Η ταινία ξεκινά πολύ καλά με τον Μπορν-ΜΑΤ ΝΤΕΙΜΟΝ, ο οποίος επέστρεψε στο ρόλο ύστερα από την ήττα του καλού κατά τα άλλα ηθοποιού Τζέρεμυ Ρένερ στην 4η συνέχεια ο οποίος έχασε την ευκαιρία να γίνει σταρ- πρωταγωνιστής. Ξεκινά λοιπόν στα ελληνο-αλβανικά σύνορα, μας μεταφέρει στη συνέχεια στο Ρέκιαβικ στην Ισλανδία, ύστερα ερχόμαστε στην Αθήνα και πολύ γρήγορα πέφτει η πρώτη μεγάλη σεκάνς της ταινίας από αυτές στις οποίες μας έχει συνηθίσει ειδικά από την ώρα που την έχει αναλάβει την ταινία ως σκηνοθέτης οΠΌΛ ΓΚΡΙΝΓΚΡΑΣ. Οπότε, ξεσηκωνόμαστε για δράση από πολύ νωρίς.
Η πρώτη μεγάλη σεκάνς είναι στην αρχή, η δεύτερη μεγάλη είναι προς το τέλος. Και ηρωίδα της πρώτης σεκάνς είναι η Αθήνα τον καιρό των μεγάλων ταραχών, εκεί κατά το 2012 που ούτε ορίζεται επακριβώς χρονολογία ούτε τίποτε άλλο, απλώς ο Μπορν, που πάλι κυνηγιέται από τις μυστικές υπηρεσίες κι εξακολουθεί να αντιμετωπίζει πρόβλημα ταυτότητας, εντοπίζεται στην Αθήνα.
Βλέποντας τη σεκάνς της Αθήνας αναρωτήθηκα αν πράγματι αυτή τη φορά ζήτησαν να έλθουν να γυρίσουν στην Αθήνα ή όλο αυτό δεν ήταν και λίγο «καλλιεργημένο» επειδή χάθηκε άλλη μια ευκαιρία για διεθνή παραγωγή στην Ελλάδα κι αυτό συνέβη με τη νέα κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, οπότε έπαιρνε και μια άλλη διάσταση. Διότι, όπως είδα την ταινία κι αυτή τη συγκεκριμένη σκηνή αλλά και άλλες, η σκηνοθεσία δεν μου υπαγορεύει κάτι τέτοιο. Οι σκηνές είναι γυρισμένες με βάση τα κοντινά πλάνα , η Αθήνα απλώς υποδεικνύεται ως χώρος και τα όσα συμβαίνουν μπορούσαν να έχουν γυριστεί οπουδήποτε εφόσον θα υπήρχαν και κάποιες ελληνικές σημαίες για το βάθος πεδίου. Και βεβαίως κάποιος μπορεί να πεί και με το δίκιο του, πως το γύρισαν έτσι επειδή δεν τα βρήκαν με τους εδώ, Όμως την ίδια ακριβώς σκηνοθετική αντίληψη διαπίστωσα και στη σκηνή της Ρέκιαβικ όπου κάνει κι εδώ ένα αρχικό γενικό, όπως και της Αθήνας, κι ύστερα μας δείχνει ένα στενοσόκακο νυχτερινού φωτισμού, το ίδιο και στη Ρώμη, όπου μετά από ένα γενικό πλάνο με την PiazzaVenezia στο επίκεντρο, αρχίζουν κι εδώ τα κοντινά του ΒΕΝΣΑΝ ΚΑΣΕΛ και μπαίνουμε στα δωμάτια των ξενοδοχείων- ποια Ρώμη;
Σε όλα τα μέρη, στα οποία γίνεται αναφορά κι από τα οποία υποτίθεται περνάει ο κυνηγημένος πράκτορας, η σκηνοθετική αντίληψη είναι κάπως έτσι. Δεν έχει καμία σχέση με το «ΜΟΥΤΡΟ», που είδαμε την περασμένη εβδομάδα όπου εκεί πραγματικά ταξιδεύαμε από μέρος σε μέρος και τα πλάνα και τα γυρίσματα στις διάφορες εξωτικές και μακρινές χώρες ήταν πλάνα τουριστικής προβολής. Εκεί κανονικότατα είχαν πάει κι είχαν γυρίσει και τα μέρη έπαιζαν πρωταγωνιστικό ρόλο στις σκηνές τους.
Εδώ μόνο υποδεικνύονται κι υποδηλώνονται. Εξαίρεση το Βερολίνο όπου κάπως ανοίγει η κάμερα και φυσικά το Λας Βέγκας για το οποίο επιφυλάσσεται η δεύτερη μεγάλη σεκάνς της ταινίας , εκεί προς το τέλος, όπου όντως έχουν γίνει γυρίσματα σε δρόμους. Παρόλο αυτά, ΚΑΙ στο Βερολίνο αλλά ΚΑΙ στο Λας Βέγκας , με τον ίδιο τρόπο μας εισάγει, με ένα πανοραμικό πλάνο ενός εμφανούς σημείου κι ύστερα «πέφτουμε « πάλι στα κοντινά. Και στο Λας Βέγκας, κάτι παρόμοιο αν κι εκεί οι δρόμοι, όσο νάναι «φωνάζουν» την αυθεντικότητα τους αλλά θα μπορούσαν κι αυτοί να είναι συνδυασμός μοντάζ δρόμων του Λας Βέγκας (που βρίσκεται κι εντός αμερικανικής επικράτειας κι όχι πολύ μακριά από το Λος Αντζελες) και κάποιων σκηνικών στα αχανή, υπαίθρια πλατώ του Χόλυγουντ.
Ενπάση περιπτώσει είτε από εξυπνάδα είτε από ανάγκη, ο Πολ Γκρήνγκρας υιοθέτησε ενιαία σκηνοθετική γραμμή για όλα τα μέρη. Και δεν νομίζω ότι το έκανε ειδικώς για τη σκηνή της Αθήνας..
Από την άλλη, για τη σκηνή της Αθήνας, έχω να δώσω εύσημα σε αυτό που βλέπω ότι έχει συμβεί, ότι –για να τους έλθει και φθηνότερα εδώ που τα λέμε, αντι να στείλουν συνεργείο, έστειλαν κάποιους ανθρώπους να «χαρτογραφήσουν» το κέντρο της πρωτεύουσας και να τα χρησιμοποιήσουν αυτά ως στοιχεία πειστικότητας στο λόγο, στις οδηγίες που δίνονται προς τους μυστικούς για τον εντοπισμό του πράκτορα, λεπτομέρειες για την οδό Φειδίου και τη διαφυγή προς τα εκεί από την οδό Σταδίου και πραγματικά σε ένα σενάριο δράσης κι όχι λόγου αξιοποίησαν με τον καλύτερο τρόπο τις πληροφορίες που συνέλεξαν- αυτό θα μπορούσε να είναι κι ένα μάθημα σχετικά με του τι στοιχεία χρειάζεται ένας σεναριογράφος για έργο δράσης σε μια πόλη. Αν σε ένα δράμα χρειάζεται στοιχεία για τον χαρακτήρα και την «ηλικία του ήρωα πριν ξεκινήσει το σενάριο» ώστε να τα βάλει στην υπόθεση, σε μια περιπέτεια δράσης χρειάζεται απαραιτήτως στοιχεία για την πόλη.
Αυτά είναι και τα θετικά. Τα πολύ θετικά.
Διότι φεύγοντας από την Αθήνα κι από τις παραπάνω σκέψεις κι όπως προχωράει η υπόθεση, τίποτε καινούργιο δεν βλέπω. Απολύτως τίποτε. Καλοβαλμένα όλα, καλός σκηνοθέτης στο είδος ο Γκρήνγκρας, άνετος ο Μάτ Ντέιμον, πολλά ονόματα στο cast που παρελαύνουν και χαρίζουν τις φυσιογνωμίες τους (ΒΕΝΣΑΝ ΚΑΣΕΛ, ΤΟΜΥ ΛΗ ΤΖΟΟΥΝΣ, ΑΛΙΣΙΑ ΒΙΚΑΝΤΕΡ, ΤΖΟΥΛΙΑ ΣΤΑΙΛΣ) αλλά ΚΑΝΕΙΣ δεν έχει ρόλο περιωπής. Ο Τόμυ Λη Τζόουνς, ένας ηθοποιός που έχω λατρέψει για την κινηματογραφικότητα του, με απογοητεύει για δεύτερη φορά μέσα σε δύο εβδομάδες, μετά το «Μούτρο» με τον Τζέισον Στέιθαμ, όπου εδώ κάνει πλέον εμφανές αυτό που διέβλεψαν και στον «ΛΙΝΚΟΛΝ» οι της Ακαδημίας, στον τελευταίο του καλό ρόλο, και δεν του έδωσαν δεύτερο Οσκαρ, πως έχει αρχίσει και σταθμεύει σε μια μανιέρα. Εδώ η μανιέρα, με ένα συγκεκριμένο τρόπο ομιλίας, σχεδόν αχρωμάτιστο όπου επιπλέον είναι και σκληρά φωτισμένος (για να μην πω «κακοφωτισμένος») αλλοιώνεται κι η φυσιογνωμία του ενώ μάλλον θα ήθελαν να τη δήλωναν ως «εκφραστική».
Επίσης η ΑΛΙΣΙΑ ΒΙΚΑΝΤΕΡ, το κορίτσι-ανακάλυψη των τελευταίων χρόνων, χωρίς να φταίει, πήρε ένα ρόλο που την παγιδεύει. Είναι πολύ νέα για να παίξει το ομόλογο της Τζόαν Αλεν κι αν πράγματι είναι ένα κορίτσι-θαύμα που ανέλαβε τέτοιο σοβαρό τομέα απ΄τις μυστικές υπηρεσίες, ε, αυτό όφειλε το σενάριο να το έχει δουλέψει παραπάνω ώστε να δικαιολογήσει το ρόλο και την παρουσία της Βικάντερ.
Παρόλα αυτά, η δράση προχωράει. Το παρακολουθούμε με ενδιαφέρον αλλά όσο περνά η ώρα αισθανόμαστε- εγώ τουλάχιστον- πως το σενάριο πέραν της χαρτογράφησης της Αθήνας, τεμπέλιασε αρκετά. Με τα υλικά των προηγούμενων ταινιών κι ειδικά της τρίτης και καλύτερης από πλευράς δράσης εκ των ταινιών, δεν ξαναμαγείρεψε καν φαγητό, ένα άλλο φαγητό, αλλά απλώς ξανάστρωσε τραπέζι.
Κι ερχόμαστε προς το φινάλε, όπου μας περιμένει η δεύτερη μεγάλη «σεκάνς», αυτή του Λας Βέγκας, όπου εδώ, παρατηρούμε και μια «έκπτωση» προς το «blockbuster» ως είδος, σαν να ήθελαν να ολοκληρώσουν με κάτι θεαματικό και καταστροφικό, και κατέφυγαν στα έτοιμα.
Καλογυρισμένη η σκηνή αλλά… «έκπτωση»- ο «Μπορν» τα έκανε αυτά διαφορετικά.
Επείγουσα η ανάγκη ανανέωσης, αν το πάνε για μια ακόμα συνέχεια. Δεν θα έλεγα ότι δεν ψυχαγωγήθηκα, θα έλεγα όμως ότι και δεν ενθουσιάστηκα.
Βέβαια ο άξονας ήχου-μοντάζ είναι άριστος αλλά δουλεύει κι αυτός με αυτόματο πιλότο. Είναι βασικό όργανο της «πατέντας»