Η ταινία είναι ρουμάνικης παραγωγής, την υπογράφει ο ΚΡΙΣΤΙ ΠΟΥΙΟΥ που είχε γυρίσει την «Οδύσσεια του κυρίου Λαζαρέσκου» με την οποία είχε αφήσει καλές εντυπώσεις και σύσταση και τούτη τη φετινή την επέλεξε η χώρα του να την εκπροσωπήσει στα Οσκαρ του 2017, προτιμώντας την από την «Αποφοίτηση» του Κριστιάν Μουτζίου.
Η ταινία, παίδες, είναι πολύ καλή! Εως κι εξαιρετική.
Εχει φυσικά ένα μεγάλο «ντεζαβαντάζ», τη διάρκεια της. Αγγίζει τις 3 ώρες. Κι επιπλέον δεν πρόκειται για ταινία δράσης ούτε για μυθιστορηματικό έπος ώστε η διάρκεια να πέφτει πιο μαλακά.
Όμως, η ταινία έχει ουσία κι είναι θαύμα από μέρους του -πως πήρε την παράτολμη απόφαση για μια τέτοια ταινία.
Διότι όλο το φιλμ αφορά σε οικογενειακές συνευρέσεις, μιάς πολυμελούς οικογένειας της Ρουμανίας, όπου κάθε συνεύρεση διακόπτεται από κάποιο επεισόδιο το οποίο επανέρχεται παρακάτω στη διάρκεια της ιστορίας και συνθέτει έτσι μια τοιχογραφία. Τοιχογραφία της Ρουμανίας!!!
Η οικογένεια είναι η αφορμή παρόλο ότι μέσα από τα μέλη αυτής της πολυμελούς οικογένειας θαυμάζουμε την εργασία του Πουίου, στο πόσο πολύ τους έχει ανιχνεύσει όλους αυτούς και χωρίς να τους έχει συμβολοποιήσει και να τους έχει μεταβάλει σε σχηματικούς, μέσα από τον καθένα καταφέρνει και περνά όλη τη Ρουμανία, τα τραύματα της, τα συν της, τα πλην της, το Χτες, το Σήμερα.
Εκείνο που μου κάνει εντύπωση παρακολουθώντας την ταινία είναι πως ο Τσαουσέσκου έχει αφήσει στη χώρα πολύ βαθιά το στίγμα του κι από ό,τι φαίνεται δύσκολα οι Ρουμάνοι θα αποβάλουν το στίγμα αυτό, έτσι τουλάχιστον όπως μας το δίνει ως ανάγλυφη εντύπωση η ταινία . Και για να τον ξεπεράσει θα πρέπει να τον υποκαταστήσει (δεν χρησιμοποιώ καν το ρήμα «αντικαταστήσει») με ένα άλλο παρόμoιο, πιο εξελιγμένο, πιο μοντέρνο αλλά με τσαουσεσκικές καταβολές και συμπεριφορές . Εδώ πέφτουν υπαινιγμοί για Ρωσία, Στάλιν και διάδοχο μα το θαύμα με την ταινία είναι πως αυτά όλα στα γεννά ως σκέψεις, οι χαρακτήρες τα υποβάλουν και δεν τα επιβάλουν κι από αυτή την άποψη, που είναι πολύ σημαντική, η ταινία λειτουργεί κι ως πρότυπο για το τι σημαίνει έργο πολιτικών θέσεων με τους όρους της Τέχνης, όταν μπορεί να υποβάλει κι όχι να επιβάλει τις θέσεις του. Κατανοώ το φόβο που μπορεί να προκαλεί μια τέτοια διάρκεια (173’ ο επίσημος χρόνος) αλλά δεν μπορώ να την προσπεράσω την ταινία- έχει ουσία. Κι ο σκηνοθέτης πετυχαίνει κάτι πολύ σημαντικό κι ως σκηνοθέτης κι ως σεναριογράφος αλλά κι ως αίσθηση του μοντάζ.
Η ΠΙΟ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΟΛΙ ΜΑΚΙ
Και για να μη θεωρηθεί ότι μετέτρεψα εντελώς την ανταπόκριση από το Φεστιβάλ σε κριτική ταινίας της εβδομάδας (ΚΑΙ ΔΕΝ ΦΤΑΙΩ ΕΓΩ ΓΙ ΑΥΤΟ) βάζω και μια ακόμα από το χτεσινό πρόγραμμα στη Θεσσαλονίκη, το «Η πιο ευτυχισμένη μέρα του Ολι Μάκι». Κι αυτή την έχουμε στα Ευρωπαικά , κι επίσης αποτελεί υποβολή της ΦΙΝΛΑΝΔΙΑΣ για το ξενόγλωσσο Οσκαρ.
ΓΙΟΥΧΟ ΚΟΥΟΣΜΑΝΕΝ λέγεται ο σκηνοθέτης κι έχει κάνει ταινία πυγμαχίας. Μαυρόασπρη. Αναφορά στο “Οργισμένο είδωλο» και παλιά εξαίρετα φιλμ του παλιού καλού Χόλυγουντ όπως ο «Champion» του Μαρκ Ρόμπσον με τον Κερκ Ντάγκλας ή το «Εμείς οι ζωντανοί» του Ρόμπερτ Γουάιζ με τον Πολ Νιούμαν; Θα μπορούσε να ισχύει και να μην πρόκειται μόνο για ευκολία της κριτικής που την προκαλεί ωστόσο κι η ίδια η ταινία. Αν και θα έλεγα ότι οι αναφορές στα φιλμ που σημείωσα έχουν να κάνουν μάλλον με το μαυρόασπρο διότι η ταινία έχει αρκετά στοιχεία από το «Ρόκυ» με πρώτη και καλύτερη τη γυναικεία παρουσία που είναι μια άλλη «Αντριαν» η οποία συμπαραστέκεται στον ήρωα. Κι ο ήρωας είναι υπαρκτό πρόσωπο κι αλα Ρόκυ κι αυτός δεν ενδιαφέρεται ακριβώς να νικήσει αλλά να….Ας μην πω άλλα διότι η ταινία θα προβληθεί και στις ελληνικές αίθουσες κάποια στιγμή. Προσωπικά θα σημείωνα ή θα επισήμαινα ότι κι από ατμόσφαιρα κι από ρυθμό κι από άνθρωπο, η ταινία τα πάει καλά αλλά ότι με ξεπέρασε ως ταινία πυγμαχίας, όχι δεν με ξεπέρασε. Πάντως κι αυτή σημειώνεται για το μέλλον της, κυρίως εξαιτίας του υπέροχου φινάλε της που δεν είναι μόνο κινηματογραφικής αξίας αλλά κι ανθρώπινης επιλογής.