Διότι , κακά τα ψέματα, για να μιλήσεις για Φεστιβάλ και πως κάτι φεστιβαλικό συμβαίνει, πρέπει τουλάχιστον να έχεις κάποιες παγκόσμιες πρεμιέρες, έστω κι εκτός συναγωνισμού που φυλάσσονται για σένα. Και δεν μιλώ για τα μεγάλα Φεστιβάλ τύπου Κάνες-Βενετία- Βερολίνο, μιλώ και για τα Φεστιβάλ των «πόλεων», όπως της Ρώμης, του Λονδίνου, της Ζυρίχης. Και πολλά άλλα. Ακόμα και της Αττάλεια στην Τουρκία, όπου εκτός από κάποια παγκόσμια πρεμιέρα που φυλάσσεται για αυτούς, τα επισκέπτονται και κάποιοι celebrities. Εδώ δεν ισχύει τίποτε τέτοιο, την κοπάνησε ακόμα κι ο πολλά τιμώμενος Τζιμ Τζάρμους που έτσι κι αλλιώς δεν επιφύλασσε παγκόσμια πρεμιέρα.
Για να έρθει όμως ο celebrity πρέπει να του «τα σκάσεις» που λένε. Κι εδώ το budget πλέον είναι προβληματικό.
Οπότε, μαζεύονται ταινίες ατάκτως (μέχρι και το «Toni Erdmann» παίζεται σε κάποιο πρόγραμμα) για να πλαισιώσουν το διαγωνιστικό που υποτίθεται πως είναι το μόνο με πρεμιέρες ας τις πούμε παγκόσμιες αλλά για ποιες ταινίες μιλάμε
Κι επιπλέον, όλη αυτή η ιστορία με τα χίλια και βάλε Φεστιβάλ έχει να κάνει με τη ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ των ΦΕΣΤΙΒΑΛ που έχει «αναπτυχθεί» εδώ και χρόνια και τζιράρεται χρήμα από και προς πολλές κατευθύνσεις, που αποσκοπεί αλήθεια πού; Στην άλλη βιομηχανία που λέγεται «καλλιτεχνική αίθουσα». Μα όλες αυτές οι ταινίες των χιλίων και κάτι Φεστιβάλ έχουν τον τρόπο να χωρέσουν σε μία καλλιτεχνική αίθουσα; Η μήπως αποσκοπούν στον πολλαπλασιασμό τους όπου με την παγκόσμια «σαβούρα», που βαφτίζεται υποχρεωτικώς «Τέχνη», θα πολλαπλασιάσεις τις αίθουσες τις ανάλογες; Το μόνο που πετυχαίνεται είναι να αυξάνονται τα γραφεία διανομής και να βγαίνουν κάθε εβδομάδα αλογίστως εφτά κι εννέα ταινίες που δεν αντέχουν να μείνουν στο πρόγραμμα διότι κι οι μικροί ακόμα αιθουσάρχες αντιμετωπίζουν και το φεστιβαλικό φιλμ ως να ήταν blockbuster:Δεν δούλεψε στο πρώτο σαββατοκύριακο; Αλλαξε το!
Αυτή είναι η φεστιβαλική φιλοσοφία των χιλίων και κάτι.
ΟΜΩΣ… Οσον αφορά στη Θεσαλονίκη.. ΟΜΩΣ, όλα αυτά που γράφω, αρχίζουν και τελειώνουν και στρέφονται αποκλειστικά γύρω από την κινηματογραφική πιάτσα. Τον κόσμο δεν τον αφορούν. Ο κόσμος θέλει να βλέπει ταινίες. Το αν θα είναι διαγωνιζόμενες ή βραβευμένες σε μεγάλο Φεστιβάλ ή υποβολές χωρών για το Οσκαρ ή υποψήφιες στην Ευρωπαική Ακαδημία, λίγο τον νοιάζει. Η μάλλον τον νοιάζει πολύ. Τον νοιάζει, όμως, τον κόσμο εννοώ, σε επίπεδο ταινιών. Να έχει κάτι να δει.
Οπότε από αυτή την άποψη η Θεσσαλονίκη είναι γεμάτη ταινίες, ενδιαφέρουσες ταινίες, από όλα τα Φεστιβάλ, «ατάκτως ερριμένες» αλλά δεν τρέχει και τίποτα.
Είναι μια ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΓΙΟΡΤΗ που επιτελεί το σκοπό της ως γιορτή και που πατά και σε ένα θεσμό όπως είναι το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, που έστω και μεταλλαγμένο σβήνει 57 κεράκια φέτος εξού και πολλές προβολές είναι sold-out.
Διότι ο κόσμος έχει ταινίες να δει. Μια κινηματογραφική γιορτή στην πόλη διαρκείας 10 ημερών. Άλλο πράγμα όμως η γιορτή κι άλλο το Φεστιβάλ κι ας προέρχεται η ρίζα της λέξης από την έννοια της γιορτής.
Κάπως έτσι, απόλαυσα τρεις ταινίες.
- ΑΜΜΟΘΥΕΛΛΑ (Sand Storm)
Την ταινία αυτή την έχουμε και στην Ευρωπαική Ακαδημία, στην κατηγορία «Discovery», δηλαδή στους πρωτοεμφανιζόμενους (κατά κάποιο τρόπο) κι είναι κι υποβολή του Ισραήλ για το ξενόγλωσσο Οσκαρ. Εχει πολύ ενδιαφέρον η ταινία ακόμα κι ως επιλογή του Ισραήλ διότι πρόκειται για ταινία με θέμα αραβικό αλλά όχι πολιτικό. Μια ιστορία με ήθη κι έθιμα Βεδουίνων αφηγείται το φιλμ κι η σκηνοθέτης ΕΛΙΤΕ ΖΕΞΕΡ μπορεί και βάζει τη γυναικεία πινελιά και συμπόνια στις ηρωίδες της, που κουβαλούν την καταπίεση της γυναίκας Βεδουίνας, η δε μάνα ως χαρακτήρας θυμίζει μακρά συγγένεια με την ηρωίδα του Κωσταντίνου Θεοτόκη στην «Τιμή της αγάπης», είναι και μητριάρχα που βγάζει την καταπίεση που η ίδια έχει υποστεί πάνω στην κόρη της και δεν την αφήνει να πάρει το παλικάρι που η μικρή αγαπά, την ίδια ώρα που ο Μουσουλμάνος άντρας της της φέρνει στο σπίτι μια δεύτερη σύζυγο, αρκετά νεώτερη της. Μου άρεσε εξαιρετικά το φιλμ. Εχει και δύναμη και διακριτικότητα. Κι έρχεται και με κάποια βραβεία εκ του εξωτερικού ενώ ανακαλύφθηκε στο Σάντανς, όπως πληροφορούμαι από την Ευρωπαική Ακαδημία.
- Η ΟΡΓΗ ΕΝΟΣ ΥΠΟΜΟΝΕΤΙΚΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ (Tarde para la ira)
«Αργά για οργή» είναι ο πρωτότυπος τίτλος αυτής της ισπανικής ταινίας που έρχεται από το Φεστιβάλ Βενετίας με βραβείο στην ερμηνεύτρια ΡΟΥΘ ΝΤΙΑΖ αν κι οι πρωταγωνιστές είναι οι άντρες και με πολύ καλές επιδόσεις. Μια ιστορία εκδίκησης περιγράφει το φιλμ του ΡΑΟΥΛ ΑΡΕ’ΒΑΛΟ, που, όμως, από αλλού την περιμένεις όταν ξεκινά η ιστορία να ξετυλίγει,αλλού πηγαίνει καθ’οδόν, κι άλλος είναι ο εκδικητής από αυτόν που στην αρχή του φιλμ υποψιαζόμασταν. Αρα έχουμε ένα καλό σενάριο που κι αυτό, όπως κι άλλα καλά ισπανικά που βλέπουμε , στηρίζεται στη μελέτη της αμερικανικής παράδοσης, την οποία οι Αμερικάνοι έχουν εγκαταλείψει για να κάνουν τα blockbusterτους και τα παίρνουν οι Ισπανοί ως μπούσουλα και τα μεταβάλουν δημιουργικά σε δικά τους. Ο αφηγηματικός ρυθμός είναι εξαίσιος αλλά έχει και σενάριο, δεν είναι σαν το ελληνικό «Park» που ναι μεν η σκηνοθέτης έχει ρυθμό αλλά το σενάριο δεν λέει τίποτα. Εδώ το σενάριο λέει πολλά τόσο ως περιεχόμενο όσο κι ως δομή, ακόμα κι αν σε ένα δύο σημεία (κι αυτό οι Ισπανοί σεναριογράφοι ας το προσέξουν επίσης- το είχα διαπιστώσει και στο «Μικρό νησί», καθώς βαδίζουν προς την τελειότητα) παρατηρείται κενό μεταξύ ελλειπτικότητας και σαφήνειας.
- ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ (La fille inconnue)
Ετοιμαζόταν να βγει μεθαύριο στις ελληνικές αίθουσες, τώρα κάτι ακούω για μετάθεση ημερομηνίας;
Η ταινία είναι η καινούργια των αδελφών Νταρντέν. Δεν έρχεται με καλά μαντάτα από την Ευρωπαική Ακαδημία, δεν τα κατάφερε στα προκριματικά.
Εγώ όμως την υπερασπίστηκα εντός μου, κι οφείλω να πω ότι ουδέποτε υπήρξα θαυμαστής των αδελφών Νταρντέν, των ταινιων τους εννοώ. Αυτή η υπερεκτίμηση από μεριάς Φεστιβάλ Κανών με τους «Χρυσούς Φοίνικες» να τους χαρίζει αλογίστως στα δύο εκ Βελγίου αδέρφια, κινηματογραφικά έμιαζε υπερβολική.
ΟΜΩΣ…. Κι εδώ υπάρει το «ΟΜΩΣ»…
Και το «ΟΜΩΣ» περί της ταινίας των Νταρντέν συγγενεύει με το «ΟΜΩΣ» της ταινίας του Κεν Λόουτς. Και με εκείνους που είπαν ότι επαναλαμβάνει θεματολογια ή διάφορες τέτοιες μπούρδες. Κι οι Νταρντέν επαναλαμβάνουν θεματολογια λοιπόν αλλά όπως προχωρούν, όλο κι ωριμάζουν και βελτιώνουν το αφηγηματικό τους. Στο «αγνωστο κορίτσι» αυτό καθίσταται εμφανές. Εχουν κάτι να πουν, κι αυτό που έχουν να πουν αφορά πάντα στον Ανθρωπο και κυρίως εδώ γινονται και πιο «απολαυστικοί» ως κινηματογράφος διότι η αφήγηση τους (μια κι είναι σκηνοθέτες σεναρίων όπου σενάριο και σκηνοθεσία στις ταινίες τους είναι ένα και το αυτό) έχει και αστυνομική υφή. Ποιο είναι αυτό το κορίτσι που χτύπησε το κουδούνι της ασκούμενης γιατρέσσας κι αργότερα βρέθηκε νεκρό; Τι σχέση είχε με κάποιυς από τους εξεταζόμενους της; Η νεαρή γιατρός αρχίζει να κάνει τον ντετεκτιβ κινούμενη κι από προσωπική ενοχή επειδή δεν είχε δώσει σημασία εκείνο το βράδυ στο κουδούνι της πόρτας ενώ οι χαρακτήρες που την περιβάλλουν διευκολύνουν την ανάπτυξη του μυστηρίου κι είναι γραμμένοι έτσι ώστε να δίνουν και ρυθμό στην ταινία.
Αυτά, όμως, δεν ωφέλησαν την ταινία και κάποια διάσταση υπάρχει ανάμεσα σε μένα που δεν ήμουν θαυμαστής των αδελφών και σε εκείνους που έλεγαν ότι είναι και τώρα τους προσπερνάνε.