Ακόμα διαβάζουμε ειρωνείες για τις ταινίες της Τσαγκάρη, του Παπακαλιάτη, του Μανουσάκη, οι οποίες είχαν βγει από μεγάλα γραφεία.
Συνεπώς η προκατάληψη κι η εχθρότητα έχουν τους τρόπους να κόβουν την κάθε περίπτωση στα δικά τους μέτρα.
Εγώ αυτό που είδα είναι η σκηνοθετική ωρίμανση του ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΘΑΝΙΤΗ, ο οποίος αποφάσισε να δοκιμαστεί στον αφηγηματικό κινηματογράφο , που είναι κι εξαιρετικά δύσκολος διότι απαιτεί σύνολο στοιχείων και ικανοτήτων. Κι η ωρίμανση αυτή συνοδεύεται από αλλαγή πλεύσης, που μπορεί και να μην είναι ακριβώς «αλλαγή» αλλά ένα επόμενο βήμα. Το ότι ο σκηνοθέτης από τις ταινίες επιρροής νεανικού Βέντερς, περνά στον κινηματογράφο των αδελφών Νταρντέν.
Επί της ουσίας μπορεί και να μην ισχύει ο συσχετισμός και να πρόκειται για προσπάθειες αιτιολόγησης της κριτικής ενός κριτικού. Μπορεί δηλαδή οι επιρροές, κι αυτό συμβαίνει συχνά, να είναι ασυνείδητες, να είναι η ίδια η αφετηρία στη μία περίπτωση κι η μετεξέλιξη της στον δρόμο για την ωρίμανση, η άλλη περίπτωση.
Με το να επιμείνουμε σε αυτά, δεν θα βγάλουμε άκρη και τον θεατή το λιγότερο που τον νοιάζει είναι αυτό. Περισσότερο θα ήθελε να ξέρει τι είναι η ταινία καθ’ αυτή και να μπορέσει ο κριτικός, αφού αναλαμβάνει επισήμως αυτή τη δουλειά, να του «σκιτσάρει» το προφίλ της.
Η ταινία λοιπόν είναι ένα δράμα, με αρχή-μέση-τέλος και με αυτή τη σειρά κι όχι με βάση τις γκονταρικές πλακίτσες.
Είναι ένα δράμα που στα σίγουρα, περισσότερο κι από τους αδελφούς Νταρντέν, εμπνέεται κι επηρεάζεται από την ίδια την εποχή που ζούμε κι έχει για ήρωα ένα άνεργο. Για να είμαστε σαφέστεροι, έναν απολυμένο. Έναν άνθρωπο ο οποίος έχει χάσει τη δουλειά του κι ο οποίος, από την άλλη, αρνείται να συμβιβαστεί. Προπάντων όταν συναισθάνεται ότι είναι θύμα αδικίας. Και τα πράγματα τα κάνει χειρότερα η αντιμετώπιση από το ίδιο το σπίτι, ο χωρισμός, η ύπαρξη ενός παιδιού , που του έρχεται «πεσκέσι» κατόπιν μιάς σεναριακής αφορμής –συγκυρίας.
Και το σενάριο (με τον σκηνοθέτη συνεργάζεται ο Δ. Μακρής) επιχειρεί να εξισορροπήσει, μέσα στο δράμα, τα στοιχεία, που επηρεάζουν τη ζωή ενός ανθρώπου, από ένα τέτοιο γεγονός κι ένα από αυτά είναι κι η σχέση του με το παιδί, κυρίως, όταν μέσα σε όλα τα άλλα, προσπαθούν να του κολλήσουν και την ταμπελίτσα της « γονε-ικής ακαταλληλότητας». Με σταθερό στόχο του ήρωα, που είναι και το σταθερό σημείο πορείας σε όλη τη διάρκεια του έργου, την εκδίκηση. Ναι, είναι έργο πάνω στην εκδίκηση. Στην εκδίκηση που έχει προέλθει από την αδικία.
Αν δεν υπήρχε ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΝΚΟΓΛΟΥ, θα μιλούσα πιο έντονα για κάποιες ατολμίες, στην ένταση του δράματος, στο να νιώσει ο θεατής ακόμα περισσότερο την ψυχολογική κατάσταση του ήρωα, μέσα από πιο «ανάγλυφες» σκηνές.
Ομως, η παρουσία του Στάνκογλου δεν μου το επιτρέπει και τόσο, επειδή ο ίδιος, με την ψυχολογική ένταση με την οποία παίζει τον ήρωα, με τα λιτά , εκφραστικά του μέσα που είναι απολύτως κινηματογραφικά, με το πρόσωπο του που είναι ακόμα πιο κινηματογραφικό κι ο φακός του το αναδεικνύει ακόμα κι όταν εμφανίζεται σε ρολάκια, μπορεί κι αναπληρώνει τα όποια κενά.
Από αυτή την άποψη παίρνει εύσημα φυσικά κι ο σκηνοθέτης εφόσον μπορεί με την επιλογή αυτού του ηθοποιού να θέλησε να κατεβάσει τους τόνους από το υπόλοιπο ώστε να μη γίνει υπερφόρτωση. Θα μπορούσε, λέω- δεν ξέρω αν έγινε έτσι.
Όμως η επιλογή του κατάλληλου ( ή του καλύτερου για την περίπτωση) ηθοποιού (κι ενός εκ των πιο καθαρόαιμων κινηματογραφικών που διαθέτει το σινεμά μας) καθώς κι η επιλογή της φωτογραφίας με μια αίσθηση γκριζάδας και κρύου σε απόλυτη ομοιογένεια σε όλο το έργο (φωτογραφία ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΩΤΟΣ- αποδοτικότατη!!) που σε μεταφέρει στο κλίμα του ήρωα και στον τόπο που διαδραματίζεται η ιστορία, είναι στοιχεία θετικού αποτελέσματος.
Όπως επίσης κι αυτό που μένει ως αίσθηση γύρω από τον αδικημένο, ήσυχο , μοναχικό άνθρωπο όταν έρθει η ώρα να εκραγεί από την αδικία κρατά τον ήρωα μονίμως συνδεδεμένο με την κοινωνική αφετηρία της υπόθεσης, παρόλο ότι από ένα σημείο κι ύστερα η διάθεση για εκδίκηση είναι προσωπική.
Αυτό ίσως είναι που παρακίνησε κάποιους να μιλούν για «γουέστερν» και να στέλνουν λάθος μήνυμα στο κοινό, όπως κάνουν με τα «θρίλερ» (που έφτασαν ακόμα και την «Υπηρέτρια» να κατατάσσουν στο είδος και να διαλαλούν λανθασμένα), με τα «μελό» που νομίζουν ότι είναι τα δράματα κορυφώσεων και συγκρούσεων, με τα «φιλμ νουάρ» όπου ορισμένοι φαντάζονται πως πρόκειται για τα …. ασπρόμαυρα φιλμ.
Σίγουρα πάντως ο κινηματογράφος την εκδίκηση την έχει ταυτίσει ως ένα βαθμό με τα γουέστερν και σε παιχνίδια θεωρητικών του πάλαι ποτέ, θα μπορούσε να γίνει και σεναριακή εξέταση του έργου κατά πόσο ακολουθεί δομές ουέστερν.
«Θα μπορούσε να ισχύει» το ένα, «θα μπορούσε να ισχύει» το άλλο, ας μείνουμε σε αυτό που είναι η ταινία η οποία αφηγηματικά είναι στρωτή, έχει κοινωνική βάση, έχει εκπληκτικό πρωταγωνιστή κι υποβλητική ατμόσφαιρα, δίνει, όμως, και την εντύπωση κατά περιόδους ότι επαναλαμβάνεται.
Πάντως για τον σκηνοθέτη σημειώνεται θετικά το πέρασμα του στο αφηγηματικό είδος και ύφος.