Κι από αυτή την ανάποδη οπτική παρακολούθησα το έργο κι αυτή η άρνηση επιβεβαιωνόταν διαρκώς.
Ξεκινώντας ας πούμε από την επηρμένη ρεκλάμα πως πρόκειται για την ΑΚΡΙΒΟΤΕΡΗ παραγωγή στην ιστορία του γαλλικού σινεμά. MonDieu!
Κι αν έχουμε δει έργα θάλασσας και βυθού σε κάτι υπερπαραγωγές που δεν παίζονται. Και δεν λέω για «Τιτανικό», λέω για «Αβυσσο» ή και για το «Βυθο» του Πήτερ Γέητς. Εδώ δεν είχαμε ούτε καν συναρπαστικές σκηνές βυθού. Εκτός αν εννοούν κακή διαχείριση στα οικονομικά της παραγωγής και μιλούν για την «ακριβότερη». Δεν εννοούν όμως αυτό. Και θα μου πείτε ότι οι παραπάνω που αναφέρω δεν ήταν γαλλικές. Εγώ όμως είμαι ο ΄διος άνθρωπος που έχω δει και τις παραπάνω και βλέπω τώρα και την τρέχουσα. Σε τι να εντυπωσιαστώ και με τι;
Δεύτερον πάμε στο έργο και στον κεντρικό ήρωα, τον ερευνητή των βυθών Ζακ Υβ Κουστώ που είναι και το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας.
Η ταινία δεν επικεντρώνει πουθενά και σε τίποτε γύρω από αυτόν. Πετάγεται από το ένα θέμα στο άλλο. Αποτέλεσμα, μια διαρκής ανία.
Μόνο προς το τέλος, βλέπουμε μια ωραία στημένη και γραμμένη σκηνή, που είναι και σύντομη, κι αφορά στο τηλεφώνημα για το ατύχημα.
Κι όταν, πριν και μετά το ατύχημα, πάει να πει κάτι για τον Κουστώ, σχετικά με το ότι κάπως το εμπορεύτηκε όλο αυτό περί των βυθών και των καταδύσεων του κλπ κλπ, περισσότερο «μας το λένε», παρά μας το δείχνουν, παρά εξάγεται ως δράμα μέσα από την εξέλιξη. Ασε που καταλήγει σε ένα κήρυγμα οικολογικού τύπου που ξεφεύγει πιά από κάθε δραματουργικό πλαίσιο! Και δεν έχω χειρότερο από τα κηρύγματα ειδικά σε θέση φινάλε!
Το σενάριο, που το έχει γράψει κατά το μεγαλύτερο μέρος, ο σκηνοθέτης του φιλμ ΖΕΡΟΜ ΣΑΛ, με βάση κάποια βιβλία, είναι μονοκόμματο, χωρίς εξάρσεις, χωρίς στιγμές συγκρούσεων και φυσικά ανάλογο ρυθμό ακολουθεί κι η σκηνοθεσία, δηλαδή εδώ ο «auteur» είναι σχεδόν πλήρης αλλά κι από την…. ανάποδη.
Και δεν το σώζουν ούτε οι ηθοποιοί διότι δεν έχουν ρόλους με ψαχνό. Ο ΛΑΜΠΕΡ ΟΥΙΛΣΟΝ, που έχει μεγαλώσει αρκετά και θα μπορούσε να είναι ο ενδεδειγμένος για το ρόλο, δεν έχει πολλά πράγματα να κάνει, δεν έχει πολλά να παίξει. Η ΟΝΤΡΕ ΤΟΤΟΥ , την οποία ο σκηνοθέτης προσπαθεί να μετατρέψει σε Ελίζαμπεθ Τέιλορ στο « Ο Γίγας» και την «παστώνει» στο μακιγιάζ για να παίξει τη μεσήλικη, δεν έχει το ταλέντο να ανταποκριθεί σε κάτι τέτοιο κι επιπλέον της κρύβει και το «μουτράκι» που είναι (ή μήπως «ήταν»;) και το μόνο προσόν που αποδεδειγμένα διαθέτει. Μα και να τα είχε αυτά που της λείπουν, πάλι δεν θα μπορούσε να κάνει πολλά από τη στιγμή που το σενάριο δεν στέκεται στο θέμα της συζυγικής της σχέσης που είναι και το κύριο βάρος του ρόλου της. Στην καλογραμμένη-καλοσκηνοθετημένη σκηνή του ατυχήματος, εκεί λες απλώς ένα «οκ»
Υπάρχει βέβαια κι ο ΠΙΕΡ ΝΙΝΕ, το καινούργιο ταλέντο της Γαλλίας που τον είδαμε και στον «Συγγραφέα» και στον «Franz». Για να αποδειχτεί πως τι να σου κάνει κι ο ηθοποιός όταν ο ρόλος δεν είναι επαρκής. Το μόνο που σου κάνει είναι ότι δίνει κάτι παραπάνω από αυτό που δίνουν οι υπόλοιποι στα δικά τους μέρη. Οπότε, όταν συνευρίσκονται ο Ουιλσόν με τον Νινέ που παίζουν πατέρα και γιό, εκεί κάτι πάει να θερμανθεί κι ο «γιός» μεταδίδει ενέργεια και στον «πατέρα».
Μένει μόνο η φωτογραφία (MATIAΣ ΜΠΟΥΚΑΡ), μια πραγματικά πανέμορφη φωτογραφία, ίσως λίγο καρτ-ποσταλική ενίοτε αλλά η ομορφιά της κυρίως από τους φωτισμούς των χρωμάτων, καταφέρνει και σε αιχμαλωτίζει την ώρα που τα βλέφαρα γίνονται φορείς της ανίας.
Με τη μουσική συνοδεύει ο ΑΛΕΞΑΝΤΡ ΝΤΕΣΠΛΑ κι αυτό το καταλαβα(με) αμέσως- το έχω ξαναπεί, είναι από τους πιό ευδιάκριτους συνθέτες του σημερινού σινεμά