Κι εξηγούμαι:
Το «SULLY» από μόνο του δεν έχει πολλά να πει. Και τούτο επειδή δραματουργικά δεν παρουσιάζει κανένα απολύτως ενδιαφέρον. Βασίζεται σε αληθινό περιστατικό που τα είχε όλα αίσια. Στην πτήση από Νέα Υόρκη για Βόρειο Καρολίνα, σμήνος πουλιών εφόρμησαν στο εν πτήσει αεροσκάφος, έσπασαν τον κινητήρα με αποτέλεσμα να βρεθούν αεροπλάνο, πλήρωμα κι επιβάτες σε μοιραίο κίνδυνο. Όμως ο πιλότος ο Σάλι, από τον οποίο παίρνει τον τίτλο η ταινία, κατάφερε να το προσγειώσει στον …. Ποταμό Χάντσον, στο Μανχάταν. Να το «προσγειώσει».. προσέξτε τι λέω. Αποτέλεσμα: ΚΑΝΕΙΣ από τους επιβαίνοντες, επιβάτες και πλήρωμα, δεν έπαθε το παραμικρό. Επέζησαν ΑΠΑΝΤΕΣ.
Κάτι πήγαν στη συνέχεια να κάνουν οι ασφαλιστικές ώστε να μην πληρώσουν τις υλικές ζημιές και να ισχυριστούν ότι έφταιγε ο πιλότος (σε τι έφταιγε ο πιλότος; Στο ότι τους διέσωσε όλους;) αλλά ο πιλότος-ήρωας είχε τόσο λατρευτεί κι ήταν τέτοιο το επίτευγμα του ώστε δεν κατόρθωσαν τίποτα.
Πείτε μου, τώρα: Είναι δυνατόν από ένα τέτοιο περιστατικό να γίνει μεγάλο έργο; Που είναι οι συγκρούσεις, που είναι οι δραματικές καταστάσεις (πλην της σκηνής αγωνίας με τις αναταράξεις όταν επιτέθηκαν τα πουλιά), που είναι ο ήρωας που προσπάθησε αλλά δεν μπόρεσε να σώσει, που είναι οι τύψεις, που είναι η κρίση συνείδησης, που είναι η αδικία (διότι αν ο ήρωας είχε καταδικαστεί εξ αιτίας των συμφερόντων των ασφαλιστικών εταιριών ενώ έσωσε όλους τους επιβάτες θα μπορούσαμε να είχαμε ένα δράμα πάνω στην ανθρώπινη αδικία και ματαιότητα!), που είναι η κοινωνική απομόνωση ενός γενναίου… που;…που;…. που;…
Διότι αν συνεχίσω να απαριθμώ τα «που;» θα γράψω όπου νάναι καινούργιο έργο εξ αρχής.
Συνεπώς, τίποτε από ότι συντελεί στη δημιουργία ενός δράματος με βάση ένα αληθινό περιστατικό, δεν υπάρχει σε αυτό το έργο. Ας πούμε, είχαμε δει το 2012 το «FLIGHT» του ΡΟΜΠΕΡΤ ΖΕΜΕΚΙΣ με τον ΝΤΕΝΖΕΛ ΓΟΥΑΣΙΝΓΚΤΟΝ, που ήταν υποψήφιο για Οσκαρ ηθοποιίας και πρωτότυπου σεναρίου, όπου, πράγματι από παρόμοιο περιστατικό, είχαμε ζήσει ένα δράμα. Εκεί, όμως, είχε γίνει δραματουργική παρέμβαση στο περιστατικό, είχε «κατασκευαστεί» ήρωας, με όλων των ειδών τις συγκρούσεις να τον «διέπουν», είχε γραφτεί εξαρχής υπόθεση έργου, ήταν όλα διαφορετικά.
ΚΙ ΟΜΩΣ, ενώ έχουμε όλα αυτά που …. δεν έχουμε, όπου ο ΚΛΙΝΤ ΗΣΤΓΟΥΝΤ κάνει ταινία το βιβλίο που έγραψε ο πιλότος το οποίο είναι όσα σας είπα, έρχεται και συμβαίνει κάτι.
Μεγάλο έργο δεν το λες αλλά θαυμασμό προς τον ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΑΝΘΡΩΠΟ Ηστγουντ έρχεσαι και τον καταθέτεις με περίσσευμα ψυχής διότι πήρε το περιστατικό και την περίπτωση κι αυτό το «μικρό», το πράγματι «μικρό» από πλευράς κινηματογραφικού ενδιαφέροντος πραγματάκι, το «γέμισε» τόσο με «ψυχή» όσο και με «σινεμά».
Από τη γνώση του περί σινεμά ξεκινούν όλα, όπου μέσα σε αυτά ήταν κι η επίγνωση του για τις κινηματογραφικές «αδυναμίες» του ίδιου του θέματος. Αν εγώ το είδα μία φορά, ο Κλιντ, να είστε βέβαιοι, το είχε δει 100 φορές όχι απλώς πριν από μένα αλλά πριν το κάνει ταινία. Κι είναι σαφές ότι ΑΥΤΟ ήθελε να κάνει ταινία κι είχε την επίγνωση.
Τι ήθελε όμως να βγάλει, τουλάχιστον με βάση αυτό που είδαμε ;
Μία μεγάλη ψυχή, μία καθαρή ψυχή, κάποιοι θα θελήσουν να μιλήσουν κι ειρωνικά περί «αμερικάνικης» ψυχής, δηλαδή πάνω στον 100 ο/ο Αμερικανό ήρωα, και δεν θα τους ψέξω διότι πράγματι μπορεί και να υπάρχει. Αλλωστε, ο Κλιντ Ηστγουντ, όπως αποδεικνύει με τα έργα του (αφήνω τις πολιτικές θέσεις που κι αυτές συμβάλλουν αλλά έχει τον τρόπο να μεταλλάσσει σε δημιουργία), που πιστεύει σε αυτή την αμερικάνικη ψυχή (όπως πίστευε κι ο Τζων Φορντ και τελικώς ο Κλιντ είναι ο νούμερο ένα διάδοχος εκείνου του μεγάλου- κι είναι διάδοχος όχι μόνο στο είδος «γουέστερν» αλλά και στο κοίταγμα της ψυχής) για αυτό και στις περισσότερες ταινίες που δείχνει τα πράγματα να πηγαίνουν στραβά, δείχνει και ποιες αξίες που γίνονται ανθρώπινες, μπορούν κι επανορθώνουν ή ανορθώνουν είτε με τη δικαίωση είτε με την «τιμωρία» του ήρωα (περίπτωση «Ελεύθερου σκοπευτή»)
Και για να βγάλει αυτή την ψυχή έκανε την τελειότερη συνεργασία που μπορούσε να γίνει: Με τον ΤΟΜ ΧΑΝΚΣ. Πριν, όμως, φτάσουμε στον Τομ και στο επίτευγμα του που καθρεφτίζει και το επίτευγμα του Κλιντ, ας μείνουμε λίγο περισσότερο στα κινηματογραφικά του Ηστγουντ, που ξεκινούν από την επίγνωση του αδύναμου θέματος (το «ραντάρ» στο συγκεκριμένο κινηματογραφικό ταξίδι) και προχωρούν στο ότι δεν θέλει να το πειράξει αλλά μέσα από αυτό θέλει κάτι να δώσει (η «πυξίδα» στο ίδιο «ταξίδι» ώστε να μη «χαθεί»). Κι εδώ ο κινηματογραφογνώστης Κλιντ επιστρατεύει τις γνώσεις του και την πείρα του πάνω στην αφήγηση των ταινιών, στον τρόπο με τον οποίο ξέρει να αφηγείται κινηματογραφικά τις ιστορίες του, κι ένα μέρος αυτού του τρόπου είναι το ντεκουπάζ, το «σπάσιμο» του σεναρίου από τη ματιά του σκηνοθέτη, που θα κόψει, θα ράψει (μην το μπλέκουμε με το μοντάζ), θα μπλέξει τις σκηνές, θα τις «πλέξει», μπορεί να ανακατέψει και τους χρόνους … και χίλια άλλα καλά που έχουν αυτοί οι πραγματικά μεγάλοι σκηνοθέτες. Κι αυτό θα το μεταβάλει σε τρόπο αφήγησης. Και με αυτές τις σκηνοθετικές "παρεμβάσεις" επί του σεναρίου , που περιλαμβάνουν και "θέση μηχανής" ,έχει πάει στο γύρισμα.
Ετσι, άξαφνα μπροστά μας και σχεδόν από το τίποτα ,προβάλει κάτι πολύ σφιχτό, πολύ συμπαγές, χωρίς κενά, χωρίς χαλαρώσεις και με διάρκεια ούτε 90 λεπτών.
Τι είπαμε, όμως, ότι θέλει να βγάλει από το περιστατικό; Την ΨΥΧΗ! Για να «δείξεις» ψυχή, πρέπει να έχεις βρει πρώτα τον ΑΝΘΡΩΠΟ. ΚΙ έτσι ο Κλιντ Ηστγουντ, ο σκηνοθέτης Κλιντ Ηστγουντ, προσθέτει ένα ακόμα μεγάλο όνομα στον πίνακα αυτών που έχει σκηνοθετήσει και του προσφέρει μια επιτυχία αλλά την επιτυχία τελικώς είναι ο Τομ Χανκς που την χαρίζει στον Κλιντ Ηστγουντ.
Ο Τομ Χανκς δεν περιγράφεται. Επιβεβαιώνει στο ακέραιο κάτι που έχω γράψει από παλιά για αυτόν, πως σε κάνει να πιστεύεις ότι ο κάθε ρόλος που παίζει, γράφτηκε αποκλειστικά για αυτόν και δεν θα μπορούσε να παιχθεί από άλλον. Βεβαίως και πρόκειται για ψευδαίσθηση αφενός αλλά κι αφετέρου αυτό ισχύει για κάθε καλό ηθοποιό σε μια σπουδαία ερμηνεία του είτε πρόκειται για ρόλο μεγάλης εμβέλειας ή μικρότερης. Όμως, το να καταφέρνει να σε πείθει ο ηθοποιός πως αυτός ο ήρωας έτσι είναι κι αλλιώς δεν γίνεται, να σε μαγεύει και να μη σου επιτρέπει να καθίσεις και να αποκωδικοποιήσεις την ερμηνεία του, είναι μέγα επίτευγμα. Κι όταν μιλώ για «αποκωδικοποίηση» δεν εννοώ αρνητικά. Εννοώ να καθίσεις και να δεις τις λεπτομέρειες που βάζει στο παίξιμο του, στον πλούσιο εαυτό του, που δεν είναι ένα σκέτο star performance, δεν είναι πως «ο Τομ Χανκς είναι ο Τομ Χανκς» μα το ότι η συγκεκριμένη φράση κάτι άλλο σημαίνει. Είναι η φωνή που εδώ έχει κατέβει λίγο πιο μπάσα, λίγο πιό σβηστή, ώστε να περάσει αδιόρατα το άρωμα, την αίσθηση της μεγάλης ηλικίας και δεν το κάνει «φωναχτά». Είναι πως στην ήρεμη απολογία έχει τον τρόπο να κρατά σταθερή τη φωνή, να μην κάνει κλαυσίγελους και διάφορα υπογραμμισμένα αλλά όπως μιλά κανονικά κι ήρεμα, να υγραίνονται τα μάτια. Κι αυτά ελαφρώς. Αλλά γύρευε πόσες φορές το έχουν κάνει πρόβα μέχρι να βρει το σημείο το σωστό, κι ο αετός ο Κλιντ είναι εκεί με την κάμερα, έτοιμος να το καταγράψει και να μην το "φτηνήνει"με απόλυτο κοντινό. Κι είναι πάνω από όλα το αγαπησιάρικο χάρισμα που έχει ο Τομ Χανκς .
Είναι ότι εύκολα πείθεσαι πως δεν θα μπορούσε άλλος από τον Τομ Χανκς να είναι αυτός ο πιλότος που έπεσε στον ποταμό Χάντσον με το αεροπλάνο κι όχι μόνο δεν το βούλιαξε αλλά διέσωσε κι όλους τους επιβάτες, οπότε με ένα τέτοιο ηθοποιό για φορέα της κατά Κλιντ αμερικανικής ψυχής, το επίτευγμα του Κλιντ έχει κατακυρωθεί.
Χωρίς τον Τομ Χανκς απλά δεν θα γινόταν αλλά και με τον Χανκς και παρόλα αυτά και παρά τα ωσανά που έγραψα για τον κινηματογραφάνθρωπο Ηστγουντ, μεγάλη ταινία το «Sully» δεν τη λες!