ήξεραν να τον σκηνοθετήσουν με τον τρόπο που τον σκηνοθετούσε ο Βαιντα.
Όμως εδώ βλέπεις τι ποιότητα βγάζει το closeup του Βάιντα στον Ολμπρίνσκι όπως και στον άλλο ηθοποιό, τον λιγότερο γνωστό ΟΛΓΚΕΡ ΛΟΥΚΑΣΕΒΙΤΣ που παίζει τον φθισικό αδελφό αλλά και στο κοριτσάκι το μικρό καθώς και στην εξαίρετη ΕΜΙΛΙΑ ΚΡΑΜΚΟΒΣΚΑ ενώ όλα αυτά υπάρχουν μέσα σε μια φωτογραφία , από εκείνες τις μεγάλες τις πολωνέζικες της μεγάλης παράδοσης που σε υποβάλει στο θέμα της. Ο ΖΙΓΚΜΟΥΝΤ ΣΑΜΟΣΙΟΥΚ είχε κάνει τη φωτογραφία σε πολλές ταινίες του Αντρέι Βάιντα.
Και τελικά, χάρη στη σκηνοθεσία του Βάιντα και στα επιμέρους που αναφέραμε, μένεις προσκολλημένος στο φιλμ και συναισθάνεσαι αυτό που λέμε κινηματογραφική απόλαυση. Η εδώ σκηνοθεσία του είναι στη μεριά που βρίσκονται κι οι «Δεσποινίδες του Βίλκο» κι όχι «Η γη της επαγγελίας» η οποία στη συνέχεια βρέθηκε κοντά στα έργα εξωτερίκευσης της εποχής της κριτικής του στο καθεστώς, όχι όμως και το «Χωρίς αναισθητικό» όπου κι εκεί το «γκρο πλαν» δίνει και παίρνει.
Πραγματικά με ξαναμάγεψε η ταινία, σχεδόν 40 χρόνια μετά την πρώτη φορά που την είχα δει. Βεβαίως , μετά 40 χρόνια, ο καθένας από μας είναι ένας άλλος, δεν είμαστε ο ίδιος άνθρωπος. Βεβαίως κι άλλα πράγματα πιάνει κανείς στην εφηβεία κι άλλα στα 50 και βάλε και ξαναβάλε. Ομως το ότι και στις δύο ηλικίες προσκολλήθηκα στην ταινία με τον ίδιο τρόπο, σαν να γραπώθηκα πάνω της, είναι που δίνει σε μένα ένα πιστοποιητικό διαχρονικής αξίας. Καθώς επίσης και της έννοιας ΜΕΓΑΛΟΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ που βγαίνει από την έννοια ΜΕΓΑΛΗ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ και μεγαλη σκηνοθεσία είναι ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΜΑΖΙ. Με τον ένα και μοναδικό τρόπο.