Το «DoctorStrange» είναι πλέον η απόλυτη επιβεβαίωση της διαφοράς κι ότι οι άνθρωποι της εταιρίας αυτής που δουλεύουν πάνω στο είδος αυτό, είναι μερακλήδες. Το κάνουν με μεράκι, με κέφι, με ιδέες, με εμπνεύσεις, με σχέδια.
Στη δική μου αντίληψη, κι εδώ οφείλω μια παρένθεση, είναι ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟ να υπάρχουν περιφρονημένα είδη. Εδώ φαίνεται πως δεν κάνει καλά τη δουλειά της η κριτική. Η οποία από αδυναμία να κρίνει είδη, επειδή πρέπει να γνωρίζει πολύ σινεμά , φτύνει και περιφρονεί τα έργα που γίνεται καθαρώς για ψυχαγωγικούς σκοπούς κι ασχολείται μόνο με τα φεστιβαλικά και τα auter-ίστικα.
Διότι αυτή η περιφρόνηση που συνοδεύεται από σνομπισμό με τον οποίο καλύπτονται άγνοιες κι άλλες εγγενείς αδυναμίες, κάνει κακό και στα ίδια τα είδη διότι δεν τα βοηθά ούτε να εξελιχθούν ούτε να καταγραφούν ως κομμάτια της κινηματογραφικής Τέχνης που περιλαμβάνει κι αυτό το είδος και μάλιστα μαζικά. Διότι με αυτή τη στάση της κριτικής, κι εκείνοι που παράγουν αυτού του είδους τα έργα αποχαλινώνονται, ξέρουν πως ό,τι και να κάνουν, οι κριτικοί «πάλι φουντούνια θα έπαιρναν»-για να θυμηθούμε και τον Χάρρυ Κλυν- οπότε είτε αριστούργημα του είδους παράγουν είτε ξεπέτα είτε μετριότητα είτε μεσαίου βεληνεκούς, πάλι θα τους τα προσπεράσουν ή το πολύ πολύ να πουν δύο κουβέντες «ανεκτικότητας».
Το «DoctorStrange» πάει παραπέρα εκείνο που φάνηκε ολοκάθαρα πέρσι με το «DEADPOOL», ότι η εταιρία αυτή στο είδος διαφέρει.
Μιλώ για εταιρία κι όχι για κάποιο σκηνοθέτη διότι κι αν τύχει να πέσει σύρμα προς τα μέλη αυτής της κριτικής υπέρ κάποιου τέτοιου έργου, θα το αντιμετωπίσουν και πάλι με τους κανόνες της θεωρίας του auteur και θα αρχίσουν να μιλούν για τον σκηνοθέτη σαν να ήταν το προσωπικό του πόνημα.
Όχι , είναι concept εταιρίας κι ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπιστεί κι ως τέτοιο αξίζει όταν αξίζει ή όταν δεν αξίζει. Γι αυτό και μιλώ εξ αρχής περί «Marvel» κι όχι περί ΣΚΟΤ ΝΤΕΡΙΚΣΟΝ, που είναι το όνομα του σκηνοθέτη, ο ποίος προέρχεται από το χώρο των θρίλερ. Βεβαίως και μπαίνει κι ο σκηνοθέτης στην υπόθεση-αλίμονο!- αλλά στο να διευθύνει το conceptπου αποφασίστηκε.
Κι εδώ εξετάζουμε το concept που είναι αυτό το οποίο κάνει τη διαφορά από των υπόλοιπων εταιριών. Απο κει και μετά ο σκηνοθέτης πιθανόν και να βάζει και κάτι από τη διάθεση του θριλερίστα αλλά μέχρι εκεί που το σηκώνει το conceptτης ταινίας και της εταιρίας που αποφασίστηκε κι επ’ αυτού του σχεδίου έχουν λόγο πολλοί. Εδώ ,ας πούμε, το πιο πιθανό είναι ότι ο σκηνοθέτης ζήτησε σκοτεινή φωτογραφία για να λειτουργήσει και μιά ατμόσφαιρα τύπου θρίλερ σε αυτό που είναι το έργο και που τελικά η δοσολογία το σηκώνει. Να το κάνει λίγο πιο σκοτεινό.
Εχουμε λοιπόν εδώ ένα περιπετειώδες παραμύθι των κόμικς το οποίο λειτουργεί και υπηρετείται ως ευχάριστος ψυχαγωγικός κινηματογράφος, ως ένα έργο όπου τα εφφέ θα μπουν στη δράση τους κι όπου το παραμύθι αυτό μαζί με όλα τα άλλα θα μας αφήσει και κάτι να συζητάμε , ειδικά αν συνοδεύουμε παιδιά, αλλά και μόνοι μας αν έχουμε πάει ως μεγάλα παιδιά. Κάτι αφήνει να υπερίπταται περί μετά θάνατον ζωής, περί αστρικής ενέγειας, περί αστρικου σώματος, περί το κάρμα, περί γνώσης και που βρίσκονται τα όρια ανάμεσα στη γνώση και στην ύβρη, πράγματα δηλαδή που και σε ένα αρχαίο δράμα θα δούμε αλλά με άλλο τρόπο.
Εννοείται πως δεν συγκρίνω, εννοείστε όμως αυτό το «κάτι».
Ατό το κάτι», που είναι το περιεχόμενο ενός παραμυθιού εξυπηρετείται με το να γίνει μια όμορφη ταινία με ιδέες και φαντασία, μια ταινία που θα μας διασκεδάσει. Ομολογώ ότι το σκηνογραφικό εύρημα των εφφέ είναι δανεισμένο, ναι, από το «Inception», αλλά δεν κολλάμε εκεί διότι τα δάνεια κι οι επιρροές είναι στην Τέχνη όχι απλώς νομιμοποιημένα και δεδομένα αλλά και ζητούμενα. Εχω βρεθεί σε πανεπιστημιακά σεμινάρια στην Αμερική όπου ο δάσκαλος να προτρέπει τους σπουδαστές του να αλληοεπηρεάζονται μεταξύ τους, ο ένας από το έργο του άλλου, ότι μέσα από εκεί θα μάθουν, ότι η ανταλλαγή των ιδεών είναι απαραίτητη κι ότι η Τέχνη είναι μια σειρά από δανεισμούς. Φυσικά δεν τους εννοεί όπως θα ήθελε ο κάθε ζαβολιάρης να νομίζει, πως δηλαδή προτρέπει για…. Αντιγραφή. Αυτά είναι για τους ανόητους.
Συνεπώς κι η εδώ ταινία ξεκινά με δανεικό εύρημα το οποίο δεν είναι πιά δανεικό από τη στιγμή που κατέκτησε μια θέση στην ιστορία των οπτικών εφφέ και της εξ αυτών προερχόμενης σκηνογραφίας. Είναι πλέον βάση για να στήσεις πάνω του ταινίες!
Ενας γιατρός λοιπόν, πολύ μοντέρνος, με υψηλό IQ, συνεπεία ατυχήματος θα υποστεί τέτοια βλάβη που δεν θα μπορεί πλέον να χειρουργήσει. Καταφεύγει στο Νεπάλ και βρίσκεται εκεί μέσα σε ιερατεία κι άλλα πολλά που αρχίζουν να του διδάσκουν τα περί δύναμης και περί αστρικού σώματος και άλλης διάστασης κλπ κλπ και θα πρέπει κάποια ώρα να έρθει αντιμέτωπος όχι μόνο με αυτούς που του δίδαξαν αλλά και με τον επερχόμενο καταστροφέα του κόσμου. Κι εκεί μέσα, στο σκοτεινό παλάτι του Νεπάλ υπάρχουν τρεις πορτες που η μια βγάζει στο Λονδίνο, η άλλη στη Νέα Υόρκη, η τρίτη στο Χονγκ Κονγκ κι εκείνος θα πρέπει να βγει από μια από αυτές στον κόσμο και να διεκπεραιώσει το ρόλο του.
Ωρε τι γίνεται από κει και μετά αλλά κι από πριν.
Το θέμα είναι πως οι συντελεστές της ταινίας το κάνουν όλο αυτό πολύ σοβαρά, τα χάρτινα δημιουργήματα τα μεταβάλουν σε ανθρώπους και τους δίνουν και πτυχές. Και προσλαμβάνουν ηθοποιούς πρώτης γραμμής για να τα ερμηνεύσουν. Κι οι ηθοποιοί τους δίνουν και υπόσταση αλλά βοηθούν και τους εαυτούς τους και την εξέλιξη τους στο πως αφενός μπορείς να δίνεις βάρος σε ένα χάρτινο χαρακτήρα και πως από την άλλη μαθαίνεις να ελαφρύνεις και το δικό σου παίξιμο, να μπορείς να πιάνεις κι ανάλαφρους τόνους που θα σε ξεκλειδώσουν και θα διευρύνουν την γκάμα σου.
Ο ΜΠΕΝΕΝΤΙΚΤ ΚΑΜΠΕΡΜΠΑΤΣ όχι απλώς μου άρεσε εξαιρετικά σε αυτή την ταινία στο ρόλο του τίτλου αλλά και με καθησύχασε ότι η κινηματογραφική (η θεατρική είναι άλλο παπα-ευαγγέλιο) καριέρα του δεν κινδυνεύει από αυτό το ιδιαίτερο πρόσωπο, από αυτή τη φάτσα που θα μπορούσε να του περιόριζε τις επιλογές. Εδώ κι οι συντελεστές της ταινίας τον βοήθησαν αλλά κι ο ίδιος φανέρωσε προσόντα του στο πως κίνησε το σώμα του, στο πως με το γενάκι άλλαξε τη μούρη του χωρίς να την αλλοιώσει κι έκανε ένα άλλο τύπο, μακριά από εκείνο το «ειδικό» πρόσωπο.
Η ΤΙΛΝΤΑ ΣΟΥΙΝΤΟΝ βρήκε για την κακιά της ένα βλέμμα κι έκανε το ρόλο της ρόλο προσώπου όπου μέσα από την εκφραστική της μάσκα βγήκε πολυδιάστατη.
Ο ΜΑΝΤΣ ΜΙΚΕΛΣΕΝ έδωσε βάρος στον άρχοντα του κακού σαν να έπαιζε Σαίξπηρ.
Κι η ΡΕΙΤΣΕΛ ΜΑΚ ΑΝΤΑΜΣ, που παίζει τον γήινο ρόλο του έργου, τον αντιμετώπισε με την ίδια σοβαρότητα που είχε στο ρόλο που την έστειλε στην πεντάδα του Οσκαρ στο «Spotlight»
Λιγότερο αποτελεσματικός μου φάνηκε ο ΤΣΙΒΟΤΕΛ ΕΙΤΖΟΦΟΡ όπου συνειδητοποίησα πως με αυτό τον ηθοποιό συμβαίνει κάτι περίεργο: Όταν έχει έργο και ρόλο πάνω του είναι μοναδικός. Όταν παίζει supportingχαρακτήρα, σαν να αυτο-περιθωριοποιείται , σαν να χάνει από το φέγγος του. Τον θυμάμαι και πέρσι σε ανάλογο αποτέλεσμα στην «Διάσωση».
Όπως και να έχει , οι ηθοποιοί αυτοί ή ηθοποιοί ανάλογης αξίας με αυτούς, έχουν εμφανιστεί σε πολλά τέτοια blockbuster. Εδώ είχαμε τη διαφορά. Κι οφείλεται στο εξ αρχής σχέδιο της εταιρίας για κάτι που να είναι καμωμένο με μεράκι. Οι ηθοποιοί που εκλήθησαν, στους ανάλαφρους ρόλους έδειξαν την αληθινή έννοια της λέξης «ηθοποιός». Δεν λέω ότι είναι ρόλοι για Οσκαρ μα για αυτό το λόγο, για το ότι δεν πρόκειται για ρόλους που χτίζουν καριέρες υποκριτικής, είχαμε τέτοια αποτελέσματα και συνέβαλαν τα μέγιστα στην ψυχαγωγία μας, στο να απολαύσουμε κι αυτούς μαζί με το παραμύθι, με τα εφφέ, με τα κινηματογραφικά κόλπα κι ευρήματα. Το έκαναν το παραμύθι να φαίνεται καλύτερο.