Ναι, θυμίζει πολλά. Από το «2001 Η Οδύσσεια του Διαστήματος» και τις «Στενές επαφές Τρίτου Τύπου» ως το «Contact» και το «Interstellar». Σε αυτή την περίπτωση, όταν οι κριτικοί αναζητούν auteur και τον βρίσκουν (βλ τον «κατασκευάζουν») κι ο Ντενί Βιλνέβ δείχνει να γίνεται τέτοια περίπτωση, τότε τα προσπερνάνε και εκθειάζουν. Δεν το έπραξαν στο «Sicario» παρά μόνο εκ των υστέρων, δεν είχαν ακόμα συννενοηθεί μεταξύ τους.
Εγραφα, με αφορμή την γαλλική «Οδύσσεια» πως αν σε μια ταινία πιαστείς στο ξεκίνημα είτε από τα καλά είτε από τα στραβά, τότε , με το σημείο εκκίνησης προχωράς και βλέπεις όλη την ταινία.
Εδώ σε μένα λειτούργησε το θετικό. Κι οφείλεται στο σκηνοθέτη ο οποίος με «έπιασε» από την πρώτη στιγμή. Είδα να φτιάχνει ένα έργο με δικό του ρυθμό, που τον ακολουθούσε στρωτά και σοβαρά , να το κάνει ατμόσφαιρα με τη χρήση των φωτισμών που είναι σκοτεινοί κι ομοιογενείς ακόμα κι όταν δείχνει την ηρωίδα στο ωραίο σπίτι της να στοχάζεται με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και να υπάρχει απόλυτη φωτιστική ομοιογένεια και με τά άλλα σημεία που διαδραματίζεται η ιστορία. Κι επίσης με την κάμερα να κάνει κανονική παρακολούθηση της ιστορίας και την κάμερα να την παρακολουθεί ο μοντέρ ώστε «κόβοντας» να δώσει αυτό το ρυθμό που ευαγγελίζεται ο σκηνοθέτης.
Κι η ιστορία να μιλά για μια ξαφνική επίσκεψη εξωγήινων όπου καλούν την ηρωίδα ωςς καθηγήτρια γλωσσολογίας να ερμηνεύει και να αποκωδικοποιήσει τη γλώσσα των εξωγήινων ενώ πετάγονται συνεχώς εικόνες μνήμης από την προσωπική της ζωή, από το παρελθόν της, από την «ηλικία» του ήρωα όπως το λέμε στα μαθήματα σεναριογραφίας «πριν αρχίσει το έργο» (διότι υπάρχει κι η ηλικία του ήρωα από τη στιγμή που ξεκινά το έργο- κι είναι αυτό που παρακολουθούμε) ώστε να μαθαίνουμε σιγά σιγά το παρελθόν της, να στήνεται ένα παζλ που πρέπει να συμπληρωθεί, για το ποια είναι, τι αποσκευές ζωής κουβαλάει και δι αυτού του τρόπου να μας βάλει στην ίντριγκα, καθώς συνθέτει το «παζλ», τι μπορεί να φέρνουν και για λογαριασμό της οι Εξωγήινοι.
Αυτά τα γράφω επειδή από την πρώτη εικόνα, πιάστηκα από το θετικό. Από αυτά που σας είπα παραπάνω , από την καταπληκτική δουλειά στον ήχο όπου μέσα εκεί εντάσσεται κι η μουσική ενός συνθέτη που πολύ με ενδιαφέρει η δουλειά του, του ΓΙΟΧΑΝ ΓΙΟΧΑΝΣΟΝ και θα περιμένω την Ακαδημία να δω αν ο κλάδος των μουσικών απομονώνει τη μουσική ως κάτι ξέχωρο ή την αφήνει στη δικαιοδοσία των ηχοληπτών διότι είναι σαφές πως ο σκηνοθέτης του έχει ζητήσει μουσική που να συνταιριάζει με τον ήχο τόσο στην ένταση όσο και στα μη μελωδικώς υπογραμμιζόμενα συναισθήματα! Όλα αυτά με γοήτευσαν εξ αρχής, με άρπαξαν εξ αρχής κι έβλεπα από τα θετικά της.
Αν είχα πιαστεί από τα αρνητικά τότε θα μπορούσα να λέω ότι πήραν διάφορα διάσημα φιλμ, τα ανακάτεψαν κι έφτιαξαν ένα που με σκοτεινή φωτογραφία πάνε να μας το «πουλήσουν» ως υψηλή Τέχνη.
Ωστόσο, στο δεύτερο μέρος, κι εγώ ο ίδιος που το ξεκίνησα θετικά και παραμένω θετικός, άρχισα λιγάκι να ενοχλούμαι από μια σεναριακή θολούρα που διαπίστωνα να γίνεται όλο και πιο έντονη. Εκεί πιά η ταινία «χάθηκε» μέσα στο «Interstellar» της. Στο παιχνίδι με τον Χρόνο και στο πως αυτό εκδηλώνεται μέσω της Μνήμης” . Νομίζω πως είναι το σημείο, εκεί στην εξέλιξη του δεύτερου μέρους, όπου συναντιόμαστε θετικοί κι αρνητικοί μια κι υφιστάμεθα από κοινού τις ίδιες περίπου αναταράξεις από τα κενά … σεναρίου.
Προσέξτε όμως: Δεν είναι κακό σενάριο. Αντίθετα, από ένα διήγημα έχει φτιάξει ο σεναριογράφος ΕΡΙΚ ΧΑΙΣΕΡΕΡ (ο οποίος δουλεύει και στα remake- άρα λογικό να επηρεάζεται λίγο παραπάνω από προυπάρξαντα σχετικά σενάρια (ωστόσο δράττομαι της ευκαιρίας να τον επαινέσω για ένα θριλερικό του σεναριάκι, το «ΜΗ ΣΒΗΣΕΙΣ ΤΟ ΦΩΣ» που έδειχνε γνώση των σεναριακών κανόνων του είδους) αυτό εδώ στο οποίο θέλει να βάλει και Χρόνο και Μνήμη και Σκέψη και Δράση αλλά επηρεάζεται παραπάνω από όσο πρέπει από τα προυπάρξαντα. Ομως, στην κεντρική ηρωίδα ενώ την ξεκινά ως μιά άλλη «Τζόντι Φόστερ» του «Contact» και κάπου εκεί θέλει να την καταλήξει, εν τούτοις της δίνει ανεξάρτητη υπόσταση. Η ηρωίδα αποκτά δική της ζωή, δική της ολοκλήρωση.Κι είναι τυχερή που την ερμηνεύει η ΕΙΜΥ ΑΝΤΑΜΣ η οποία υιοθετεί , μέσα στο κλίμα που της βάζει ο σκηνοθέτης, ένα χαμηλόφωνο, εσωτερικό παίξιμο, μιάς γυναίκας που διαρκώς μέσα της «πνίγει» κάτι κι αυτό γίνεται μοτίβο της για όλο το ρόλο, παίζει έτσι τον ρόλο από την αρχή ως το τέλος, με αποτέλεσμα να δίνει στο πρόσωπο αυτό εξαιρετική υπόσταση. Η πρώτη μου αντίδραση για την Ανταμς ήταν θετική αλλά όχι ενθουσιώδης. Όμως δεν μπόρεσε να ξεκολλήσει από το μυαλό μου και σαν να μου έμεινε από όλη την ταινία κυρίως αυτή προσωπικώς. Μαζί βέβαια με το όλο ηχητικό σύστημα και τα λοιπά που απαρτίζουν την σκηνοθεσία. Η ερμηνεία της Ανταμς ερχόταν ολοένα στο μυαλό μου, η χρήση της φωνής της, ακόμα κι ο σωματότυπος και με κέντριζε να την αναλύσω παραπάνω. Καταλήγω ότι πρόκειται για μία από τις καλύτερες ερμηνείες της χρονιάς μολονότι έχει να παλέψει και με αδυναμίες που δεν είναι δικές της.
Αν και την «σεναριακή θολούρα» δεν ξέρω με σιγουριά ποιος θα την χρεωθεί; Ο σεναριογράφος ως πρώτος «ύποπτος» ή μήπως ο σκηνοθέτης (όπως στις ταινίες του Νόλαν που χρεώνεται τις θολούρες η σκηνοθετική του πλευρά και ποτέ η σεναριακή) αλλά θα μπορούσε κι ο μοντέρ διότι η «θολούρα» του τελευταίου κομματιού με την Ειμυ Ανταμς και τον Τζέρεμυ Ρένερ στην περιδίνηση μνήμης και χρόνου σαφώς και γίνεται αδύναμο σημείο για όλη την ταινία κι είναι αυτό που πολλούς θεατές τους αφήνει αμήχανους και το νομίζουν για «σοφιστικέ» ή για «εγκεφαλικό» κι όχι για απλά «θολό»