Είναι εντελώς ένα λευκό «Moonlight», χωρίς να έχουν τίποτε άλλο κοινό, όμως και τα δύο είναι ανθρωποκεντρικά δράματα με κάποιο ζόρι στη θεματική τους. Το «Μια πόλη δίπλα στη θάλασσα» θα έλεγα πως έχει μεγαλύτερη οικουμενικότητα από το φιλμ του Μπάρυ Τζένκινς στη βάση ότι το θέμα του δεν περιορίζεται σε ένα κλειστό περιθώριο αλλά απλώνεται παντού.
Και θέμα του έργου, αν θέλουμε να απαντήσουμε μονολεκτικά στην ερώτηση –κλειδί των μεγάλων κινηματογραφικών σχολών του κόσμου «what’s the story about?», είναι η ΑΠΩΛΕΙΑ!. Αυτή είναι που ταλανίζει τους ήρωες του δράματος, αυτή είναι που αποκαλύπτεται κάθε τόσο καθώς το σενάριο ξεδιπλώνεται.
Διότι έτσι όπως το διηγούνται μερικοί, κι όπως το διαβάζουμε στις σύντομες περιλήψεις πως ένας θείος ειδοποιείται ότι πέθανε ο αδελφός του και ξαφνικά βρίσκεται να αναλαμβάνει ή να πιέζεται να αναλάβει την κηδεμονία του ανιψιού ,δεν καταλήγει σε αυτό που φανταζόμαστε. Κι ΕΥΤΥΧΩΣ!
Δεν είναι δηλαδή μια συνηθισμένη εκδοχή της ιστορίας που ξαφνικά συνειδητοποιείται ο ρέμπελος και γίνεται γονιός. Καμία σχέση!, Διότι όταν συμβαίνουν αυτά, συμβαίνουν στην αρχή του έργου και μετά αρχίζει το ξεδίπλωμα το οποίο πάει στη ζωή του θείου , που είναι κι ο κεντρικός ήρωας του δράματος, στα χτεσινά του και στα σημερινά του, μαθαίνουμε κάθε τόσο κι ένα στοιχείο από το παρελθόν του, το οποίο έρχεται και δένει με κάτι από το παρόν του κι οικοδομείται ένα δράμα ΟΛΚΗΣ. Ο δε ανιψιός δεν είναι το μικρό παιδάκι. Είναι ένα παλικάρι στη μετά εφηβεία με δική του προσωπικότητα και ζωή , με ένα τρόπο να κρατά για την πάρτη του τα όσα μπορεί να τον πληγώνουν, τόσο ώστε να μη φαίνεται, να γίνεται ακόμα και παρεξηγήσιμος. Είναι ένα πολύ σημερινό παιδί, πολύ γήινο, που δεν επικοινωνεί με ευκολία αυτό που του συμβαίνει κι αυτό δεν έχει να κάνει με κλισέ του τύπου «οι άλλοι δεν με καταλαβαίνουν» κλπ. Το ξετύλιγμα βέβαια της ζωής του θείου καταλήγει σε τραγωδία, μόνο που η τραγωδία έχει συμβεί πριν αρχίσει το έργο…
Είναι εκπληκτικός ο τρόπος γραψίματος. Είναι σενάριο που θα ήθελα πολύ να ήμουν σε σχολή και να το κουβέντιαζα με τα παιδιά. Τι δομή. Τι σκέψη. Τι τρόπος αφήγησης. Τι εσωτερικός ρυθμός. Πως ξετυλίγει τα πρόσωπα, πως πλέκει και συνθέτει την ιστορία, τι χαρακτήρες αναδεικνύονται εκεί μέσα, τι ερμηνείες απαιτούνται.
Μετά από αυτά, κι όταν δεις το έργο, καταλαβαίνεις γιατί τόσοι ηθοποιοί από κει μέσα θα πάνε για Οσκαρ και βασικά ο ΚΕΙΣΥ ΑΦΛΕΚ που για μια ακόμα φορά αποδεικνύεται το «Ηθοποιός σημαίνει ρόλος». Τι εσωτερικότητα, τι αλήθεια στο παίξιμο. ΚΙ ενώ, ως ιδιοσυγκρασία είναι στο τσακ για υποπαίξιμο, θες ο ρόλος που του έχει γράψει ο Λόνεργκαν, θες ο τρόπος καθοδήγησης από το Λόνεργκαν, καταλήγει σε σπουδαία εσωτερική ερμηνεία.
Μα δεν πάει πίσω το 20χρονο παιδί, ο ΛΟΥΚΑΣ ΧΕΤΖΕΣ που παίζει τον ανιψιό. Τι αλήθεια κι εδώ! Τι «απρόβλεπτη» ερμηνεία. Δεν έχει καμία σχέση με αυτά που έχουμε φάει ως δράματα εφήβων. Ωρες και φορές αναρωτιέται ο θεατής αν αυτό το παιδί έχει αισθήματα. Ετσι που τον έφτιαξε ο Λούκας Χέτζες μπορεί και μας βάζει σε πολλές σκέψεις.
Κι υπάρχει κι η σπουδαία ΜΙΣΕΛ ΓΟΥΙΛΙΑΜΣ, που έχει την ατυχία να πέφτει στα Οσκαρ πάνω στην Βαιόλα Ντέηβις. Δεν έχει μεγάλο ρόλο αλλά αυτό που έχει είναι ένας σπαραγμός. Σε μια σκηνή τον έχει τον σπαραγμό. Στο υπόλοιπο δεν σε προετοιμάζει για τέτοιο διότι ακριβώς έχει οικοδομήσει την ερμηνεία της, στις όχι πολλές σκηνές που έχει, πάνω στη σκηνή του σπαραγμού όταν θα έρθει η ώρα. Με αποτέλεσμα να έχει δυναμώσει τόσο πολύ το πριν της αλλά και το λίγο μετά της ώστε σε εκείνη τη σκηνή να λές «όχι φέτος ρε Βαιόλα». Είναι ένας εσωτερικός σπαραγμός, δεν ξεφωνίζει, δεν υστεριάζει, αλλά αποκαλύπτει κι ένα στοιχείο του χαρακτήρα της. Κι υπό αυτή την αντίδραση παρακολουθούμε και μετά την δουλεμένη κι ελεγμένη ερμηνεία της και θέλουμε να ξαναδούμε για μιά ακόμα φορά τις σκηνές που προηγήθηκαν και το γιατί τις έπαιζε τις σκηνές όπως τις έπαιζε.
Ενπάση περιπτώσει είναι ταινία σαν το «Συνηθισμένοι άνθρωποι» και μερικά παρόμοια, αυτά που λέμε «Αμερικάνοι μπεργκμανικής επιρροής» που διεισδύουν στα ενδότερα του ανθρώπου, του μέσου ανθρώπου κι αναδεικνύουν τις τραγωδίες του και τα όσα δεν φαίνονται. Σε μια παραθαλάσσια πόλη , που έχει φωτογραφηθεί και σκηνοθετηθεί μέσα στη συννεφιά, μέσα στο γκρίζο.
Ο Κένεθ Λόνεργκαν ως τώρα δεν με είχε πείσει για σκηνοθέτης, τον είχα μόνο για σεναριογράφο. Εδώ γίνεται και μεγάλος σκηνοθέτης για ένα πολύ απλό λόγο: Επειδή το σεναριογραφικό του μέγεθος ξεπερνά εδώ και τα κυπαρίσσια με τέτοιο σενάριο που έχει γράψει και με τον τρόπο αφήγησης που είναι μεγάλη κατάθεση , με ένα έργο εσωτερικής παρόρμησης κι όχι παραγγελίας, με τους ρόλους που φτιάχνει, μπαίνει πολύ «μέσα» σε όλο αυτό και πραγματικά δεν φαντάζομαι να το σκηνοθετεί άλλος. Οι ανάσες που έχει φτιάξει, οι οποίες μπορεί κάπου να μακραίνουν το έργο λίγο παραπάνω, όμως δεν το κάνουν βαρετό, είναι τόσο απαραίτητες στη δομή ώστε να ξαναπαίρνει φόρα. Είναι έργο που όσο περνά ο καιρός, το σκέφτεσαι όλο και περισσότερο. Η πρώτη αντίδραση μπορεί να συνοδευθεί κι από μούδιασμα.. Απώλεια, πένθος αλλά και μεγάλες ερμηνείες, θα είναι το πρώτο σχόλιο, η πρώτη αντίδραση… όσο θα περνούν οι μέρες τόσο και θα κατασταλάζει η ταινία «εντός» του ανθρώπου, κι άλλο… κι άλλο… τόσο και θα συναισθάνεσαι ότι σου μένει περισσότερο από άλλες ταινίες που σε ενθουσίασαν την πρώτη στιγμή και που λίγο- λίγο , χωρίς να το θες ο ίδιος, τρεμοσβήνουν. Αυτή εδώ δουλεύει υπόγεια και σε βάθος χρόνου.
Είναι σενάριο που βγαίνει από τα μεγάλα αμερικανικά δράματα, από την μεγάλη τους παράδοση στο είδος αυτό, στη λογοτεχνία και στο θέατρο κι έχει δώσει σε βάθος χρόνου πολλά σενάρια και στο σινεμά. Είναι ένα τέτοιο.