Είμαι πάντα καχύποπτος στη ρεκλάμα «βασισμένο σε μια αληθινή ιστορία» για τον απλούστατο λόγο ότι αυτό που πιστεύω είναι να κάνεις το θεατή να αισθάνεται ότι αυτό που βλέπει εκείνη τη στιγμή, συμβαίνει πραγματικά. Είτε πρόκειται για αληθινό είτε για επινοημένο. Διότι αν δίνουμε τόση σημασία στο «αληθινό» γεγονός είναι σαν να καταδικάζουμε ως αντικαλλιτεχνική την φαντασία, την επινόηση.
Η ιστορία λοιπόν εδώ είναι αληθινή κι είναι αυτό που «πουλάει» το έργο. Καθώς όμως «πουλάει» ιστορία αναδεικνύονται καλλιτεχνικές δυνάμεις κι αξίες και βγαίνεις γεμάτος από το σινεμά, ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΙΝΕΜΑ.
Δεν θα πω πολλά, όμως, για την ιστορία για να αφήσω τους μέλλοντες θεατές της να την απολαύσουν όπως την απολαύσαμε κι εμείς οι πρώτοι θεατές της.
Δεν ήξερα λοιπόν για τους αθλητές αδελφούς Ντέιβ και Μαρκ Σουλτς, με τα χρυσά ολυμπιακά μετάλλια στο άθλημα της πάλης. Ο μεγάλος, ο Ντέιβ, ήταν ο κινητήριος μοχλός και μέντορας του μικρότερου, του Μαρκ. Ο Μαρκ έγινε χρυσός ολυμπιονίκης στους Αγώνες του 1984. Τρία χρόνια μετά λοιπόν τον πλευρίζει ένας μεγιστάνας, ο Κος Ντυ Ποντ, που επίσης δεν γνώριζα και τον καλεί έναντι αδρής πληρωμής να αναλάβει να εκπαιδεύσει την ολυμπιακή ομάδα για τους Αγώνες που θα γίνουν στη Σεούλ το 1988. Ο Κος Ντυ Ποντ είναι ένας αινιγματικός κύριος, μονήρης, παράξενος, με μια δεσποτική μητέρα, ζεί σε ένα τεράστιο αγρόκτημα, ιδιοκτησία της φαμίλιας του που είναι πανίσχυρη οικονομικά, και θέλει να χρηματοδοτήσει την αποστολή ενώ κι ο ίδιος ενδιαφέρεται για το άθλημα της πάλης ειδικότερα. Ο Μαρκ δέχεται την πρόταση, ο Κος Ντυ Ποντ όμως αρχίζει να ασκεί παράξενα την εξουσία του απέναντι στον αθλητή, η σχέση γίνεται κάπως πατερναλιστική …… και Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΘΟΝΗΣ, όπως έγραφαν στα παλιά προγράμματα.
Λέω «η συνέχεια επί της οθόνης» διότι η ιστορία καθώς ξετυλίγεται αποκτά παράξενη τροπή κι αξίζει να δείτε που οδηγείται, μια και φαντάζομαι ότι οι περισσότεροι δεν θα την γνωρίζατε.
Πως λοιπόν ρε μεγάλε αυτή την ιστορία που είναι μια ιστορία υπόθεση, την κάνεις σινεμά; Πραγματικά αξίζει να την παρακολουθήσει κανείς για να δει πως την έκανε σινεμά ο Μπένετ Μίλερ , ο σκηνοθέτης που ανέδειξε ηθοποιούς σε δύο ταινίες, στο «Τρούμαν Καπότε» και στο «Moneyball», που όλες είχαν ένα βιογραφικό, κατά το μάλλον ή ήττον , χαρακτήρα.
Από πού ξεκινά λοιπόν; Δεν λέω για το σενάριο διότι αφού πρόκειται για έργο ιστορίας το σενάριο είναι δεδομένο. Κι επειδή το σενάριο έχει ρόλους αφού είναι ιστορία ανθρώπων, ξεκινά από το casting.
Ο castingdirector εδώ (όχι ότι σε άλλα φιλμ κάνει πίσω) παίζει επιτελικό ρόλο. Μια και γραμμή σκηνοθετική και προφανώς στοίχημα του σκηνοθέτη που έχει στο ενεργητικό του την ανάδειξη με Οσκαρ του ΦΙΛΙΠ ΣΕΥΜΟΥΡ ΧΟΦΜΑΝ στον «Καπότε» , είναι να αναδείξει έναν ακόμα κι ο ρόλος που προσφέρεται γι αυτό είναι του Κου Ντυ Ποντ. Αρα στην επιλογή του ηθοποιού στοιχηματίζει. Όχι όμως μόνου του. Γι αυτό και μιλάω για το ρόλο τον καίριο που έχει παίξει εδώ ο castingdirector. Κι είναι από τις περιπτώσεις εκείνες που επαναφέρει το αίτημα του κλάδου αυτού να μην είναι μόνο μέλη στην Ακαδημία αλλά να αναγνωριστεί ο κλάδος και με σχετικό Οσκαρ , αν και για την ώρα προσκρούει στις αντιδράσεις των σκηνοθετών.
Είναι στιγμές που το βλέμμα χάνεται στις επιλογές των ηθοποιών, βλέπεις ταυτόχρονα στο πλάνο τρεις ανθρώπους που ο καθένας είναι τόσο διαφορετικός και κάποιους σαν να μην τους έχεις ξαναδεί κι απορείς που τους βρήκαν.
Ετσι λοιπόν, μέσα από τον castingdirector και με τη συνεργασία μαζί του έρχεται η θεόσταλτη ευκαιρία στον ως τώρα κωμικό ηθοποιό ΣΤΗΒ ΚΑΡΕΛ να πάρει το ρόλο του Ντυ Ποντ και να γίνει ένας άλλος. Και να του δοθεί ευκαιρία ζωής. Τι να σου κάνει κι ο ηθοποιός όταν δεν του έχουν έρθει οι ρόλοι. Ο Καρέλ, ήταν ως τώρα γνωστός, ως μετρημένος κωμικός. Εδώ αρπάει τον Κο Ντυ Ποντ και του αλλάζει τα φώτα. Διότι ο σκηνοθέτης, μετά την επιλογή των ηθοποιών, ξεκίνησε τη διδασκαλία σε αυτούς που διάλεξε. Το στοίχημα του λέγεται Στηβ Καρέλ κι ο Καρέλ έχει κάνει τέτοια δουλειά, μα τέτοια δουλειά. Με ζητούμενο την εσωτερικότητα και τη λιτότηα δουλεύει τόσο εσωτερικά το ρόλο ώστε να πετύχει ένα βλέμμα παγωμένο κι αινιγματικό αλλά κι ΑΠΕΙΛΗΤΙΚΟ, σαν να κρύβει μέσα του ψυχοπάθεια. Τρομάζεις που τον βλέπεις κάποιες φορές. Και δεν είναι λίγες. Επίσης, μεταβάλει σε ηθοποιό τον Τσάνινγκ Τέιταμ. Η προσπάθεια του φαίνεται αλλά είναι σε καλό δρόμο. Βάζει για αδερφό τον Μαρκ Ράφαλο. Αυτός μπορεί να προχωρήσει και να φτάσει κι ως την πεντάδα του supportingστα Οσκαρ διότι παίζει το αντίπαλο δέος του πρωταγωνιστή του κύριου ρόλου. Απέναντι στον coach Ντυ Ποντ έχουμε από το σενάριο τον coachαδερφό, ένα διαφορετικό ρόλο. Ο Μαρκ Ράφαλο κερδίζει από αυτό. Είναι κι ένα μυστικό αυτό, για τους β’ ρόλους, τόσο από σενάριο όσο κι από casting, το αντίπαλο δέος του πρωταγωνιστή. Για αυτό όμως θα μιλήσουμε άλλη φορά σε προσεχή ευκαιρία.
Για να καταλάβουμε τη σημασία που δίνει στο casting ο Μπένετ Μίλερ επειδή θα σκηνοθετήσει ανθρώπινη ιστορία, σας λέω ότι για τον συντομότατο (όταν λέμε συντομότατο μιλάμε για μία σκηνή διαλόγου και για δύο σιωπηλά περάσματα)ρόλο της δεσποτικής μητέρας του Ντυ Ποντ έχει πάρει την ΒΑΝΕΣΑ ΡΕΝΤΓΚΡΕΗΒ. Με αυτή την επιλογή υπογραμμίζει αυτό για το οποίο δεν θέλησε να φλυαρήσει σεναριακά, και με την επιλογή της ηθοποιού το υπέδειξε: Η επιβλητική παρουσία της μεγάλης ΒΑΝΕΣΑ λέει πολλά περισσότερα. Για το χαρακτήρα αυτής της μάνας στη σχέση με τον γιό της,
Κι αυτό, πέραν από το casting, για να προχωρήσουμε με τον σκηνοθέτη στο επόμενο βήμα της δουλειάς του, έχει κι άλλο σκοπό: Το ξετύλιγμα της ιστορίας, για να το κάνει πιο γοητευτικό, πιο υποβλητικό, πιο μυστηριακό, δεν το θέλει σαν μασημένο τροφή που θα βλέπαμε ίσως στην τηλεόραση. Υπαινίσσεται πράγματα, αφαιρεί από το λόγο, αναδεικνύει το έμμεσο. Να λοιπόν με τι σκηνοθετικό τρόπο αναδεικνύονται τα έμμεσα σε ένα έργο αφήγησης μιάς ιστορίας αληθινής που θέλει όμως να είναι και ωραίος κινηματογράφος.
Και για να ολοκληρωθούν αυτά ως πράξη θέλει μοντάζ. Ναι, από εκείνα που δεν φαίνονται αλλά κι από τα άλλα που φαίνονται. Τα βλέμματα ανταλλάσσονται , οι σιωπές γίνονται σημαντικές , μα συγχρόνως έχουμε και προπονήσεις πάλης, επαφές σωμάτων, λαβές οι οποίες πρέπει να εναρμονιστούν πλήρως με τον όλο ρυθμό της ταινίας έτσι ώστε οι αθλητικές σκηνές να μην μοιάζουν με ιντερμέδια. Εδώ έρχεται και συμπληρώνει τα μέγιστα το μοντάζ του ήχου. Κι εδώ μιλάμε για πάλη, όχι για πυγμαχία. Οι ήχοι είναι διαφορετικοί. Διότι στο άθλημα της πάλης ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΒΙΑ ΑΛΛΑ ΕΠΙΒΟΛΗ! Κι αυτό πρέπει να λειτουργήσει και ως «μότο» για όλη την ταινία. Από κάτω υποβόσκει, σε ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ, η ΕΠΙΒΟΛΗ. Η επιβολή όμως έχει και μια δόση βίας. Γι αυτό κι ο σκηνοθέτης αποφεύγει , όπως καταλαβαίνω, τα αίματα και τις άλλες αποκρουστικότητες. Και προτάσσει την επιβολή.
Η φωτογραφία είναι ελαφρώς σκοτεινή και ουδέτερη. Την έχει υπαγορεύσει το χρώμα της σκηνογραφίας που περιλαμβάνει το τεράστιο αγρόκτημα, το FOXCATCHER.που το βλέπουμε στα εξωτερικά του σε τόνους μουντούς, φθινοπωρινούς, κι η ίδια μουντάδα επικρατεί και μέσα στο σπίτι που είναι διακοσμημένο με όλα τα αξεσουάρ που δικαιολογούν ότι εκεί κατοικεί μια πανίσχυρη οικονομικά αμερικάνικη οικογένεια, όχι νεόπλουτων αλλά με καταβολές από ιστορικό παρελθόν αιώνων. Στην ανάλογη ψυχρότητα τόνου βρίσκονται κι οι «γυμνοί» χώροι του γυμναστηρίου, όπου όλα είναι ευρύχωρα αλλά και πνιγηρά. Από το «βάρος» που κουβαλούν τα πρόσωπα.
Να πως ολοκληρώνεται και μετατρέπεται σε σινεμά η ίδια η αφήγηση όταν ζητούμενο μιάς ταινίας είναι ΤΟ ΞΕΤΥΛΙΓΜΑ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.
Μην πείτε ότι δεν είναι ΜΑΓΕΥΤΙΚΟ πράγμα το σινεμά!