Διότι η περίπτωση «Μπεν Χουρ» έρχεται να βάλει τα πράγματα στη θέση τους σχετικά με την έννοια «remake» και τους κεραυνούς που κατά καιρούς αμολάμε εναντίον των «επανακατασκευών»
Ισως τώρα γίνει πιο κατανοητό, τουλάχιστον από τους προσωπικούς αναγνώστες τι εννοώ όταν πνέω μένεα εναντίον των επανακατασκευών.
Για να κάνεις remake λοιπόν πρέπει να ισχύει μια προυπόθεση: Πως έχεις κάτι να πεις και θέλεις να πας την ταινία που επανακατασκευάζεις κάπου παραπέρα. Οσο πιο πέρα την πας, τόσο πιο πετυχημένο remakeέχεις.
Ο «Μπεν Χουρ» του 1959 απέδειξε ΠΕΡΙΤΡΑΝΑ ότι ΥΠΗΡΧΕ ΛΟΓΟΣ να κάνουν remakeτο φιλμ του 1925 που είχε σκηνοθετήσει ο ΦΡΕΝΤ ΝΙΜΠΛΟ με πρωταγωνιστή τον ΡΑΜΟΝ ΝΟΒΑΡΟ. Οπου κι εκείνο το φίλμ, το βουβό και μαυρόασπρο, είχε μια σκηνή αρματοδρομίας που ακόμα και στις μέρες μας εντυπωσιάζει, εφόσον βέβαια ληφθούν υπόψη οι δεδομένες συνθήκες. Και για το 1925 ήταν κάτι σημαντικό.
Όμως το 1959 (τα σχέδια είχαν μπει μπροστά νωρίτερα- δανείζομαι ως χρόνο το έτος που βγήκε στις αμερικάνικες αίθουσες η ταινία) (διότι στην Ευρώπη έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Κανών του 1960 ως εκτός συναγωνισμού εναρκτήριο, στη δε Ελλάδα βγήκε στα σινεμά τη σαιζόν 1961-62)τα πράγματα άλλαξαν συντριπτικά κατά του έργου του παλιού διότι ήρθε το καινούργιο κι έκανε το παλιό να σβηστεί από τις μνήμες των μη μυημένων στον κινηματογράφο.
Κι αυτό συνέβη διότι απέδειξε ότι είχε λόγο να γίνει.
Ο παραγωγός ΣΑΜ ΖΙΜΠΑΛΙΣΤ, 8 χρόνια μετά τον θρίαμβο του «ΚΒΟ ΒΑΝΤΙΣ» αποφάσισε να βάλει μπρος το remakeτου «ΜΠΕΝ ΧΟΥΡ», έχοντας μάθει πολλά από το φιλμ του Μέρβυν Λε Ρόυ με τον Ρόμπερτ Τέιλορ και την Ντέμπορα Κερ. Και κατέφυγε σε σκηνοθέτη όχι απλώς καλύτερο από τον Λε Ρόυ, που ήταν ένας ικανότατος μάστορας, αλλά στον μεγαλύτερο που υπήρχε, στον ΓΟΥΊΛΙΑΜ ΓΟΥΑΙΛΕΡ. Κι ο Γουάιλερ, που δεν είχε ξανα-ασχοληθει με το είδος, το είδε ως ευκαιρία να δοκιμαστεί και σε αυτό, να δείξει ότι και σε αυτό το είδος ως ΓΙΓΑΝΤΑΣ ΤΟΥ ΣΙΝΕΜΑ ΤΩΝ ΕΙΔΩΝ μπορούσε να αφήσει μία παρακαταθήκη – να ξεπεράσει και τον ΣΕΣΙΛ ΝΤΕ ΜΙΛ, τον αρχηγό του είδους. Και τον ξεπέρασε.. Κι έβαλε την υπογραφή του. Κι η υπογραφή ήταν τεράστια. Ξεκινάμε από το ότι βρήκε τον «Μπεν Χουρ αυτοπροσώπως», που ήταν ο ΤΣΑΡΛΤΟΝ ΗΣΤΟΝ ο οποίος , σαν την Βουγιουκλάκη κι αυτός, είχε παίξει αρκετούς ρόλους στο σινεμά, και με κάποια επιτυχία ορισμένους αλλά δεν είχε εμφανιστεί ο ρόλος που θα τον ξεκλείδωνε. Στο «Μπεν Χουρ» υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του μεγάλου Γουάιλερ απέδειξε , ή μάλλον ανακάλυψε για τον εαυτό του ή ανακάλυψαν άλλοι για δικό του λογαριασμό, πως το ταμπεραμέντο του ήταν ηρωικό, η καλλιτεχνική του ιδιοσυγκρασία δηλαδή, πως ήταν γεννημένος για να παίζει ρόλους γενναίων. Κι ως έτσι έμεινε στην Ιστορία, κάνοντας στη συνέχεια σωρεία ταινιών με τέτοιους ήρωες ή και με άλλους, πιο «χαμηλούς» που όμως τους έβαζε τον δικό του ηρωικό τόνο.
Ο παραγωγός Ζίμπαλιστ φιλοδοξούσε να κάνει τον «Μπεν Χουρ» θρησκευτικο-ιστορική υπερ-παραγωγή με όλα τα μέσα που διέθετε ο κινηματογράφος του «1959», ο δε Γουάιλερ εμφύσησε στον «Μπεν Χουρ» κι ένα εσωτερικό, θρησκευτικό στοιχείο, όπου μετέβαλε τους χάρτινους ήρωες σε χαρακτήρες.
Υπαινίχθηκε κι ομοφυλοφιλία σε έργο του mainstream και σε ανύποπτο χρόνο με τον υπαινιγμό και το υπονοούμενο με τα οποία «κέντησε» τις σκηνές ανάμεσα στον Τσάρλτον Ηστον και τον Τζακ Χώκινς. Επέλεξε να μη φαίνεται ποτέ το πρόσωπο του Χριστού, δίνοντας έτσι πνοή στην ερμηνεία του Ηστον, όπου το ότι Αυτός με τα μακριά μαλλιά και το χιτώνιο που βλέπουμε μόνο πλάτη όταν ο Μπεν Χουρ του προσφέρει νερό, είναι ο Χριστός, από το βλέμμα του Τσάρλτον Ηστον που καταγράφει η κάμερα, από τον τρόπο με τον οποίο τον κοιτάει
Αυτά είναι μερικά παραδείγματα του τι σημαίνει μεγάλη σκηνοθεσία και πως πετυχαίνεις τον εσωτερικό τόνο κι ότι αυτό δεν είναι κάτι που το λένε αυθαίρετα οι κριτικοί αλλά δεν είναι σε θέση να εξηγήσουν.
Για δε τη σκηνή της αρματαδρομίας χρησιμοποιήθηκαν τρεις σκηνοθέτες ως «βοηθοί» τους οποίους ο Γουάιλερ επόπτευσε, το δε υλικό παρέλαβε ο μοντέρ κι έφτιαξε το θαύμα που ξέρουμε.
Και φυσικά στα πάντα, σε όλους τους τομείς, χρησιμοποιήθηκαν αριστείς, στους δε ηθοποιούς, η υπόσταση που έδωσε ο Γουάιλερ , είχε ως αποτέλεσμα και δύο Οσκαρ ερμηνειών, ένα για τον Ηστον κι ένα β’ ρόλου για τον Βρετανό κωμικό καρατερίστα ΧΙΟΥ ΓΚΙΦΙΘ.
Οπότε, το πρόβλημα του σημερινού «Μπεν Χουρ» δεν είναι το «remake» κι η εξ αυτού ή η περί αυτού ΙΕΡΟΣΥΛΙΑ, που είναι εύκολο πράγμα να καταγγέλλεται αλλά η έλλειψη πνοής και φιλοδοξίας να ξεπεραστεί το «Μπεν Χουρ» του 1959 , όπως εξ αιτίας εκείνου είχε ρυτιδωθεί κι αποσυρθεί το φιλμ του 1925.
Ο τωρινός «Μπεν Χουρ» ενδιαφέρεται μόνο για … λεφτά. Εχει ένα τίτλο και τον τίτλο αυτό θέλει να «πουλήσει». Δεν υπάρχει «Μέτρο Γκόλντουιν Μάγιερ», που ήταν στούντιο το οποίο παρήγαγε κινηματογράφο κι όχι βιτρίνα πολυεθνικής με πολλά υποκαταστήματα, δεν υπάρχει Σαμ Ζίμπαλιστ, ένα παραγωγός δηλαδή που να φιλοδοξεί να κάνει κινηματογράφο και να τον υπογράψει με τη ζωή του (τον Ζίμπαλιστ τον πείραξε η καρδιά του στα γυρίσματα της ταινίας κι έφυγε από την ζωή πριν προλάβει να κρατήσει στα χέρια του το Οσκαρ καλύτερης ταινίας) και φυσικά δεν υπάρχει Γουίλιαμ Γουάιλερ.
Για να μην πω ότι το «remake» του «Μπεν Χουρ» έχει γίνει εδώ και χρόνια, κι ήταν ο «ΜΟΝΟΜΑΧΟΣ» του Ρίντλεη Σκοτ, που μπορεί να μην έφτασε το ύψος του «Μπεν Χουρ», έφτασε όμως ένα δικό του ύψος, το ότι αναβίωσε κι επανέφερε με τον πιο δυναμικό τρόπο ένα είδος θεωρούμενο ως εκείνη τη στιγμή, «πεθαμένο».
Όμως κι εκεί ο Σκοτ ως σκηνοθέτης που μπορεί να μην είναι Γουάιλερ αλλά είναι ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ με κεφαλαία γράμματα, ήξερε πως το είδος θέλει ήρωα. Κι ότι ο πρωταγωνιστής που θα παίξει θα είναι αυτός που χωρίς αυτόν η ταινία δεν θα είναι ίδια. Και βρήκε τον ΡΑΣΕΛ ΚΡΟΟΥ κλπ, κλπ Όπως ο Γουάιλερ είχε βρει τον Τσάρλτον Ηστον.
Εδώ πολύ απλά, οι executivesτης πολυεθνικής που ήθελαν να πουλήσουν τον τίτλο, το «brandname«Μπεν Χουρ»» , δεν μπήκαν σε τέτοιους κινηματογραφικούς κόπους, Το είδαν ως ένα blockbuster και κάλεσαν τον εκ Καζακστάν σκηνοθέτη ΤΙΜΟΥΡ ΜΠΕΚΜΑΜΠΕΝΤΟΦ , ο οποίος είναι καλός blockbuster- άς (το «Wanted» με την Αντζελίνα Τζολί ήταν πολύ καλό στο είδος του) και του ζήτησαν ένα blockbuster.Και μάλιστα περιορισμένης διάρκειας, 123 λεπτά διαρκεί, ώστε να καταναλωθεί «σύντομα» και να μη διαταράξει η διάρκεια του τα προγράμματα των Cineplex. «Εκαψαν» έτσι ακόμα και το μεγαλείο του συνώνυμου, αυτό που εκτός των άλλων είχε πετύχει ο «Μπεν Χουρ» του Γουάιλερ, να χαρακτηρίζει με τον τίτλο του κάθε έργο μεγάλης διάρκειας. Ακόμα κι ηθοποιοί του θεάτρου, που δεν είχαν δει την ταινία ή που δεν πήγαιναν σινεμά, όταν έπαιζαν έργο μεγάλης διάρκειας, το επικαλούντο .Εχω ακούσει με τα αυτιά μου να το λένε ή και να μου το απευθύνουν προσωπικά- όχι ένας και δύο αλλά ΠΟΛΛΟΙ: «εμείς δεν παίζουμε έργο, παίζουμε το «Μπεν Χουρ»»
Όμως, πάνω από όλα, δεν έψαξαν τα πρόσωπα. Αυτά τα δύο «παιδιά» που παίζουν κι αμφιβάλλω αν θα «μάθουμε» ποτέ τα ονόματα τους, είτε τον Μπεν Χουρ είτε τον Μεσάλα (που τον έπαιζε στου Γουάιλερ ο γόης Στήβεν Μπόυντ), είναι για να παίξουν τέτοια πράγματα; Εχουν το ειδικό βάρος, το ηρωικό βάρος είτε ενός Τσάρλτον Ηστον είτε ενός Ράσελ Κρόου του «μονομάχου»; Με αυτά τα παιδαρέλια κάνεις «Μπεν Χουρ»;
Τώρα, σε καθαρά καταναλώσιμο επίπεδο, θα μπορούσες να το προσπεράσεις ως προιόν. Τι προιόν όμως είναι; Ένα καταναλώσιμο προιόν της σειράς. Το οποίο από μόνο του δεν κάνει τίποτε το ξεχωριστό Δεν έχει φαντασία, δεν έχει φιλοδοξία. Το μόνο καλλιτεχνικό στοιχείο που μπορείς να βρεις στην ταινία είναι η μουσική του ΜΑΡΚΟ ΜΠΕΛΤΡΑΜΙ και να της κάνω τη χάρη να μην τη συγκρίνω με τη μουσική του ΜΙΚΛΟΣ ΡΟΤΖΑ που του είχε δώσει το τρίτο Οσκαρ μουσικής της καριέρας όπως είχε δώσει και στον ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΓΟΥΑΙΛΕΡ το τρίτο ΟΣΚΑΡ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑΣ της δικής του.
Το επί της ουσίας πρόβλημα λοιπόν δεν ήταν το «remake» αλλά το πώς αντιλαμβάνονται αυτοί οι άνθρωποι που διοικούν το σημερινό Χόλυγουντ το «remake»
ΥΓ. Για τη συμμετοχή του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΡΑΜΙΧΟΥ δεν έχω να πω τίποτε πέραν του ότι αν οι ρόλοι που του προσφέρονται στην περίοδο του στο Χόλυγουντ , είναι τέτοιοι, ας πάρει την εμπειρία που μάζεψε, η οποία όπως και να έχει, ως ΕΜΠΕΙΡΙΑ είναι σημαντική κι ας έρθει να συνεχίσει εκεί που είναι προορισμένος να λάμπει, να ξεχωρίζει και να ΑΞΙΖΕΙ!