Μεγάλος κινηματογράφος, μεγάλος ΕΠΙΚΟΣ κινηματογράφος για την ακρίβεια, αυτό το έργο που μας δείχνει και τι άλλο παρήγαγαν οι ΠΟΛΩΝΟΙ αλλά εμείς δεν το βλέπαμε.
Είναι ένας κινηματογράφος που κρατά τις ρίζες του από τον ΣΕΡΓΚΕΙ ΑΙΖΕΝΣΤΑΙΝ και περνά από όλα τα επικά διδάγματα των ΜΕΓΑΛΩΝ, όπως ο ΝΤΕΗΒΙΝΤ ΛΗΝ κι ο ΑΚΙΡΑ ΚΟΥΡΟΣΑΒΑ για να καταλήξει στα χέρια αυτού του Πολωνού , του ΓΕΡΖΥ ΧΟΦΜΑΝ, που ελάχιστοι γνωρίζουν.
Ενας επικός κινηματογράφος, όμως, για να φτάσει να έχει και να προσδίδει αληθινό μεγαλείο, πρέπει να έχει και ανάλογη βάση να πατάει.
Κι η βάση του συγκεκριμένου φιλμ δεν είναι απλώς η ΙΣΤΟΡΙΑ, ότι ανήκει δηλαδή στην κατηγορία του ιστορικού έπους, αλλά και κάποια άλλα διδάγματα που διαθέτει κι αυτά κρατούν από τον ΣΑΙΞΠΗΡ. Όχι, δεν βασίζεται σε κάποια τραγωδία του Μεγάλου Ελισαβετιανού όπως το «ΡΑΝ» του Κουροσάβα (με παραλλαγμένο τον «Βασιλιά Ληρ») αλλά η βάση του σεναριακού γραψίματος κι οι τάσεις ή και διαστάσεις των ηρώων, ώρες και στιγμές (και λέω «ώρες» διότι το έργο σχεδόν ξεπερνά τις τρεις) παραπέμπουν στον Σαίξπηρ.
Θέματα Εξουσίας, Τυραννίας, Κυριαρχίας, Στρατηγικής κι Ανθρώπου τίθενται αενάως μέσα στο έργο καθώς εκτυλίσσεται μια ιστορική περιπέτεια επικών διαστάσεων.
Κι ο κεντρικός ήρωας, ο Κμίσιτς, που τον παίζει ο τότε κορυφαίος σταρ της Πολωνίας ΝΤΑΝΙΕΛ ΟΛΜΠΡΙΝΣΚΙ, που ταυτίστηκε με τις ταινίες του Αντρέι Βάιντα, είναι ένα πρόσωπο εντελώς «σαιξπηρικό». Περιέχει τις αρετές και τα ελαττώματα του ανθρώπινου είδους, ο ηρωισμός του γίνεται πολλές φορές τρωτός κι έχει να αντιμετωπίσει, μαζί με τις αμέτρητες ταλαιπωρίες, άλλα τόσα διλήμματα που εμφανίζονται κάθε τόσο μπροστά του.
Η υπόθεση τοποθετείται στον 17ο αιώνα και «πρέπει» να είναι στον 30ετή Πόλεμο, στη σύγκρουση Σουηδών και Πολωνών οι οποίοι έχουν συμμαχική «κοινοπραξία» με τους Λιθουανούς.
Λέω «πρέπει» διότι εδώ βρήκα και το μόνο «φάλτσο» σημείο της ταινίας, ότι δεν λαμβάνει υπόψη της πως δεν απευθύνεται μόνο σε Πολωνούς (αλλά και σε Πολωνούς αποκλειστικά να απευθυνόταν, όπως, άλλωστε και ξεκίνησε, άσχετο αν ξεπέρασε η φήμη της τα σύνορα της χώρας κι έφτασε μέχρι το Οσκαρ, πάλι «φάλτσο» θα το χαρακτήριζα)
Διότι δεν μας δίνει μια σύντομη εισαγωγή του πλαισίου. Είναι κανόνας από το αρχαίο δράμα των Ελλήνων ο πρόλογος που κατατοπίζει τον θεατή για την ιστορία. Πόσο μάλλον για το ιστορικό και χρονικό πλαίσιο.
Οπότε, μας βάζει απευθείας στην υπόθεση και χάνουμε λίγο από την απόλαυση προσπαθώντας να καταλάβουμε στην αρχή «ποιοι», «τι;» και «πως;»
Ωστόσο, το καταλαβαίνουμε γρήγορα ή το προσπερνάμε γρήγορα διότι καθοδόν θα έρθουν οι πληροφορίες αλλά επειδή το έργο είναι επικό και προσωπο-κεντρικό ταυτόχρονα, μας συνεπαίρνουν οι άλλοι παράγοντες. Όμως μας συνεπαίρνουν πραγματικά.
Ο Κμίσιτς λοιπόν έχει «κληρονομήσει» από τον άρχοντας ευεργέτη του γή και για σύζυγο την εγγονή. Αξεστος, διαρκής πολεμιστής, ωραίος άντρας σύμφωνα με την επιλογή του ηθοποιού, δικαιολογεί την καταγοήτευση της κόρης αλλά και τις αποστάσεις που εκείνη κρατεί, κυρίως απέναντι στη βία που βλέπει να τον διακρίνει και δεν μπορεί να αντιληφθεί την ψυχοσύνθεση του πολεμιστή.
Η σχέση που θα εξελιχθεί και σε έρωτα θα περάσει από μύριες όσες δοκιμασίες, από όσες θα περάσει κι η ίδια η Πολωνία καθόσον ο στασιαστής που παίρνει τον πριγκιπικό τίτλο, θα κάνει συμμαχία με τους εχθρούς Σουηδούς που επιβουλεύονται την Πολωνία, η συμμαχία αυτή θα είναι σχέση δουλοπρέπειας προς ίδιον όφελος, ο Κμίσιτς, που είχε προλάβει να ορκιστεί πίστη στον ηλικιωμένο πρίγκηπα που επιβουλεύεται το Στέμμα, θα βρεθεί πρό διλήμματος και θα ζήσουμε μαζί του κι εμείς τις άπειρες, σχεδόν ιώβιες, δοκιμασίες του.
Το έργο είναι αριστούργημα κι από πλευράς αισθητικής, κι αυτό είναι πολωνική παράδοση. Ειδικά στη διεύθυνση φωτογραφίας, η χώρα αυτή, κι η πολωνέζικη κινηματογραφία εν γένει, δεν έχει απλώς παράδοση, αλλά κι εξαγωγή μεγάλων διευθυντών φωτογραφίας στον παγκόσμιο κινηματογράφο και στο ίδιο το Χόλυγουντ. Θα μιλήσουμε για μεγάλη φωτογραφία αλλά και για μεγάλη σκηνοθεσία διότι η ίδια η κάμερα κι η σκηνοθετική αντίληψη είναι τέτοια που προσφέρει εύρος και βάθος κι η φωτογραφία «υποχρεώνεται» αυτό να το μεταβάλει σε σκηνοθετικό όραμα. Συγχρόνως, η δουλειά στην επιλογή των χώρων και στα εσωτερικά ντεκόρ μαζί με τα κοστούμια που είναι δουλειά μεγάλης ενδυματολογικής ολκής, όπως κι οι λεπτομέρειες τόσο στα φαγητά όσα και στους τρόπους, φτιάχνουν, αυτό που λέμε «μεγάλο φιλμ»
Μα όπως είπα και πιο πάνω το «μεγάλο» έχει να κάνει και με τις διαστάσεις περιεχομένου και πως αυτές γίνονται κινηματογραφικό σενάριο κι όχι…. Σεμινάριο. Οι στρατηγικές των πολέμων, των συμμαχιών, ο πρωτογονισμός που τις διέπει αλλά κι η ουσία που παραμένει μία και ίδια σε όλες τις εποχές, τίθενται με ένα εκπληκτικό τρόπο στην ταινία.
Αν λάβει δε κανείς υπόψη του και το πότε γυρίστηκε, σε ποια χώρα και κάτω από ποιες πολιτικές συνθήκες , το έργο γίνεται ακόμα πιο αποκαλυπτικό στην ουσία του.
ΚΙ αυτό συμβαίνει επειδή πρώτιστο ζητούμενο είναι ο ίδιος ο κινηματογράφος κι όχι τα γύρω από αυτόν. Εκπληκτική σκηνοθεσία του ΓΕΡΖΥ ΧΟΦΜΑΝ, πραγματικά ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΗ.
Οι δε ηθοποιοί είναι της ίδιας υψηλής κλίμακας , όλοι οι supporting που έχουν θαυμάσιες ευκαιρίες να δείξουν πράγματα κι υπογραμμίζουν την ποιότητα υποκριτικής που απαντάται στην Πολωνία (σχεδόν στον ίδιο βαθμό που απαντάται στη Ρωσία) ενώ ο Ντανιέλ Ολμπρίνσκι μου ξαναθύμισε αυτό που σήμαινε τότε αλλά και μου ξαναγέννησε την απορία για το ότι , όταν ήρθε η ώρα της Δύσης, έμεινε όχι μόνο αναξιοποίητος αλλά και σαν να έσβησε γρήγορα, να μην άφησε κάτι ανάγλυφο εκεί που άστραφτε, σαν να σβήστηκαν οι εντυπώσεις για αυτόν από τη συλλογική, κινηματογραφική μνήμη.
Ένα από τα μεγαλύτερα επικά φιλμ του Παγκόσμιου Κινηματογράφου.