Κι όλο αυτό έγινε επειδή αφενός οι «προγνωστικάκηδες» (όπως λέμε οι «αστεράκηδες», που είναι ένα και το αυτό) δεν είχαν «προβλέψει» κατά τα δικά τους κριτήρια τι αξιολογήσεις κάνει η κριτική επιτροπή κι αφετέρου επειδή υπήρχαν κι οι «νταβατζήδες» άλλων ταινιών που επειδή τις ήθελαν, τις νόμιζαν και βέβαιες για «Χρυσό Φοίνικα». Κυρίως εκείνοι που έσπρωχναν το «Τόνι Ερντμαν».
Κι επειδή αυτοί έχουν και τα «μέσα», κι εννοώ τα ΜΜΕ, πέρασαν προς τα έξω μια ανυποληψία σχετικά με την ταινία και δεν σεβάστηκαν ούτε τον Κεν Λόουτς.
Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Επειδή δεν πήρε Οσκαρ ο «Πολίτης Κέιν» (κι ας πήρε του ΣΕΝΑΡΙΟΥ) έχουν ρίξει στο πυρ το εξώτερον και στην εξαφάνιση το αριστουργηματικό φιλμ του ΤΖΩΝ ΦΟΡΝΤ «Η ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΡΑΣ» (How green was my valley) που κέρδισε αντ’ εκείνου κι έχουν κάνει και το ίδιο στο μιούζικαλ «ΟΛΙΒΕΡ» του ΣΕΡ ΚΑΡΟΛ ΡΗΝΤ που ήταν η μεγάλη ανατροπή στο είδος, πριν έρθει ο Μπομπ Φόσι με το «Καμπαρέ», και το λοιδορούν, κι ας άνοιξε την πόρτα του West End , κι ας μετέτρεψε το είδος μιούζικαλ σε είδος λονδρέζικο-τόσο μεγάλη ήταν η επιρροή του. Κι αυτό επειδή θέλουν να αντιπαραβάλλουν το «2001 Η Οδύσσεια του Διαστήματος» που κατά την γνώμη των εκ των υστέρων γραφόντων ήταν καλύτερο (διότι στη χρονιά του δεν το είχε βραβεύσει καμία ένωση κριτικών!- να το πούμε κι αυτό)
Κι ήρθε κι η σειρά του ΚΕΝ ΛΟΟΥΤΣ.
Ο οποίος Κεν Λόουτς με τον σεναριογράφο συνεργάτη του ΠΟΛ ΛΑΒΕΡΤΥ (μια συνεργασία που μου θυμίζει το παλιό ανάλογο ιταλικό δίδυμο ΒΙΤΤΟΡΙΟ ΝΤΕ ΣΙΚΑ- ΤΣΕΖΑΡΕ ΖΑΒΑΤΙΝΙ) δίνει και πάλι το παρόν στο είδος που κάνει και το κάνει με τον καλύτερο τρόπο. Και που το είδος του Κεν Λόουτς δεν είναι ένα οποιοδήποτε είδος, μα και είδος να ήταν, εκείνοι δεν είναι που υμνούν κάποιους που κάνουν σε επανάληψη το ίδιο και το ίδιο φιλμ ή επαινούν σκηνοθέτες του ενός και μοναδικού είδους όπως είναι ο Χίτσκοκ; Το είδος του Κεν Λόουτς είναι ο ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ κινηματογράφος, ένα σινεμά που βγαίνει από τα σπλάχνα της κοινωνίας, ύφος του είναι ο ρεαλισμός και παρόλο ότι υπάρχει και στην Αγγλία μια ανάλογη παράδοση (θέλετε «παρελθόν»;) κι εννοώ το κοινωνικοποιημένο σινεμά του free-cinema, εν τούτοις το έχει κάνει με δικό του τρόπο, με κατακτημένη κι επιβεβλημένη την προσωπική του υπογραφή, η οποία απορρέει από την πολιτικοποίηση του ίδιου και τη συμμετοχή στα πράγματα μέσα από την αριστερή, πολιτική του τοποθέτηση.
Και μας δίνει με τη γνωστή του λιτότητα, που είναι και το trade-mark του, ένα δράμα, ένα ανθρώπινο δράμα, που είναι άμεσα εξαρτημένο από το κοινωνικό πρόβλημα που θίγει. Και τελικώς, χωρίς τυμπανοκρουσίες, συνθήματα, κηρύγματα, μανιφέστα ή κόκκινες σημαίες αλλά μέσα από τους όρους της ίδιας της Τέχνης και του είδους που το μετέβαλε σε προσωπικό ο Λόουτς (μαζί με τον σεναριογράφο Λάβερτυ) κάνει ένα φιλμ καταγγελίας της κοινωνίας που δεν σέβεται τον Ανθρωπο.
Κι έχει για ήρωα ένα μεσόκοπο, τον άνθρωπο του τίτλου, τον οποίο με έμπνευση μας εισάγει στην ταινία όπου σε μαύρη οθόνη ακούμε τα πρώτα λόγια του κι ύστερα τον βλέπουμε στο πανί, να βρίσκεται σε κάποιο από αυτά τα κέντρα των επιδομάτων ανεργίας και να διαπραγματεύεται σθεναρά την περίπτωση του η οποία είναι …άστα να πάνε στο διάολο. Ο άνθρωπος αυτός έχει περάσει ένα έμφραγμα, έχει βγει αρχικά ακατάλληλος για εργασία, μα στη συνέχεια οι χαρτογιακάδες του συστήματος, έχουν βγάλει πόρισμα ότι είναι ικανός προς εργασία κι ότι δεν μπορεί να συνεχίσουν να του δίνουν επίδομα. Εννοείται πως έχει χάσει την εργασία του μετά από εκείνη την καρδιακή προσβολή αλλά….who cares.Οπότε, η συμβιβαστική λύση που προτείνουν είναι να του βρουν εκείνοι εργασία, οποιαδήποτε εργασία. Κι ας ομιλούν οι άλλοι γιατροί περί εμφράγματος.
Και την ίδια ώρα που αυτός βρίσκεται εκεί για την υπόθεση του, παίζεται ένα άλλο δράμα, με μητέρα με παιδί στην αγκαλιά που τη διώχνουν επειδή έφτασε καθυστερημένη στο ραντεβού κι ας μην έχει να ταίσει τα παιδιά της. Ο Ντάνιελ Μπλέηκ εξεγείρεται, είναι ο μόνος που θα πάει καταπάνω στoυς χαρτογιακάδες για να υπερασπιστεί τη γυναίκα, τους διώχνουν και τους δύο.
ΚΙ εδώ ξεκινά το ωραίο ξετύλιγμα της ιστορίας όπου παραλλήλως με το κοινωνικό θέμα της ανεργίας, των υπηρεσιών αυτών, του κοινωνικού κράτους που εξελίσσεται σε παρελθόν, δημιουργούνται οι βάσεις για τη δημιουργία μιάς παράταιρης οικογένειας κι η σύσταση ενός ιδιότυπου κοινοβίου που όλο αυτό καταλήγει στην ανθρώπινη αγάπη. ΚΙ ο Κεν Λόουτς τα συνυφαίνει απίστευτα, φτάνοντας έως και στο χιούμορ. Κοινωνικό με προσωπικό γίνονται ένα κι αξεδιάλυτο.
Τι περίμεναν από τον Κεν Λόουτς, ειλικρινά δεν ξέρω. Αν έκανε κάτι άλλο, θα έλεγαν ότι «γέρασε», «κουράστηκε», «υποχώρησε», «δεν είναι ο πολιτικοποιημένος του παρελθόντος». Τώρα που τον είδαν ακμαίο, εμπνευσμένο, δυνατό και σταθερά πιστό στην ιδεολογία του και στις κινηματογραφικές του αρχές, τον κατηγορούν είτε ως «ξεπερασμένο» ή ως «επαναλαμβανόμενο»
Κι όλο αυτό επειδή δεν τους βγήκε η «πρόγνωση» ή επειδή δεν βραβεύτηκε το δικό «τους» φιλμ!
Δεν πρόκειται για ταινία «παρηγοριάς» όσον αφορά στο σκηνοθέτη. Δεν την έχει ανάγκη! Αντιθέτως πρόκειται για ταινία δύναμης κι ευρωστίας, που μας δείχνει αυτά που ζούμε, μεταπλασμένα σε κινηματογραφική Τέχνη.
Το μόνο που θα μπορούσε να «προσάψει» κανείς είναι πως από τη στιγμή που τα ζούμε γιατί να πάμε να τα δούμε και στο σινεμά.
Από αυτή την άποψη, σίγουρα το «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέηκ» δεν είναι μια ταινία «Σαββάτου». Είναι ταινία άλλης μέρας. Ο άνθρωπος όμως εκείνος που δεν έχει ελεύθερο καιρό μέσα στην εβδομάδα και περιμένει να έρθει το Σάββατο για να πάει σινεμά, ε, τότε να πάει. Διότι ο Κεν Λόουτς έχει κάνει και πάλι μια ταινία που μας αφορά.Και δεν νομίζω ότι όποιος τη δει, θα βγει χαμένος. Διότι εκείνο που θα τον δυσαρεστήσει δεν είναι η ταινία αλλά η σημερινή κοινωνία κι ο δρόμος που έχει πάρει.
Ναι, είναι «ομιλητικό» το έργο! Αφού είναι έργο «θέσεων», πως δεν θα είναι; Πάντα έτσι δεν είναι οι ταινίες του; Τώρα το ανακάλυψαν; Το ότι ο διάλογος είναι κινηματογραφικά γραμμένος , είναι διάλογος σεναρίου κι όχι ομιλίας σε συγκέντρωση δεν είναι που κάνει τη διαφορά; Κι όλα αυτά επειδή δεν βραβεύτηκε το «Τόνι Ερντμαν»; Ελεος, κάπου..
ΥΓ. Το παίξιμο είναι εξαιρετικό όσο κι ο διάλογος. Ένα παίξιμο απόλυτης αλήθειας από όλους τους ηθοποιούς, όπως ήταν πάντα στις ταινίες του Κεν Λόουτς. Μπορεί οι ηθοποιοί να μην «έλαμπαν» αλλά ήταν πάντα ταυτισμένοι στο ακέραιο με τους ρόλους τους. Οπως είναι εδώ ο ΝΤΕΗΒ ΤΖΟΟΥΝΣ, ο οποίος προέρχεται από το stand-up comedy παρακαλώ, και το ρόλο τον έχει βγάλει μέσα από δικούς του αυτοσχεδιασμούς που τους πρότεινε στον σκηνοθέτη.