Γι αυτό και μου κάνουν εντύπωση δύο πράγματα. Το πρώτο αφορά ότι εδώ το κοινό δεν ακολούθησε τα «αστεράκια» και κάνει την ταινία σουξέ, όπως πληροφορούμαι, ενώ η δεύτερη απορία μου είναι με τον ίδιο τον ελληνικό κινηματογράφο- και τώρα θα ανατρέξω στον παλιό διότι ο καινούργιος σπανίως ασχολείται με θέματα παρά προτιμά το «τι θέλει να πει ο auteur». Όμως στον παλιό, που ήταν και κινηματογράφος των συνοικιών όπου η προσφυγιά αποτελούσε πλειοψηφία , είναι απορίας άξιον πως το μικρασιάτικο ρεπερτόριο είναι πολύ περιορισμένο. Αν εξαιρέσουμε τον «Διωγμό», τις δύο ταινίες του Ξανθόπουλου δηλαδή την «Ξεριζωμένη γενιά» και την «Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου» (που μαζί με τον «διωγμό» του Γρηγορίου είναι τα δύο καλύτερα μικρασιάτικα) και τον «Πρόσφυγα» με τον Φούντα, τι άλλο μένει; Το πολύ - πολύ κάποιο που θα μου διαφεύγει. Μιλώ για τον ΠΑΛΙΟ εξού και δεν περιλαμβάνω το «1922» (παραγωγής 1978) του Κούνδουρου…
Σε αυτή τη λογική ανταποκρίνεται η «Ρόζα» , σε αυτή την ανάγκη, σε αυτό το κενό.
Τώρα τι ιστορία είναι αυτή που πραγματεύεται το έργο (που προέρχεται κι από μυθιστόρημα) σηκώνει συζήτηση. Με την έννοια ότι ο «πόνος» κι ο «σπαραγμός» δεν αφορούν στην τραγωδία ενός λαού αλλά στον έρωτα μιάς Ελληνίδας Σμυρνιάς με ένα Τούρκο. Από αυτή την άποψη, ως περιεχόμενο δηλαδή, δεν το λες κι «εθνική τραγωδία», το λες όμως ερωτική τραγωδία κι η ερωτική τραγωδία πάντα συγκινεί. Και δεν παύει να έχει κι αυτή, τη δική της ανθρώπινη πλευρά
Με βάση λοιπόν αυτό που είναι, συγκινείσαι ως θεατής , συγκινείσαι με τον έρωτα που έμεινε πνιγμένος και κρυμμένος και πότισε δυστυχία κάποιες καρδιές. Δεν μιλάς όμως και για τραγωδία λαού όταν ο Τούρκος γκόμενος ήταν αυτός που όρμησε στην εκκλησία κι έσφαξε το σόι της Ελληνίδας νύφης ανήμερα της καταστροφής της Σμύρνης το 1922 («εδώ ο κόσμος χάνεται…») και μετά ,πάνω εκεί πάει το μυθιστόρημα ή το σενάριο να χτίσει «ελληνοτουρκική φιλία». Αυτά ας τα αφήσουμε καλύτερα. Κι ας μείνουμε στο κομμάτι του ρομάντζου.
Το ρομάντζο έχει πλοκή και κλιμάκωση , με την έρευνα που κάνει σήμερα ένας νέος για μια Εκθεση που θα γίνει στην Αθήνα, στην οποία είναι ανακατεμένοι και «Τούρκοι φίλοι μας» και ψάχνει για κάτι ιδιαίτερο από εκείνα τα μέρη, κάτι που θα γίνει κράχτης της Εκθεσης.
Από το σημείο αυτό, ο θεός των συμπτώσεων τους τα φέρνει όλα…. Δεξιά. Από ματωμένο νυφικό που θα βρεθεί «άξαφνα» στη Σμύρνη κι επιστολή που βρίσκεται μέσα στο νυφικό, κι έχει μείνει ματωμένο από τότε , από το 1922 δηλαδή , και μέσα στο γράμμα δίνονται όλες οι πληροφορίες ακόμα και για λογαριασμούς στην Ελβετία, κι ανακαλύπτονται κι οι τετάρτης γενιάς συγγενείς, ανακαλύπτεται κι ο λάθος κωδικός του λογαριασμού κι άλλα κι άλλα κι άλλα και δημιουργούνται έρωτες καινούργιοι με σχετική ευκολία ενώ υπάρχουν τρέχοντες δεσμοί αλλά κι εδώ φροντίζει ο συγγραφέας του βιβλίου (Γιάννης Γιαννέλης Θεοδοσιάδης) ή η σεναριογράφος Χριστίνα Λαζαρίδη να τα τακτοποιήσει προς τη μεριά που θέλει ώστε να γίνουν καινούργιοι δεσμοί και να δικαιωθούν κι οι έρωτες του 1922.
Δεν ειρωνεύομαι τίποτα. Ειδικά όταν πρόκειται για μυθιστόρημα όπου εκεί τα πράγματα γράφονται διαφορετικά κι εξετάζονται διαφορετικά. Όμως, ακόμα κι αν δεχτώ και δεν έχω λόγο να μην το κάνω, πως το σενάριο κρατεί όλα τα στοιχεία όπως ακριβώς τα έδωσε το μυθιστόρημα, η ένσταση μου είναι στο με τι τρόπο τα κρατεί. Διότι έτσι όπως τίθενται τα στοιχεία της ενδιαφέρουσας πλοκής και της συγκινητικής ιστορίας, μοιάζουν κατά την κινηματογραφική λειτουργία τους σαν μαριονέτες οι άνθρωποι, ακόμα κι οι καταστάσεις θα έλεγα, όπου το σενάριο κρατεί τους σπάγκους και τους πηγαίνει διαρκώς εκεί που θέλει, με μια ευκολία που δεν περιγράφεται. Κι αυτό το κάνει εντονότερο, το γεγονός πως όλη αυτή η φασαρία κι όλες αυτές οι χωρίς λογική εύνοιες της τύχης είχαν να κάνουν με ένα γκομενιλίκι , που δεν ήταν και τόσο καθαρό την ώρα που ο στρατός του Κεμάλ κι οι Τσέτες είχαν μπουκάρει στη Σμύρνη κι έσφαζαν . Αν η φασαρία των συμπτώσεων και της εύνοιας κατέληγε στην ανάδειξη ενός κρυμμένου μυστικού άλλου τύπου (όπως στο «Διωγμό» με το σενάριο του Πάνου Κοντέλλη ή με την όλη «Οδύσσεια» στην ταινία του Ξανθόπουλου που η δεύτερη γενιά επέστρεφε στις χαμένες πατρίδες) θα ήταν διαφορετικό. Δεν μιλώ για το θεατρικό «Σμύρνη μου αγαπημένη» όπου εκεί η συγγραφέας Μιμή Ντενίση κάνει και τοιχογραφία και πολιτικές επισημάνσεις κι ανθρώπινες αναλύσεις όλων των πλευρών).
Ωστόσο, ακόμα κι έτσι, η ταλαιπωρία κι η δικαίωση του τιμωρημένου έρωτα, καταφέρνουν και συγκινούν.
Όμως ήδη από το σενάριο με αυτά που επισημαίνω έχει ξεκινήσει κάτι που θα φανεί στην κινηματογραφική απόδοση της ταινίας. Ότι έχουμε την αίσθηση πως η ταινία βγαίνει «επίπεδη». Και βγαίνει «επίπεδη». Φταίει άραγε ο σκηνοθέτης ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΔΕΛΛΑΣ ή μήπως φταίει η σεναριακή διασκευή στην οποία ο σκηνοθέτης πατά; Εγώ το αποδίδω στα του σεναρίου διότι το συναισθηματικό κομμάτι βλέπω ότι ερμηνεύεται κι άψογα από τρεις ηθοποιύς:1) Τον ΤΑΣΟ ΝΟΥΣΙΑ ο οποίος μαζί με το αντριλίκι εκδηλώνει κι απόλυτη ζεστασιά στον τρόπο προσέγγισης του χαρακτήρα που ερμηνεύει και δικαιολογεί την προβολή του συναισθήματος που ξεκινά από το χαμένο γράμμα του ’22 στα νεώτερα πρόσωπα της σημερινής εποχής. ΚΙ είναι και κινηματογραφικός στην οθόνη όπως είναι και θεατρικός στη σκηνή κι επειδή στο «Σμύρνη μου αγαπημένη» παίζει εντελώς αντίθετο ρόλο, το ρόλο του Νεότουρκου, δείχνει το εύρος του. 2) Την ΛΗΔΑ ΠΡΩΤΟΨΑΛΤΗ. Η οποία έχει περιορισμένη θητεία στον κινηματογράφο και συμπτωματικά το παίξιμο της κι η όλη παρουσία της μου θυμίζει και μία ξένη με περιορισμένη θητεία στον κινηματογράφο, την ΠΕΓΚΥ ΑΣΚΡΟΦΤ στο «Πέρασμα στην Ινδία» όπου πήρε το Οσκαρ. ΚΙ αγωνία εκδηλώνει, και δεσποτεία και τρυφερότητα γιαγιάς σμυρνέικη και μια καταβολή δυνάμεων που ζητεί ο ρόλος αλλά και με τι ωραίο τρόπο παίζει την τελευταία σκηνή του νοσοκομείου, με τι διακριτκότητα, με τι αυτοσυγκράτηση ενός εσωτερικού πάθους. 3)Τον Τούρκο ηθοποιό ΓΙΛΜΑΖ ΓΚΡΟΥΝΤΑ, τον «παππού» της ιστορίας- εξαίρετος καρατερίστας ακόμα κι όταν υπογραμμίζει τα της ηλικίας του ρόλου του.
Αντίθετα η κοπέλα της υπόθεσης, η ΕΥΓΕΝΙΑ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ήταν «λίγη». Της ΓΙΟΥΛΙΚΑΣ ΣΚΑΦΙΔΑ ο ρόλος έμεινε σεναριακά αναξιοποίητος οπότε η ηθοποιός έκανε ό,τι η ίδια μπόρεσε.Στο συναισθηματικό κομμάτι συμβάλει κι η μουσική του ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, τα τραγούδια όμως χάνονται, ήθελαν άλλους ερμηνευτές, πιο…. «σφριγηλούς». Η φωτογραφία του ΚΩΣΤΗ ΓΚΙΚΑ δηλώνει σε μένα προσωπικά ότι ήθελαν (ο σκηνοθέτης κι ο διευθυντής φωτογραφίας) να αποφύγουν καρτ-ποσταλοποίηση και τουριστικοποίηση κι ακολούθησαν ένα ουδέτερο τόνο (όπου ο διευθυντής φωτογραφίας έχει πετύχει ομοιογένεια) που από τη μία μεριά δηλώνει αξιοπρέπεια αλλά από την άλλη γίνεται ένα με το επίπεδο αποτέλεσμα που ξεκίνησε από τον τρόπο συγγραφής του σεναρίου κι η θεωρία του auteur θα επιχειρήσει να τα χρεώσει στη σκηνοθεσία - κυρίως για το γεγονός πως ο σκηνοθέτης έχει δουλέψει στην τηλεόραση (αυτό οι του auteur αν και καταναλώνουν τηλε-σειρές με τη σέσουλα, επιμένουν να το χρεώνουν ως στίγμα στους σκηνοθέτες)