Αν εννοούν «επιστροφή» στην «ΕΚΤΗ ΑΙΣΘΗΣΗ» ούτε κατά διάνοια δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Αν, όμως, εννοούν, πράγμα πολύ πιθανό, ότι ξέφυγε από εκείνες τις πράγματι ελεεινές και κακοσκηνοθετημένες ταινίες που με είχαν κάνει να απορώ, τότε ναι, τότε μιλάμε για διάσωση του σκηνοθέτη από το βάραθρο.
Ο «ΔΙΧΑΣΜΕΝΟΣ» δεν έχει καμία σχέση με την «Εκτη αίσθηση», δεν έχει όμως και καμία σχέση με ό,τι ανατριχιαστικό επακολούθησε.
Θα τολμούσα μάλιστα να πω ότι ο «διχασμένος» δεν είναι καν θρίλερ όπως τον διαφημίζουν μερικοί «φαν» του σκηνοθέτη (απορώ από ποια φιλμογραφία αντλεί τους «φαν»), είναι ένα ψυχολογικό δράμα αγωνίας και μυστηρίου έως και καλοσκηνοθετημένο από πλευράς ατμόσφαιρας.
Διότι ο Σιάμαλαν στην «Εκτη αίσθηση» με είχε καταπλήξει, με είχε γοητεύσει. Εφτασα στο σημείο να δω την ταινία και τέσσερις και πέντε φορές ενώ ήξερα εκείνο το φοβερό φινάλε που είναι από τα πιο σοκαριστικά (ως αποκάλυψη μυστηρίου) φινάλε που έχω δει στον κινηματογράφο και καθόμουν και μελετούσα τις λεπτομέρειες του κι ήταν αψεγάδιαστος. Όχι μόνο αψεγάδιαστος, όχι μόνο γνώστης αλλά κι αληθινά εμπνευσμένος.
Μετά τα έχασα. Η μία ταινία χειρότερη της άλλης , σε απότομη κατηφόρα, από σκηνοθέτη που θαρρείς και δεν ήξερε που πάνε τα τέσσερα. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Δεν γίνεται να είχες κάνει μια ταινία σαν κι εκείνη και μετά , στα άλλα σου έργα , να γίνεται το απερίγραπτο. Δεν ξέρω ποιοι ήταν οι λόγοι, πάντως είδα τόσο κακοσκηνοθετημένο σινεμά από αυτό τον άνθρωπο, που απλώς η εργοκεντρική μου συνείδηση (κι η «Εκτη αίσθηση») ήταν που δεν μου επέτρεπε να γενικεύω και να να χρησιμοποιώ τον όρο «κακός σκηνοθέτης» αλλά μου έδινε το ελεύθερο να ευχαριστιέμαι με άνεση τον όρο «κακοσκηνοθετημένες ταινίες»
Εδώ μπαίνει ένα stop. Το παρελθόν είναι παρελθόν, σημασία έχει το παρόν.
Ο «Διχασμένος» αν δεν είναι στο σύνολο του μια εξαίρετη ταινία, έχει πολλές στιγμές και σκηνές που θα μπορούσαν να ανήκουν σε εξαίρετη ταινία.
Οσον αφορά στον ίδιο τον σκηνοθέτη, το μεγαλύτερο επίτευγμα είναι η ατμόσφαιρα, όσο δε αφορά στο σύνολο της ταινίας, όπου όμως δεν μπορώ να αφήσω αμέτοχο τον Σιάμαλαν, λέγεται ΤΖΕΙΜΣ ΜΑΚΑΒΟΙ. Ακόμα δεν έχουν δοθεί τα Οσκαρ του 2017 κι ήδη πρόβαλε ο πρώτος σοβαρός διεκδικητής του Οσκαρ ηθοποιίας 2018.Κι επειδή από τα χέρια του Σιάμαλαν είχε βγει εκείνη η υπέροχη παιδική ερμηνεία του Χάλει Τζόελ Οσμεντ, από τα ίδια χέρια βγαίνει κι αυτή η ερμηνεία του Μακ Αβόι.
Μιλάμε όμως για πολύ μεγάλη ερμηνεία. Διότι ο κεντρικός ήρωας είναι μια κατακερματισμένη προσωπικότητα σε 23 διαφορετικές κι ετοιμάζεται η «επίθεση» κι από μια 24η…
Η αφορμή για να το παρακολουθήσουμε όλο αυτό είναι η απαγωγή νεαρών κοριτσιών από ένα εκ των 23 του ιδίου σαρκίου κι εξελίσσεται μια υπόθεση που στην ουσία έχει να κάνει με μερικές (όχι και τις 23!!!) από τις προσωπικότητες του που βγαίνουν μπροστά και αναταράσσουν την ιστορία.
Θα έλεγα ότι υπάρχει ένα πρόβλημα στο σενάριο, που, στο ξεκίνημα της ταινίας, γίνεται πιο εμφανές ενώ σιγά σιγά στρώνει, στο να μπούμε στο κλίμα της ιστορίας. Μπαίνουμε όμως με άνεση, εξ αρχής σχεδόν, στο κλίμα της ταινίας κι εκεί παρακολουθούμε πως η μαεστρία του Σιάμαλαν που ληθαργούσε επί χρόνια, ξαφνικά αφυπνίστηκε κι ενεργοποιήθηκε.
Πάνω στον Μακ Αβόι στηρίζει φυσικά ολόκληρη την ταινία κι ο ηθοποιός είναι σε ασύλληπτη φόρμα. Σε κάθε προσωπικότητα έχει βρει και το απειλητικό στοιχείο της εκείνο με το οποίο θα απευθυνθεί κατευθείαν στον θεατή και πάνω στο οποίο ο Σιάμαλαν θα φτιάξει ατμόσφαιρα. Σε καμία από αυτές τις προσωπικότητες δεν υπερ-παίζει, δεν ξεγλιστρά μολονότι οι παγίδες για καρικατουροποίηση είναι ορατές αλλά κρύβουν και νάρκες. Όχι μόνο δεν πατά καμιά νάρκη αλλά φαίνεται πως η όλη προεργασία του ρόλου (κι εδώ πρέπει να υπάρχει και σκηνοθέτης για να γίνει αυτό, εξού και δίνω μερτικό επιτυχίας και στον Σιάμαλαν) έχει γίνει πάνω στο ψυχολογικό δράμα. Ότι δεν παίζει θρίλερ αλλά πολυσχιδή προσωπικότητα δράματος και κάθε μία που εκφεύγει την ερμηνεύει ως προσωπικότητα. Η σύμβαση βέβαια το θέλει να τείνει προς το θρίλερ οπότε ο σκηνοθέτης φροντίζει να το ντύνει με πέπλα αγωνίας και μυστηρίου. Φωτογραφία και μοντάζ συνεργάζονται θαυμάσια σε όλο αυτό , με τη φωτογραφία να κάνει απίστευτους συνδυασμούς με τους φωτισμούς.
Δεν είναι καλός όμως μόνο ο Μακ Αβόι σε…. Ρεσιτάλ Διαμαντόπουλος που λέγαμε κάποτε στην Ελλάδα (από τον αείμνηστο Βασίλη Διαμαντόπουλο που είχε καθιερωθεί μέσα από ερμηνευτικά ρεσιτάλ μονολόγων). Και τα κορίτσια που παίζουν μαζί του είναι εξαιρετικά προσεγμένα ενώ έχω να δηλώσω την εκπληκτική ρολίστα που υποδύεται την ψυχίατρο, την ΜΠΕΤΥ ΜΠΕΚΛΕΥ. Εδώ έχουμε μια εκπληκτική περίπτωση που το σενάριο λίγο την αδικεί με την έννοια ότι δεν της φτιάχνει κι ένα δικό της background καθώς μπαίνει τόσο δυναμικά στην κύρια ιστορία, είναι αυτή που συναλλάσσεται επιστημονικά και θεραπευτικά εναλλάξ με την εκάστοτε εκφεύγουσα προσωπικότητα του ήρωα. Καταλαβαίνω τον προβληματισμό του Ναιτ Σάιαμαλαν πως αν έδινε παραπάνω προσωπικό χώρο στην ψυχίατρο, θα έχανε το έργο την ισορροπία του. Γι αυτό και λέμε ότι στα έργα προκειμένου να γίνουν όπως ακριβώς τα επιθυμούν οι δημιουργοί τους, θυσιάζονται και πράγματα και πρόσωπα , καμιά φορά και σκηνές ολόκληρες. .Το Backgroundτης ψυχιάτρου που «θυσιάζεται» αναπληρώνεται, όμως, με ένα άλλο τρόπο: Με το ότι της δίνεται η δυνατότητα να «γίνει» ψυχίατρος πολλών ταχυτήτων, θαρρείς κι ως αληθινή ψυχίατρος μελέτησε πρώτα την περίπτωση του κεντρικού ήρωα κι ύστερα των προσωπικοτήτων , αφού έτσι κι αλλιώς «όλους» η ίδια τους κουράρει κι έχει δημιουργήσει μια εκπληκτική σύνθεση ψυχοθεραπεύτριας.
Το δε σημαντικότερο, για να εκτιμήσει κανείς το μέγεθος της ερμηνείας του Μακ Αβόι είναι το γεγονός πως τελικά ποια από όλες είναι η κυρίαρχη προσωπικότητα; Ποια είναι η αρχική; Που βασίζεται ο ηθοποιός για να οικοδομήσει το ρόλο του; Αυτό είναι και το «υπέροχο μυστικό» της συνεργασίας ηθοποιού με σκηνοθέτη που καταλήγει σε «μυστικό» και της ίδιας της ταινίας.