Ήθελα να σχηματίσει ο κόσμος μια δική του άποψη, αν και θα πήγαινε υποχρεωτικώς κατευθυνόμενος από κάποιους, τουλάχιστον εγώ να μη συμμετείχα αφού η «πολιτική» μου στο site, να δημοσιεύονται οι κριτικές και στη δεύτερη εβδομάδα ή και παρακάτω μου έδινε τη δυνατότητα.
Τώρα που το είδαν αρκετοί, είμαι ελεύθερος για τη δημοσίευση.
Κι η γνώμη μου για την ταινία είναι κατά 70 ο/ο ΘΕΤΙΚΗ!
Θα αρχίσω από τον σκηνοθέτη, τον Χιλιανό ΠΑΜΠΛΟ ΛΑΡΑΙΝ, επειδή πολύς λόγος έγινε για αυτόν και προηγήθηκαν ίαμβοι κι ανάπαιστοι σχετικά με την ανανέωση της φόρμας ή της αφήγησης του είδους «κινηματογραφική βιογραφία». Κι επειδή μέσα σε όλα τα άλλα που προηγήθηκαν ήταν κι η «Jackie».
Τα βάζω λοιπόν σε σειρά: Πρώτον έχουμε ένα πολύ ενδιαφέροντα σκηνοθέτη ο οποίος θέλει να δώσει ένα προσωπικό ύφος , να φτιάξει μια δική του υπογραφή, η οποία, όμως, δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, είναι υπό διαμόρφωση.
Δεύτερον, να πω ότι με την «Jackie» δεν συγκρίνεται ο «Neruda», είναι απείρως ανώτερος.
Τρίτον, όμως, να διατυπώσω μια ένσταση (δεν είναι αυτή η ένσταση μου για την ταινία) σχετικά με όλο αυτό που έχει ακουστεί για τον Πάμπλο Λαράιν, τόσο για την «Jackie» όσο και για τον «Neruda» περί ανανέωσης του biopic.
Που το είδαν το «biopic» και στη μία ταινία και στην άλλη και μίλησαν για ανανέωση του; Και παρασυρόμαστε κι εμείς άθελα μας; Ούτε το ένα φιλμ ούτε το άλλο είναι «biopic».
Η «βιογραφία» είναι συγκεκριμένο πράγμα, συγκεκριμένο είδος. Η δραματοποίηση ενός περιστατικού της ζωής ενός επώνυμου ανθρώπου δεν είναι «βιογραφία», συνεπώς δεν ανανεώνει καμία βιογραφική φόρμα διότι δεν υπάρχει βιογραφία. Από την «Jackie» πήρε ένα 48ωρο περιστατικό, από τον «Neruda» πήρε ένα στοιχείο που μπορεί να είναι κι επινοημένο από ένα σημείο και μετά, κι αυτό στην Τέχνη όχι μόνο δεν πρέπει να μας πειράζει αλλά οφείλει να είναι και ζητούμενο αν μέσα από μια σχέση επωνύμων, μέσα από ένα κομμάτι της ζωής , ανιχνεύεται κάτι γύρω από ένα χαρακτήρα ή από ένα γεγονός. Το στοιχείο γύρω από το οποίο περιστρέφεται ο «Neruda» είναι η σχέση του με ένα μπάτσο που τον παρακολουθούσε, ουσιαστικά με τον διώκτη του. Θα έλεγα μάλιστα ότι κεντρικός ήρωας του σεναρίου δεν είναι ο μεγάλος Χιλιανός ποιητής με την ιδεολογική καθαρότητα και τις ανθρώπινες αδυναμίες (αυτό έλειπε σε ένα ποιητή, να μην έχει αδυναμίες- τι σόι ποιητής θα ήταν; Πως θα αναταράσσονταν οι ευαισθησίες του κι οι προσλαμβάνουσες του;) αλλά ο διώκτης του. Ο διώκτης ξεκινά την ιστορία, αυτός την κινεί, αυτός την αφηγείται, τον δικό του εαυτό ερευνά, εξετάζει και προβάλει μέσα από τον Πάμπο Νερούντα, πάνω στο Νερούντα.
Είναι μια ταινία που συνδυάζει εξαιρετικά την ποίηση με τον αφηγηματικό κινηματογράφο, που δίνει έμφαση στα στοιχεία νοσταλγίας κι εποχής με εξαιρετική δουλειά σε φωτογραφία και σκηνικά για τους χώρους των Χιλιανών αριστερών διανοουμένων (κι όχι μόνο) στη Χιλή του 1948, μπορεί και φέρνει σε συνύφανση τόσο το κομμάτι της πολιτικής παρακολούθησης και δίωξης όσο και της ποίησης αφού αντικείμενο του «πόθου», τόσο του σκηνοθέτη όσο και του κεντρικού ήρωα, είναι ο ποιητής. Το ποιητικό στοιχείο που το εμπνέει ο ίδιος ο Νερούντα στον σκηνοθέτη, είναι εξαιρετικά «εμβολιασμένο» μέσα στην ιστορία και κάνει την ταινία ακόμα πιο συγκινητική διότι η ποίηση είναι γνήσια κι ο Λαράιν «κατέχει» το πρόσωπο που παρακολουθεί. Το αγαπά, το συναισθάνεται, του προβάλλει τις ανθρώπινες αδυναμίες αλλά κυρίως το κατανοεί και τις βλέπει και τις αδυναμίες ως μια προέκταση της ποίησης.
Ως εδώ η ταινία μου αρέσει πάρα πολύ.
Ακολουθεί τώρα η επιφύλαξη. Δεν είναι απαραίτητο να συμφωνήσουν όλοι, να τη δεχτούν όλοι. Επειδή όμως για τον υπογράφοντα είναι πολύ καθοριστική, δεν γίνεται να μην την εκθέσω. Ποια είναι; Η ποιητική διάσταση στο πρόσωπο του μπάτσου. Μου κάνει πάρα «πολύ», το πρόσωπο δεν τη «σηκώνει». Οδηγείται ζορισμένα στην ποιητική κάθαρση ο μπάτσος, στη μετατροπή του σε ποιητικό στοιχείο του Νερούντα, όχι από τον ποιητή αλλά από τον ίδιο.
Καταλαβαίνω απόλυτα γιατί συμβαίνει αυτό: Από τη στιγμή που θέλησε ο Λαράιν προφανώς να δείξει τις «επιπτώσεις» της ποίησης ακόμα και σε ένα πεζό άνθρωπο κι επέλεξε ως κεντρικό ήρωα της αφήγησης τον διώκτη, βεβαίως και βάση των κινηματογραφικών κι αριστοτελικών κανόνων, τον μπάτσο έπρεπε να οδηγήσει στην κάθαρση κι όχι τον Νερούντα.
Το σηκώνει όμως; Πολύ δεν του είναι; Ο μπάτσος δεν είναι ένα πρόσωπο σαν τον αγράμματο χωρικό στο «ILPOSTINO», ο οποίος φέρει την ποίηση ενστικτωδώς εντός του, οι συνθήκες δεν του έχουν επιτρέψει να εκφραστεί ως ποιητής, εκφράζεται όμως στην καθημερινότητα του κι η παρουσία του εξόριστου στο ιταλικό ψαροχώρι Νερούντα, του δίνει την αφύπνιση.
Βέβαια, όλο το τελευταίο κομμάτι του ποιητικά κατακτημένου μπάτσου είναι γυρισμένο εξαιρετικά από τον σκηνοθέτη. Είναι πραγματικά μια ποιητική σεκάνς, ωραιότατη. Όμως την ποίηση την είδα στη σκηνοθεσία αλλά όχι στο περιεχόμενο της σκηνής, αυτό δεν με έπεισε, μου φάνηκε «δοτό», «προαποφασισμένο», χωρίς να βγαίνει από τις εξελίξεις. Το ποιητικό παραλήρημα του διώκτη με φωνές σαν το «Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις;» δεν….
Αυτή είναι η ένσταση γι αυτό και μίλησα για κατάκτηση μου από την ταινία κατά 70 ο/ο. Από πλευράς ερμηνειών ο ηθοποιός που παίζει τον Νερούντα, ο ΛΟΥΙΣ ΝΙΕΚΟ, με έπεισε ότι είναι ο Νερούντα (στην Τέχνη, σημασία έχει να σε πείσει κάτι ή κάποιος την στιγμή που τον βλέπεις, ότι είναι «ΑΥΤΟΣ») και μου άρεσε εξαιρετικά κι η ηθοποιός που παίζει τη δεύτερη σύζυγο, τη σύντροφο ζωής, η ΜΕΡΣΕΝΤΕΣ ΜΟΡΑ’Ν, που την Κλελια την ΑΝΑΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕ. Και στις σκηνές με το Νερούντα και στις σκηνές με τον μπάτσο. Για τον ΓΚΑΕΛ ΓΚΑΡΣΙΑ ΜΠΕΡΝΑΛ, δεν έχω να πω τίποτε, ούτε για το μουστακάκι, ούτε για το όλο, παρόλο ότι ο σκηνοθέτης του προβάλει το γοητευτικό πρόσωπο με ένα αγέλαστο ύφος διώκτη και παρόλο ότι το ενδυματολογικό τον έχει φροντίσει καταλλήλως, δεν μου έδωσε τίποτε περισσότερο από αυτό που φρόντισε για τον ίδιο ο σκηνοθέτης.