Όμως, βλέπουμε – και το επαναλαμβάνω διαρκώς- πως το σημερινό Χόλυγουντ την κινηματογραφική του παράδοση την εκχωρεί στις μικρές, θυγατρικές εταιρίες που κάνουν τα φιλμ με χαμηλότερο κόστος, και κρατεί για τα στούντιο των ακριβών παραγωγών τα «προιόντα», τα blockbuster και το merchandise– ό,τι το περιλαμβάνει.
Όλα τα είδη του παραδοσιακού αμερικανικού σινεμά περνούν πλέον από την κρησάρα της λεγόμενη ανεξάρτητης παραγωγής που, υπό την επιρροή του Sundance, βάζει πλέον κι αισθητική σφραγίδα στο κάθε είδος.
Το «La-La-Land» σηματοδοτεί και το πέρασμα του μιούζικαλ σε αυτή τη νέα εποχή και δεν είναι τυχαίο που αν κάτι περισσότερο θυμίζει είναι τις γαλλικές «Ομπρέλες του Χερβούργου» οι οποίες γίνονται εδώ καταλύτης και για τις αναφορές όπως και τις επιρροές από το κλασικό Χόλυγουντ.
Δεν θα μπορούσε να λείπει η επιρροή φυσικά από το «Ενας Αμερικάνος στο Παρίσι» ούτε από το χορευτικό ζευγάρι έτσι όπως το έγραψαν ως ΙΣΤΟΡΙΑ ο Φρεντ Ασταίρ με την Τζίντζερ Ρότζερς ή ο Τζήν Κέλλυ με κάποια από τις παρτενέρ του.
Όμως το στοιχείο που κυριαρχεί και που είναι το ρομαντικό, στέκει κάτω από τις «ομπρέλες» αν και το ζευγάρι θα μπορούσε να έρχεται κι εκτός μιούζικαλ, από το «FabulousBakerBoys" μιά κι ο ΡΑΥΑΝ ΓΚΟΣΛΙΝΓΚ είναι ένας «Τζεφ Μπρίτζες» που λατρεύει την τζαζ αλλά οι συνθήκες τον έχουν ρίξει στην απέξω ενώ η ΕΜΑ ΣΤΟΟΥΝ είναι μια χαλαρή «Μισέλ Φάιφερ», που θα μπορούσε να έρχεται από εκείνο το φιλμ, το οποίο είχε στοιχεία μουσικά ακόμα και χορευτικά , χωρίς να είναι μιούζικαλ.
Διότι κι εδώ το μιούζικαλ είναι και δεν είναι όπως το ξέρουμε. Προσφέρει όμως ένα πράγμα που το μιούζικαλ ξέρει να προσφέρει και το προσφέρει εδώ με τον καλύτερο τρόπο: ΤΟ ΣΙΝΕΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΔΡΑΣΗΣ . Το να πάς δηλαδή και να δεις μια ταινία που θα σε ταξιδέψει σε άλλους κόσμους και δεν θα δεις για μια ακόμα φορά στην οθόνη τα δυσάρεστα που ζεις στην καθημερινή, κοινωνική ζωή .
Ο ΝΤΑΜΙΕΝ ΣΑΖΕΛ, που μας είχε κάνει άριστη σύσταση στο «Χωρίς μέτρο» αποδεικνύει αξιοσημείωτα προσόντα τα οποία γίνονται γνωστά κατά τη διάρκεια της ταινίας λίγο λίγο , πάνε κλιμακωτά και σε οδηγούν στην απογείωση, στο μέλωμα, στο λιώσιμο, στο συναίσθημα εκείνο που τελειώνοντας το φιλμ θέλεις κι εσύ να χορέψεις, να τραγουδήσεις γλυκές μελωδίες, να φύγεις και να χαθείς στους νυχτερινούς δρόμους με βήμα ανάλαφρο, χορευτικό.
Ομολογώ ότι στην πρώτη σκηνή, στο πρώτο χορευτικό, κάπως… μαγκώθηκα: Η αισθητική μου φάνηκε πολύ του «ανεξάρτητου», δηλαδή λίγο φτωχική για το είδος, η χορογραφία γύρω από τα μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα στο πρωινό L.A( διότι το LA-LA-LAND παίζει και με τα αρχικά του Λος Αντζελες κι όχι μόνο με την επανάληψη της μουσικής νότας) όχι και τόσο εντυπωσιακή σε σχέση με το θέμα της, άρχισα να σκέφτομαι αν ο Ντάμιεν Σαζέλ θα μπορέσει να το φτάσει μέχρι τέλους κι αν θα μπορέσει να δείχνει να χορεύουν οι άνθρωποι κι όχι οι κάμερες ή το μοντάζ.
Βιασύνη.
Σιγά σιγά το έργο με έβαζε στο κλίμα του, στο δικό του κλίμα, και τότε άρχισα να συνειδητοποιώ αυτό που έβαλα για τίτλο: Το μιούζικαλ στην εποχή του Sundance και του ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά. Ως παράδοση σκυτάλης στη νέα εποχή, ως παραδοχή ότι το πράγμα αλλάζει κι εντάσσει ένα -ένα τα είδη του και τώρα και το μιούζικαλ.
Αυτομάτως το μυαλό μου πήγε στο «ΚΑΜΠΑΡΕ». Τότε που ο Μπομπ Φόσι άλλαξε ριζικά το είδος και θυμάμαι ότι και τότε, βέβαια 15χρονος αλλά στο σινεμά μυημένος πριν καν πάω σχολείο, με είχε ξαφνιάσει στην αρχή, δεν είχε σχέση με τον «Βιολιστή στη στέγη», το «Αλό Ντόλυ» και τα μιούζικαλ που είχα δει πρόσφατα ή με το «WestSideStory» που είχα προλάβει να ανακαλύψω στην επανάληψη του.
Παρόμοιο ξάφνιασμα ήταν και το τωρινό, στις πρώτες σκηνές, άλλου τύπου όμως. Ο Μπομπ Φόσε ήταν θεατρικός σκηνοθέτης και προπάντων χορογράφος και στο σινεμά επιχειρούσε ανατροπή της δομής ενώ το μοντάζ το όριζε ως μοντάζ χορογραφίας. Ηταν δηλαδή μια δουλειά που οριζόταν από χορογράφο.
Εδώ την κάνει κάποιος σκηνοθέτης-σεναριογράφος, από το χώρο του ανεξάρτητου που αγαπάει, όπως αποδεικνύει , το είδος και την κάνει με ένα τρόπο που δεν το περίμενα ούτε ο ίδιος, νόμιζα ότι το μοντάζ θα τρέχει και δεν θα σταματάει. Εκανα λάθος. Ο Ντάμιεν Σαζέλ το πήγε όλο προς τη ρομαντική πλευρά, εξού και πατά πάνω στις «Ομπρέλες του Χερβούργου¨, η δε μουσική, που περιλαμβάνει κι ωραία τραγούδια του είδους, δεν προέρχεται από το μιούζικαλ αλλά από το ρομαντικό σινεμά: Το κέντρο βάρους της μουσικής είναι ένα πανέμορφο μουσικό θέμα, ένα μινόρε για πιάνο, με καταπληκτικές αλλαγές, που παίζεται στο πιάνο, «κυλά» ήσυχα και δίνει τον ΤΟΝΟ όχι μόνο της μουσικής αλλά ολόκληρου του έργου.
Δεν έχω δει ακόμα όλα τα άλλα φιλμ που ξεχωρίζουν ώστε να πω τι θα γίνει στα Οσκαρ, για το ΟΣΚΑΡ, όμως, της ΜΟΥΣΙΚΗΣ νομίζω πως ο κύβος ερρίφθη. Καταπληκτική δουλειά του νεαρού συνθέτη ΤΖΑΣΤΙΝ ΧΟΥΡΒΙΤΣ, που υπογράφει το score,αυτός είναι που κρατά την μπαγκέτα της μαγείας αφού το συγκεκριμένο μιούζικαλ έχει αφετηρία και τέρμα μα κι ενδιάμεσες στάσεις καθαρά συναισθηματικής υπογράμμισης. Αυτός δίνει τον τόνο, αυτός εισάγει τις μουσικές στο σενάριο, αυτός κάνει τις σκηνές της τζαζ να φαίνονται σαν προέκταση μιούζικαλ ενώ θα μπορούσαν να προέρχονται κι από άλλη ταινία…αυτός…αυτός!
Κυρίως, όμως, το μουσικό θέμα στο πιάνο.
Κι ο ΝΆΜΙΕΝ ΣΑΖΕΛ, βασιζόμενος σε αυτή τη σπουδαία συνεργασία απλώνεται και στα άλλα. Στη φωτογραφία όπου κυρίως πρωτοστατεί η κάμερα, οι κινήσεις της, μια κάμερα (ας μου επιτραπεί!) αλά «νουβέλ βαγκ», ελεύθερη, ανεξάρτητη, χυμένη, με το χρώμα να διανθίζει όπως απαιτεί το είδος μέσω των κοστουμιών ενώ ως κυρίαρχο χρώμα έχει επιλεγεί το γκρίζο και πάνω στο γκρίζο πέφτουν οι πινελιές των άλλων χρωμάτων, κυρίως από τα κοστούμια.
Και φτάνουμε στο πρωταγωνιστικό ζεύγος, που είναι χάρμα οφθαλμών. Ο ΡΑΥΑΝ ΓΚΟΣΛΙΝΓΚ ενισχύει τη φυσική του γοητεία μέσα από τις λιτές του εκφράσεις ως ερωτευμένος τζαζίστας αλλά και μέσα από τα χορευτικά του που είναι κάτι για το οποίο δεν μας είχε προιδεάσει ως τώρα. Η ΕΜΜΑ ΣΤΟΟΥΝ είναι εξαίρετη ηθοποιός, ένα ταλαντούχο μουτράκι, ίσως όχι πολύ λαμπερή ως γυναίκα και φτιάχνουν ένα υπέροχο, μοναδικό θα έλεγα ζευγάρι. Τόσο μοναδικό ώστε δένουν καταπληκτικά κι οι φωνές τους όταν τραγουδούν ντουέτο.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Το «LA-LA-LAND» μέσα από την αισθητική του…. Χολυγουντιανού ανεξάρτητου που καταλήγει ως κυρίαρχη επιλογή πρώτα σε Ζακ Ντεμύ κι ύστερα σε ΒΙντσέντε ΜΙνέλι, που μέσα από τα συναισθήματα κάνει μιούζικαλ με όλους τελικά τους κανόνες του είδους, καταφέρνει κι ανασυνθέτει ΟΛΟ ΤΟ ΚΛΆΣΙΚΟ ΧΟΛΥΓΟΥΝΤ και του δίνει εικόνες σημερινού μεν σινεμά οι οποίες πατούν στέρεα στην κληρονομιά από το χθες.
Φεύγεις από το σινεμά γοητευμένος κι όσο περνούν οι μέρες το σκέφτεσαι με αγάπη και νοσταλγία και γλυκιά διάθεση όλο και περισσότερο.