Δεν έχει δηλαδή ουσία, περιεχόμενο ουσίας, δεν είναι πειστικό επί ανθρωπίνων αντιδράσεων, ακόμα κι επί «σολομώντειας λύσης» στο θέμα «μητέρα», έχει αδικαιολόγητες τρύπες στο πως για παράδειγμα μια γυναίκα έγκυος παραμένει στο ερημονήσι με το φάρο, σε όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, κι όταν την πιάνουν οι πόνοι δεν έχει γιατρό να την ξεγεννήσει και πεθαίνει το παιδί… Κι αυτό ουδέποτε γίνεται αντικείμενο σχολιασμού! Δεν υπάρχει εξήγηση για το πώς επαναλαμβάνει το ίδιο πράγμα στη δεύτερη εγκυμοσύνη και μετά την πιάνουν πάλι οι πόνοι στην ερημιά και της πεθαίνει και το δεύτερο μωρό στη γέννα.. Με τον ίδιο τρόπο που της πέθανε και το πρώτο.
Κι έτσι μετά αρχίζει η ιστορία με τό ότι θα βρεθεί όλως τυχαίως πεθαμένος ναυαγός στις ακτές του φάρου με ζωντανό μωρό στη βάρκα και θα το αναλάβουν ο φαροφύλακας με τη χαροκαμένη σαν να ήταν δικό τους.
Ξέρετε, το μελό έχει κανόνες. Όταν αυθαιρετεί, το κοινό κλωτσά κι ενώ πολλές φορές δεν καταλαβαίνει τι του φταίει, ωστόσο κάτι δεν το καλύπτει.
Μετά ο φαροφύλακας υποψιάζεται συγκεκριμένη γυναίκα όταν μεταφέρονται εκεί που ζουν τα πεθερικά (;) πως είναι η μάνα του παιδιού και σε κρίση συνειδήσεως αποφασίζει να της γράψει την αλήθεια….
Δεν ξέρω πως είναι το βιβλίο που βασίστηκε η ταινία ούτε τι σόι βιβλίο είναι αυτό αλλά δεν με νοιάζει κιόλας διότι στη δική μου κριτική αυτό που αφορά πάντοτε είναι οι κινηματογραφικοί κανόνες.
Εδώ λοιπόν δεν με πείθει τίποτε. Με τον τρόπο που συμβαίνει στην οθόνη. Κι έτσι ενώ θέλω να το απολαύσω και κάθε τόσο του αφήνομαι διότι λατρεύω το είδος, μου αρέσει πολύ το μελό ως είδος κι ειδικά όταν στηρίζει καλή παραγωγή κι έχει και καλό σκηνοθέτη και καλούς ηθοποιούς και λοιπούς συντελεστές, δεν με αφήνει να το απολαύσω. Εχει όλα τα στοιχεία ενός χολυγουντιανού μελό του ’40 , συγγενεύει μάλιστα θεματικώς με το «ΜΕΓΑΛΟ ΨΕΜΑ» με την ΜΠΕΤΤΥ ΝΤΕΗΒΙΣ που της έκλεψε την παράσταση η ΜΑΙΡΗ ΑΣΤΟΡ με επιβράβευση ΟΣΚΑΡ Β΄ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ (1942),αλλά χάνει σε αυτό ακριβώς. Πως εκείνα είχαν πειστικότητα όση ώρα διαρκούσαν η ταινία κι η ιστορία, δεν σου έβαζαν θεμελιώδεις ενστάσεις ή ακυρώσεις.
Από την άλλη είναι πολύ όμορφα σκηνοθετημένο, οι ηθοποιοί είναι σωστά διδαγμένοι, το cast είναι θαυμάσιο αν κι οι γυναίκες κερδίζουν τις εντυπώσεις και κυρίως η ΡΕΙΤΣΕΛ ΒΑΙΖ, η οποία μπαίνει στην υπόθεση στο δεύτερο μέρος και κερδίζει ως supporting, καλή η ώρα όπως η Μαίρη Αστορ στο «Μεγάλο ψέμα» που ανέφερα πριν. Είναι πιο μεστός και πιο δραστικός, πιο παρεμβατικός στην ιστορία ο ρόλος της και κάνει έξοχο μπάσιμο, δηλώνει δραματική παρουσία, έχει εναλλαγές η ηρωίδα αλλά κι εδώ τα σεναριακά κενά μας μπλέκουν. Πάντως η Ρέιτσελ είναι θαύμα.
Τα ανάλογα θετικά έχω να πω και για την ΑΛΙΣΙΑ ΒΙΚΑΝΤΕΡ αλλά όπως θα καταλάβατε κι από εκείνα που ανέφερα ανωτέρω, έχει κενά ο ρόλος της. Πάντως η ηθοποιός κάνει τα αδύνατα δυνατά.
Λιγότερο από τις γυναίκες πετυχαίνει ο ΜΑΙΚΛ ΦΑΣΜΠΕΝΤΕΡ, με τον έμφυτο σεξουαλισμό και τις πολλές θαυμάστριες αλλά και θαυμαστές χάριν αυτού που ενίοτε το καμουφλάρουν ως «θαυμασμό ηθοποιίας», ωστόσο εδώ που δεν έχει ρόλο σεξουαλικότητας ,ναι μεν ο ηθοποιός το αντιλαμβάνεται, να μεν ο σκηνοθέτης τον καθοδηγεί σωστά, ναι μεν ο ηθοποιός δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά και παίζει συνετά το ρόλο του φαροφύλακα που είναι και «πνιγμένος» ως χαρακτήρας, όμως χάνει έτσι κι από τη λάμψη του. Υποφωτίζεται, θα έλεγα. Παρόλο ότι βάζει ένα ύφος μυστηρίου στον φαροφύλακα του αλλά συγκρατεί το λάγνο βλέμμα προς τον φακό που τον έκανε διάσημο και μερικοί τον θεώρησαν και μεγάλο ηθοποιό έτσι. Αυτό φυσικά και τον τιμά αλλά και τον «θυσιάζει», τον βάζει διακριτικά στο περιθώριο των δύο γυναικών που παίρνουν το έργο πάνω τους- κυρίως η ΒΑΙΣ, το επαναλαμβάνω.
Η πανέμορφη φωτογραφία των τοπίων ( του Αυστραλού ΑΝΤΑΜ ΑΡΚΑΠΟΒ) κι η μουσική παλαιού τύπου του ΑΛΕΞΑΝΤΡ ΝΤΕΣΠΛΑ, που αποδεικνύει περίτρανα ότι είναι ο σημαντικότερος παραδοσιακός συνθέτης νεώτερης γενιάς στο σημερινό κινηματογράφο (διότι εκτός των άλλων είναι κι «ευανάγνωστος», «ευδιάκριτος», ακούς τη μελωδία και περιμένεις τα credits φινάλε για να επιβεβαιωθείς ότι πράγματι πρόκειται για μουσική του Ντεσπλά- άρα διαθέτει προσωπικότητα κι υπογραφή) συμβάλουν τα μέγιστα στην δημιουργία ωραίας επιφάνειας.
Το στοίχημα της ταινίας είναι πόσους θεατές θα μπορέσει να κρατήσει αγκιστρωμένους στη γοητεία της επιφάνειας και να μην αντιδράσουν στο «μα τώρα τι μας λές;».
Το φινάλε βοηθά στη νίκη των εντυπώσεων διότι εκεί έχουμε μια σκηνή υπόδειγμα του είδους που λέγεται μελό η οποία είναι κι ακριβόλογη και βάσιμη και δύσκολα αφήνει κάποιον ασυγκίνητο. Εδώ ο σκηνοθέτης ΝΤΕΡΕΚ ΣΙΑΝΦΡΑΝΣ δείχνει ότι έχει ικανότητες (ναι, το έχει δείξει και στην οργάνωση του λοιπού φιλμ), όχι όμως και για κάτι μεγαλύτερο και σε αυτό το τελευταίο νομίζει ότι φταίει ο σεναριογράφος εαυτός του κι όχι ο σκηνοθέτης εαυτός.