Το «εύρημα» είναι η ανανέωση του είδους με ένα διαφορετικό ήρωα. «Είδος» εδώ είναι η περιπέτεια δράσης με αστυνομική πλοκή ενώ ο «ήρωας» είναι διαφορετικός από αυτούς που έχουμε δει στο είδος εσχάτως και για μεγάλο διάστημα.
Κι είναι αυτιστικός. Ενας αυτιστικός που τον παρακολουθούμε σε παράλληλη δράση από την παιδική του ηλικία με όλες τις ιδιαιτερότητες της περίπτωσης του και το πως μεγαλώνοντας καταλήγει να γίνει μέγας και τρανός λογιστής με συμπεριφορά IQπολλών μεγατόνων. Τόσων μεγατόνων ώστε να ανακατευτεί σε βρώμικες υποθέσεις ξεπλύματος μαύρου χρήματος στις οποίες καθοδόν θα δούμε να μην είναι τα πράγματα όπως φαίνονται αλλά να κρύβουν και δυνατές αποκαλύψεις.
Από το σενάριο λοιπόν ξεκινάμε κι αυτό που οφείλουμε να επισημάνουμε είναι πως ο σεναριογράφος ΜΠΙΛ ΝΤΥΜΠΟΥΚ αλλά κι ο σκηνοθέτης ΓΚΑΒΙΝ Ο’ΚΟΝΟΡ δεν ξεχνούν ποτέ για τι είδους ταινία φτιάχνουν αυτό τον ήρωα. Με ευρηματικό τρόπο μεταφερόμαστε μια στο τώρα και μια στην παιδική ηλικία όπου μέσα από αυτά ολοκληρώνεται ο ήρωας και δικαιολογούνται κι οι πράξεις.
Βέβαια, το τονίζω ότι είναι ήρωας για να χρησιμοποιηθεί σε αυτό το είδος. Πάντως προλαβαίνουν και φτιάχνουν ένα κάποιο πορτραίτο και το δένουν ικανοποιητικά με την πλοκή.
Ωστόσο, στο τέλος παρατηρούμε και μια «blockbuster- ιά» στην αντιμετώπιση της λύσης αλλά είναι κι αυτό δικαιολογημένο αφού αυτός ο τρόπος είναι σήμερα κυρίαρχος στο ψυχαγωγικό σινεμά και δεν αφορά μόνο στο Χόλυγουντ αλλά και σε ανάλογες γαλλικές καθώς και ισπανικές ταινίες. Ακολουθούν τη γραμμή blockbuster κι όχι τη γραμμή μιάς ανάλογης αστυνομικής περιπέτειας με ιδιαίτερο ήρωα που θα έκανε το παλιό, καλό Χόλυγουντ των χρυσών δεκαετιών.
Όμως κι εδώ, μέχρι το τέλος, προσπαθούν να κρατούν τις ισορροπίες. Ενώ η λύση του αστυνομικού ζητήματος μας φαντάζει λίγο εξωφρενική και τραβηγμένη από τα μαλλιά (η blockbuster-ιά που λέγαμε…) παράλληλα κάνει και μια θαυμάσια αποκάλυψη , με την οποία ολοκληρώνεται και το θέμα του αυτισμού , στα πλαίσια πάντα του είδους. Το έχουν δουλέψει κι έχουν ασχοληθεί αρκετά, όπως φαίνεται.
Από κει και πέρα, ως ψυχαγωγική ταινία πόσο ικανοποιεί τον καθένα είναι ένας άλλος λογαριασμός
Εδώ αρχίζουν και παρεισφρέουν οι συμπληρωματικοί παράγοντες. Οσοι συμπαθούν τον ΜΠΕΝ ΑΦΛΕΚ θα το δουν θετικά. Οσοι τον αντιπαθούν, δεν θα θελήσουν να δουν τις καινοτομίες οπότε γιατί πήγαν σε είδος που σνομπάρουν με πρωταγωιστή που αντιπαθούν- δική τους η ευθύνη. Ο τρίτος δρόμος, που είναι αυτός τον οποίο οφείλω να ακολουθήσω ως κριτικός αλλά δεν παύω να είμαι κι άνθρωπος, δηλαδή θεατής, είναι πως ο Αφλεκ σαφώς και κάνει μιά προσπάθεια του στυλ «κάτι να παίξει». Μεταξύ μας δεν παίζει τίποτε επί της ουσίας, το πρόσωπο του που αντέχει στο φακό, παραμένει όπως και σε άλλες ταινίες, αλλά η εξυπνάδα του και οι κινηματογραφικές του γνώσεις τον βοηθούν να έχει συναίσθηση δυνατοτήτων , να ξέρει μέχρι ποιού σημείου μπορεί να φτάσει κι εδώ φαίνεται πως υπάρχει καλή συνεργασία με τον σκηνοθέτη. Όχι δεν έχει μεταβληθεί σε ηθοποιό μεγάλων δυνατοτήτων, όμως, ξέρει έξυπνα κι ανταποκρίνεται, με τον σκηνοθέτη να παρακολουθεί και το μοντάζ να είναι έτοιμο ανά πάσαν στιγμήν να «κόψει» τις κακοτοπιές…
Ναι, δεν έχει καμία σχέση με τον αυτιστικό του Ντάστιν Χόφμαν στον «Ανθρωπο της βροχής» αλλά δεν είναι μόνο οι υποκριτικές δυνατότητες ανάμεσα στους δύο ηθοποιούς που διαφέρουν, είναι ότι πρόκειται και για άλλου τύπου αυτιστικό, για διαφορετική ταινία, για άλλο είδος. Συνεπώς είναι μη συγκρίσιμα πράγματα κι αδικούμε έτσι και τους δύο.
Είναι όλη η ταινία πάνω του αλλά έχει προσληφθεί και καλό cast μολονότι από ρόλους δεν κερδίζει κανείς πολλά, περισσότερο κερδίζουν οι ρόλοι που είναι ίσα ίσα σκιαγραφημένοι, από τη βαρύτητα κάποιων ηθοποιών όπως του ΤΖ,Κ.ΣΙΜΜΟΝΣ ή του ΤΖΟΝ ΛΙΘΓΚΟΟΥ που είχα καιρό να τον δω σε μεγάλη παραγωγή του σινεμά ή του ΤΖΟΝ ΜΠΕΡΝΤΑΛ που για δεύτερη φορά μου κάνει εντύπωση η φυσιογνωμία του μετά το «SICARIO», όπου κι εκεί έπαιζε μικρό ρόλο αλλά σαν να υποχρέωνε να τον προσέξουμε. Η ΑΝΝΑ ΚΕΝΤΡΙΚ έχει κάποιο ταλεντάκι αλλά είναι λίγη για «παρτενέρ» πρωταγωνιστή σε τέτοιου είδους ταινία κι αυτός ο τρόπος ομιλίας σαν να «κεκεδίζει», που συναντάται σε πολλούς και πολλές καθώς παίζουν και καλά μια συγκεκριμένη μέθοδο, δεν κάνει τον λόγο τους συμπαθή.
Ως θεατή, δεν με ξετρέλανε η ταινία, έχω δει πάρα πολλές κι αυτού του είδους που το αγαπώ κιόλας όπως αγαπώ και το παλιό αμερικάνικο σινεμά, αλλά από την άλλη, επειδή τα πράγματα έχουν αλλάξει, μπορώ να δω τις τάσεις ανανέωσης που περιγράφω, οι οποίες αντικειμενικά ισχύουν και για πολλούς θεατές η ταινία, χάρη σε αυτά γίνεται πολύ πιο ικανοποιητική.
Το τεχνικό κομμάτι της ταινίας δεν χρειάζεται σχόλια, τα ξέρουν αυτοί που τα έκαναν όχι απλώς καλύτερα από μας που θα πάμε να τους κάνουμε και κριτική, μα και λίγο παραπάνω.. Αρχίζοντας από τη ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ του ΣΗΜΟΥΣ ΜΑΚΓΚΑΡΒΕΥ ως τα σκηνικά και τις επιλογές των χώρων του ΚΙΘ ΚΑΝΙΝΓΚΑΜ που υπέδειξαν και το χρώμα το οποίο για μια ακόμα φορά έχει ζοφερές τάσεις, όπως και σε άλλες του ταινίες, κυρίως στις συνεργασίες με τον Ντέηβιντ Φίντσερ.