Ο θεατής είναι ο μόνος που δεν φταίει επειδή αφενός δεν έχει εκπαιδευτεί πάνω στο θέμα κι αφετέρου επειδή είναι εκ των πραγμάτων ο νούμερο ένα φορέας του όλου προβλήματος: Όταν διαβάζει ένα βιβλίο, ο οποιοσδήποτε θεατής, συμπεριλαμβανομένου κι εμού, μοιραία φτιάχνει τις δικές του εικόνες. Οπότε, όταν πηγαίνει να το δει στον κινηματογράφο ΑΠΑΙΤΕΙ από το σκηνοθέτη, Ο ΚΑΘΕΝΑΣ που το διάβασε, τις δικές του προσωπικές εικόνες. Του είναι «αδιανόητο» ότι θα πάει να δει τις εικόνες του σκηνοθέτη .Γι αυτό κι ακούμε να επαναλαμβάνεται η φράση «δεν ήταν τόσο καλό όσο το βιβλίο» κι οι άνθρωποι που τις λένε δεν γνωρίζουν ότι αυτό είναι αβάσιμο διότι δεν τους το είπαν.
Και δεν τους το είπαν αυτοί που όφειλαν να το ξέρουν. Όταν αυτοί που γράφουν για σινεμά επικαλούνται την ανόητη φράση, απλώς δηλώνουν ότι δεν κατέχουν ούτε κατά προσέγγιση το αντικείμενο. Και το δικό τους σκοτάδι το μεταδίδουν στον αναγνώστη- θεατή.
Στη σεναριακή διασκευή υπάρχουν ΚΑΝΟΝΕΣ. Όχι συνταγές μα κανόνες!
Ενας βασικός που είναι το ΑΛΦΑ και το ΩΜΕΓΑ είναι πως ΟΤΑΝ ΜΙΑ ΤΕΧΝΗ ΜΕΤΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΕ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΟΦΕΙΛΕΙ ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΑΥΤΗΣ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΜΕΤΑΦΕΡΕΤΑΙ. Δηλαδή το βιβλίο από τη στιγμή που γίνεται ταινία οφείλει να λειτουργεί κινηματογραφικά κι όχι μυθιστοριογραφικά! Το ίδιο κι αν ένα βιβλίο το μετατρέψει κάποιος φερειπείν σε μπαλέτο ή σε όπερα. Με τους νόμους και τους όρους του μπαλέτου και της όπερας θα κριθεί κι όχι με τους όρους της πηγής από την οποία προήλθε.
Για να επιτευχθεί αυτό στο σινεμά, πρέπει ο σεναριογράφος –διασκευαστής να γνωρίζει τον ΠΡΩΤΙΣΤΟ κανόνα που είναι κι η θεμελιώδης διαφορά. Πως το μυθιστόρημα αφηγείται ΣΚΕΨΕΙΣ ηρώων ενώ το κινηματογραφικό σενάριο ΠΡΑΞΕΙΣ, ενέργειες, δράση. Οπότε ο διασκευαστής οφείλει τις σκέψεις του βιβλίου να τις μετατρέψει σε πράξεις. Στο βιβλίο μπορείς να γράφεις πως «Ο Γιώργος σκέφτεται τη Μαρία», στο σινεμά όμως αυτό πρέπει να το δείξεις. Αν απλώς το γράψεις έτσι και στο σενάριο, τότε έχεις απορριφθεί!
Ένα άλλο μυστικό της σεναριακής διασκευής, που ακούγεται ως «αιρετικό» από τους μη γνωρίζοντες, είναι το ΓΙΑ ΝΑ ΠΕΤΥΧΕΙ ΜΙΑ ΔΙΑΣΚΕΥΗ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΕΙΝΕΙ ΟΣΟ ΓΙΝΕΤΑΙ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΠΙΣΤΗ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ, να ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΤΕΙ δηλαδή από το πρωτότυπο. Υπάρχει και υποκατηγορία «μυστικού» εδώ πως από το βιβλίο καλό είναι να κρατάς περί το 20-30 ο/ο. Μέσα σε αυτά είναι ο κεντρικός ήρωας, κάποιες φράσεις σημείο αναφοράς και τρεις τέσσερις χαρακτηριστικές σκηνές. Κι όλο το υπόλοιπο, μαζί με αυτά που κράτησες, να το ξαναγράφεις από την αρχή. Τότε μόνο αρχίζει κι αυτονομείται το έργο σε κάτι δικό του. Και βέβαια καλό είναι να ξέρεις, είτε είσαι σκηνοθέτης που το παραγγέλνεις σε σεναριογράφους είτε είσαι διασκευαστής ο ίδιος, ποιος είναι ακριβώς ο στόχος σου στη μεταφορά ενός μυθιστορήματος.
Δεν θα σας κουράσω με επιπλέον «σεμιναριακά» αλλά πιστεύω ότι καλό είναι να εκπαιδεύουμε και το κοινό πάνω σε κάποιους κανόνες ώστε με τη σειρά του να καλλιεργείται, να κατανοεί και να αφήνεται στη μαγεία του έργου εγκαταλείποντας όσο είναι δυνατόν ανθρωπίνως τις εντυπώσεις που του είχε αφήσει το βιβλίο τότε που ήταν ακόμα ανάγνωσμα.
Από αυτή την άποψη το «ΜΟΝΟΣ ΣΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ» είναι μια αποτελεσματική διασκευή-μεταφορά στην οθόνη και σας το λέει κάποιος που είναι κι αυτός αναγνώστης και θεατής στη ζωή του, όπως κι εσείς, με όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες αλλά ως κάτοχος της πληροφορίας δίνει τη μάχη του. Κλότσησα αρχικά με το trailer κι ειδικότερα με τον ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ ΓΚΛΗΖΟΝ διότι μόνο αυτόν δεν φανταζόμουν , όταν διάβαζα το μυθιστόρημα, για το ρόλο του Γερμανού πατέρα που χάνει το γιό του στο Μέτωπο, στη διάρκεια του Πολέμου, κι αποφασίζει να ξεκινήσει ατομική επανάσταση ενάντια στον Χίτλερ και στο καθεστώς του, μοιράζοντας κάρτες με αντικαθεστωτικά συνθήματα σε διάφορα σημεία του Βερολίνου κι ενώ ο πόλεμος μαίνεται. Δεν είχα κάποιον συγκεκριμένο ηθοποιό στο μυαλό μου , αλλά «χαλάστηκα» με το trailerεπειδή ξαφνιάστηκα με την επιλογή τους για το ρόλο. Για να δείτε, πως την «πατάω» κι εγώ.
Τελικά, μετά από καθυστέρηση πήγα και την είδα και την ΑΠΟΛΑΥΣΑ! Κι έπεσα και σε σινεμά χωρίς διάλειμμα κι όμως…. Με πήγε σαίτα, όπως με είχε πάει κι ως ανάγνωσμα.
Ο σκηνοθέτης κι οι διασκευαστές κράτησαν ως βάση το σασπένς του βιβλίου κι αυτό λειτούργησε ως φάρος για τη διασκευή τους. Το σασπένς κι ο ρυθμός του βιβλίου είναι τα στοιχεία πάνω στα οποία δούλεψαν τη μετατροπή, μετέτρεψαν σε πράξεις τις σκέψεις κι αν σας πω ότι προς στιγμήν είχα «ξεχάσει» την υπόθεση στο μυθιστόρημα πως θα σας φανεί; Φυσικά και τη θυμήθηκα διότι τα αναγνωρίσιμα στοιχεία τα είχε κρατήσει. Όμως είχε κάνει μια δική του ανατροπή στο φινάλε που του έδινε ένα απόλυτα κινηματογραφικό τόνο, ήταν εντελώς μέσα στο πνεύμα του συνολικού έργου κι ήταν και μεγαλειώδης σεναριακά σκηνή που σκηνοθετήθηκε ανάλογα από τον ΒΕΝΣΑΝ ΠΕΡΕΖ. Ναι, τον ηθοποιό. Ο οποίος δεν έχει έρθει από τα «Ιερατεία» με περγαμηνές auteur, όπως ας πούμε έχει συμβεί με τον μετριότατο σε όλα τα επίπεδα αλλά «προωθούμενο» από τα Φεστιβαλικά Ιερατεία Ματιέ Αμαλρίκ, οπότε, αν δεν γνωρίζεις τι σημαίνει σεναριακή διασκευή και θες να κάνεις και τον κριτικό, θα καταφύγεις στη θεωρία του auteur (που είναι και το μόνο το οποίο γνωρίζουν οι περισσότεροι), ο Περέζ δεν εντάσσεται διότι δεν έχει σταλεί σήμα, άρα θα τον στολίσεις με αφορισμούς γενικοτήτων και θα κλείσεις με τη «μεγάλη» κουβέντα της ασχετοσύνης (που τη νομίζεις και γνώση) «καμία σχέση με το βιβλίο». Χωρίς να ξέρεις ότι το τελευταίο είναι ΤΙΜΗ για μια διασκευή. Κι ότι ταινία και βιβλίο δεν συγκρίνονται καθότι ανόμοια πράγματα – αλλά ας μην τα ξαναλέμε….
Ο Βενσάν Περέζ ως σκηνοθέτης της αποτελεσματικής διασκευής έχει στραφεί στη δημιουργία κλίματος με εξαιρετικά αποτελέσματα από τους συνεργάτες σε σκηνογραφική διεύθυνση, φωτογραφία, αλλά και κοστούμια, έχει πετύχει τον ρυθμό με τον τρόπο που ανέφερα πιο πάνω, εκεί που το γύρισα λίγο σε σεμινάριο, στη μουσική αναγνώρισα αμέσως τον ήχο ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΝΤΕΣΠΛΑ (το είδα μετά το «Φως ανάμεσα στους ωκεανούς») και ισχυροποίησα μέσα μου ότι είναι μοναδικός συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής «παλαιού» τύπου και βέβαια με τους ηθοποιούς όπου ως ηθοποιός ο ίδιος, έστω και μέτριος (άλλο όμως το ένα κι άλλο το άλλο) ολοκλήρωσε το κλίμα κι έβγαλε τους ανθρώπους μπροστά. Και φυσικά ο ΜΠΡΕΝΤΑΝ ΓΚΛΗΖΟΝ, που μου είχε «κακοφανεί» στο trailer έβγαινε άψογος διότι ήταν απόλυτα συντονισμένος με το κλίμα της ταινίας κι ακολουθούσε ανάλογους ερμηνευτικούς τόνους εναρμονισμένος στην εντέλεια με το περιβάλλον. Η ΕΜΜΑ ΤΟΜΣΟΝ ήταν αριστούργημα κι έκαναν πολύ ωραία το συγκεκριμένο ζευγάρι μεσηλίκων με τον Γκλήζον, ήταν στα πολύ καλά της η Τόμσον αλλά παρόμοια καλά θα έλεγα και για τον ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΡΥΛ που με τον τρόπο ερμηνείας του, ο οποίος έχει πολύ να κάνει με τη σκηνοθεσία, δεν ήξερες μέχρι το τέλος αν είναι συμπαθητικός χαρακτήρας ή παλιάνθρωπος, αν είναι φασίστας ως το μεδούλι ή απλώς άτομο του καθήκοντος, αν υπομένει ή αποδέχεται. Κι η τελική σκηνή, το επαναλαμβάνω, αληθινό εύρημα διαμαντένιο, χώρια ότι αφήνει στο θεατή τις καλύτερες εντυπώσεις αποδεικνύεται σκηνή για να ολοκληρώσει τη σύνθετη ψυχολογία του χαρακτήρα που ερμηνεύει ο Μπρυλ. Κι οι υπόλοιποι ηθοποιοί, όλο το cast, άλλος με τη φάτσα του, άλλος με την ιδιαίτερη σκηνή του, πετυχαίνουν θαυμαστά αποτελέσματα.
Και με τον τρόπο που υιοθέτησαν για τη διασκευή ,πέρασαν και μήνυμα στο κοινό, το μήνυμα του αρχικού έργου.
Δεν είναι μεγάλη ταινία, μια ταινία σασπένς είναι στη βάση της αλλά είναι όμορφη ταινία, αποτελεσματική κι ουσιαστική. Τελικά, όπως και το βιβλίο (χαχαχα) όπου το καθένα συναρπάζει με εντελώς δικό του, διαφορετικό τρόπο.