Σπάνια παίρνω στα σοβαρά τις «στημένες» διαφημιστικές συνεντεύξεις των σκηνοθετών που κυκλοφορούν ως δελτία Τύπου των ταινιών ή μέσα σε αυτά. Όμως, εδώ έχω μια εξαίρεση διότι για ακόμα πιο σπάνια φορά είδα σκηνοθέτης να δίνει για την ταινία του ένα χαρακτηρισμό που αισθάνθηκα σαν να του τον είχα υπαγορεύσει προσωπικά. Γι αυτό και τον μεταφέρω αυτολεξεί: «Είναι ένα μελόδραμα που ξεκινάει ως μια οικογενειακή ταινία, εξελίσσεται σε ταινία δράσης με σκυλιά, αργότερα σε μια διδακτική ταινία, κι εντέλει σε ένα θρίλερ εκδίκησης».
Ναι, φοβερός ο τύπος, αυτός ο Ούγγρος, έχει κάνει μια ταινία ΑΚΡΙΒΩΣ όπως την ορίζει: ΚΑΙ μελόδραμα, ΚΑΙ οικογενειακή ταινία, ΚΑΙ δράση για παρακάτω, ΚΑΙ σκηνοθέτηση σκυλιών, ΚΑΙ διδακτισμό, ΚΑΙ θρίλερ.
Και μάλιστα με μπόλικη διάθεση ΕΚΔΙΚΗΣΗΣ. Όλα του τα στοιχεία τα θαύμασα. Και στο ότι τα γνωρίζει και στο ότι τα παραδέχεται και στο ότι τα κάνει συνειδητά κι αυτό που τελικά αποδεικνύει είναι ΝΑ ΑΓΑΠΑΣ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΚΑΝΕΙΣ. Από κει και μετά, η σοβαρότητα θα εκδηλωθεί μέσα από την αγάπη κι όχι μέσα από τα είδη, αφού επί της ουσίας δεν υπάρχουν είδη ΑΝΩΤΕΡΑ και ΚΑΤΩΤΕΡΑ, κι ας το θέλουν οι θεωρητικοί. Κι όχι μόνο του παρόντος. Οι διαχωρισμοί αυτοί είναι πολύ παλιοί.
Κι ο μάγκας, κάνει ένα έργο ακριβώς πάνω στα ΑΝΩΤΕΡΑ και τα ΚΑΤΩΤΕΡΑ και τη θέση αυτή τη βλέπουμε στο διαχωρισμό των σκυλιών. Άκου τώρα.
Με ένα νόμο που ψηφίζεται στην Ουγγαρία (δεν γνωρίζω κατά πόσο είναι υπαρκτός ή αποτελεί σεναριακή επινόηση αλλά εδώ έχουμε σινεμά οπότε ζητούμενο δεν είναι το αν είναι υπαρκτό κάτι αλλά αν πείθει ως υπαρκτό καθώς βλέπουμε την ταινία) και διαχωρίζει τα σκυλιά από ράτσας και ημίαιμα και τότε τα σκυλιά τα δεύτερα ξεσηκώνονται εναντίον των ανθρώπων και του συστήματος.
Μέσα από μια ιστορία που θα μπορούσε να είναι και «ντισνεική» αλλά δεν είναι. Με ένα κοριτσάκι που χάνει τον σκύλο του εξαιτίας αυτού του νόμου, τα βάζει με τον πατέρα της που τον έδωσε,, ψάχνει να τον βρεί ενώ παράλληλα το σενάριο έχει φτιάξει παράλληλη πλοκή με την κατάσταση στο ωδείο όπου το κορίτσι σπουδάζει μουσική και το θέμα απλώνεται και μουσικά με τη μουσική να είναι αυτή που θα δώσει στο τέλος τη λύση.
Ο σκηνοθέτης εκτός από την αφήγηση, την κινηματογραφικότητα, τα συναισθήματα και τα γυρίσματα πετυχαίνει και κάτι ομαδικές σκηνές σκυλιών που δεν μοιάζουν για ψηφιακές, που θυμίζουν κινηματογράφο από εποχές αλλοτινές.
Εχουμε δει έργα με άνθρωπο και σκύλο, έχουμε δει τον «Ουμπέρτο Ντι» του Βιττόριο Ντε Σίκα σε σενάριο Τσέζαρε Ζαβατίνι, έχουμε δεί το σοβιετικό φιλμ «Μη ζητάς ανθρώπινη αγάπη» του Στανισλάβ Ροστότσκι που ήταν υποψήφιο για το ξενόγλωσσο Οσκαρ το 1979, έχουμε δεί και τα παιδικά έργα με τη «Λάση», ναι, με τη «Λάση». Εδώ μιλάμε για κάτι διαφορετικό, για κάτι παραπέρα από εκείνα. Εκείνο που διαπιστώνω είναι επίσης κάτι που επισημαίνετε σε αυτή τη σπάνια για το είδος συνέντευξη του σκηνοθέτη, πως πράγματι στις χώρες του πρώην Ανατολικού μπλοκ, έχουν ξεπεράσει τη σοβιετική περίοδο κι αναζητούν άλλα πράγματα κι άλλη έκφραση χωρίς να υποκύπτουν σε νόμους «ιδεολογικούς» με την στενή και παλιά έννοια αλλά σε κανόνες αποκλειστικά ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟΥΣ και εντυπωσιάζομαι. Η παράδοση υπάρχει αλλά σε περιπτώσεις σαν του «Λευκού Θεού» επιδέχεται τέτοια ανανέωση που σου ανοίγει την όρεξη και για τα μελλούμενα.